Για τη συλλογή διηγημάτων του Θωμά Ψύρρα «Θα βοσκήσω το μαύρο» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Νίκου Ξένιου
Ο Θωμάς Ψύρρας έχει καθιερώσει μια νέα εκδοχή ελληνικότητας που αντλεί την εικονοπλασία της από τον βιωμένο χώρο της ιδιαίτερης πατρίδας και από τα κιτάπια της παιδικής ηλικίας. Ο γηραιός αφηγητής του Μαράν Αθά έχει συγκρουσθεί, ως νεαρός δόκιμος, με τη θρησκευτική εξουσία και έχει πλάσει το ιδιόλεκτό του με τα υλικά της γυναικείας αφήγησης στα χωριά του Κισσάβου γύρω στο τέλος του 19ου αιώνα. Στην ίδια αφηγηματική, θεματική και ιδεολογική γραμμή κινείται και η συλλογή διηγημάτων Θα βοσκήσω το μαύρο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Εδώ οι αφηγήσεις γίνονται εις επήκοον άλλων, μετατρεπόμενες σε ένα ιδιότυπο είδος απολογητικής δημηγορίας. Το ακροατήριο αλλάζει από διήγημα σε διήγημα: χωρίς όμως να παρεμβαίνει, απλά προσδίδοντας στο αφήγημα συγκεκριμένη πολιτική υφή.
Νέα μυθολογία εντοπιότητας
Οι βιογραφικές «μυθιστορίες» του Θωμά Ψύρρα είναι άλλοτε φαντασιωσικές κατασκευές και άλλοτε συνειδησιακές καταγραφές συντεθειμένες από εμπειρία, μυθοπλασία και νεοελληνική μνήμη.
Η τοπιογραφία της Θεσσαλίας αντλεί σημασιολογικό φορτίο από τη λογοτεχνία μιας πιο συγκεκριμένης πατρίδας. Η ιδιαίτερη πατρίδα δεν ανάγεται σε γενικό κανόνα, αντιθέτως παραμένει τοπική ως προς τα δομικά της στοιχεία. Απομυθοποιώντας την έννοια της ελληνικότητας και τις μονοσήμαντες παραδηλώσεις της ο συγγραφέας επιστρατεύει την τοπική διάλεκτο στο πρώτο διήγημα («Τα παιδιά κάτω στον κάμπο»), επενδύοντάς την με μουσικά ακούσματα που φτάνουν ως τον Μάνο Χατζιδάκι και «σημαίνουν» μια νέα εκδοχή της Ελλάδας, εξίσου μυθοποιημένη με την προκάτοχό της: σαν να πρόκειται για μια εσκεμμένη διεργασία, όπου το μυθικό στοιχείο διασώζεται από τον τόπο και όχι από τους ανθρώπους: με επινοημένα τοπωνύμια και ονόματα που φαντάζουν οικεία, όμως ανεπαισθήτως προσδίδουν στους γνωστούς μας αυτούς τόπους του θεσσαλικού κάμπου μυθικές διαστάσεις.
Οι βιογραφικές «μυθιστορίες» του Θωμά Ψύρρα είναι άλλοτε φαντασιωσικές κατασκευές και άλλοτε συνειδησιακές καταγραφές συντεθειμένες από εμπειρία, μυθοπλασία και νεοελληνική μνήμη. Εκμυστηρεύσεις από τη μετανάστευση, τον Μεσοπόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τη φάση κατάρρευσης του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, τη δικτατορία, έως και τη Μεταπολίτευση με την χαλκευμένη άνθηση της οικονομίας και την αρχή της σύγχρονης κρίσης, σε κάθε περίπτωση, αναδιαμορφώνουν μια νοσταλγική εκδοχή της ελληνικότητας, που κάθε άλλο παρά δικαιώνει τον Έλληνα.
Αυτοκριτική και πολιτική δήλωση
Το ύφος διαφέρει από διήγημα σε διήγημα αλλά παραμένει, πάνω απ’ όλα, σκωπτικό. Η αφηγηματική καινοτομία συνίσταται στο ότι, στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, ο ματαιωμένος πρωταγωνιστής απευθύνεται σε μιαν ομήγυρη φανταστικών ακροατών, σαν να βρίσκεται στην Αγορά ή στο καφενείο.
Το ύφος διαφέρει από διήγημα σε διήγημα αλλά παραμένει, πάνω απ’ όλα, σκωπτικό. Η αφηγηματική καινοτομία συνίσταται στο ότι, στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής, ο ματαιωμένος πρωταγωνιστής απευθύνεται σε μιαν ομήγυρη φανταστικών ακροατών, σαν να βρίσκεται στην Αγορά ή στο καφενείο. Οι αφηγητές είναι διαφόρων ηλικιών και κοινωνικών καταβολών και παραμένουν κατά κανόνα απογοητευμένοι, ματαιωμένοι, αποτυχημένοι, ή ηττημένοι που αυτοσαρκάζονται. Πλήρεις νοσταλγίας εξορκίζουν όλη την κακοδαιμονία του παρελθόντος πνίγοντάς την σ’ ένα ποτήρι κρασί, αλλά και διατηρούν, παράλληλα, αμείωτα τα γνωρίσματα του «σκατολαού» που έφτασαν σήμερα να είναι οι αυτόχθονες Έλληνες.
Στο «Βιβλιοπώλης πόρτα πόρτα» ο αφηγούμενος έχει αποτύχει να εμφυσήσει πολιτική συνείδηση στον εγγονό του: πάνοπλος, ημιμαθής και οργίλος, ο εγγονός προβαίνει σε κακή διαχείριση του υλικού των αφηγήσεων του παππού του από τον εμφύλιο και την κατοχή, διαμορφώνοντας μια στρεβλή αντικανονικότητα ως παρωδία πολιτικής συνείδησης και μετατρεπόμενος σε κοινό τρομοκράτη των πόλεων. Ο κλασικός «Ελληνάρας» φοροφυγάς στη «Διαχείριση θυμού» συγκεντρώνει όλα τα γνωρίσματα του χαλαρού συνειδησιακού ελέγχου: έχει ξεκοκκαλίσει τα πακέτα Ντελόρ, έχει αποτύχει σε όλες τις απόπειρες έκνομου πλουτισμού του και έχει, σταδιακά, μετατραπεί σε μια σύγχρονη εκδοχή του λήσταρχου Νταβέλη.
Ο γλυκύς, αυτοσαρκαστικός προδότης
O Ψύρρας είτε εκθέτει με ειλικρίνεια τη μικρότητα ενός ιστορικά συσσωρευμένου ατομικισμού («Μισή αρχοντιά»), είτε αντικρίζει αποφασιστικά την αποκαρδίωση μιας μη ανταποδοθείσης αριστερής δράσης υπέρ του συλλογικού.
Αμετανόητος είναι ο μετανάστης/αφηγητής του «Κόκκινου μήνα», που αδυνατεί να προσαρμοστεί στα βορειοευρωπαϊκά δεδομένα, πασχίζοντας μάταια να αποβάλει τις φαλλοκρατικές μεσογειακές του καταβολές και να ενταχθεί στο πλαίσιο χαλαρών οικογενειακών και κοινωνικών δομών των σκανδιναβικών χωρών. Η «αποστειρωμένη» βορειοευρωπαϊκή ευταξία και εκδοχή φιλοξενίας και κοινωνικότητας τον αφήνει, κατ’ ουσίαν, αδιάφορο και σταδιακά τον αποβάλλει. Με σαρκαστική αυτοαναίρεση, χιούμορ αλλά και προσήλωση στις μεσογειακές του μνήμες και καταβολές, ο ήρωας μοιάζει παγιδευμένος στην κινούμενη άμμο της μετριότητας.
Επιεικής με τους ήρωές του αλλά και ακριβοδίκαιος στην καταγραφή του βίου και της πολιτείας καθενός, ο συγγραφέας υπενθυμίζει τις καταβολές του καταδότη ή του δωσίλογου στο «Σήμερα δεν μιλάμε για πολιτικά». Αντιλαμβάνεται τη χοάνη που έχει διανοιχθεί ανάμεσα στα κίνητρα και την τελική έκβαση της ανθρώπινης δράσης, καθώς το πλήθος γύρω από τους αφηγητές του κινείται ιδιοτελώς, διασφαλίζοντας τα δικά του «νώτα» στο ιστορικό γίγνεσθαι και κομφορμιστικά αφήνοντας σε κάποιους αριστερούς να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Έτσι, ο Ψύρρας είτε εκθέτει με ειλικρίνεια τη μικρότητα ενός ιστορικά συσσωρευμένου ατομικισμού («Μισή αρχοντιά»), είτε αντικρίζει αποφασιστικά την αποκαρδίωση μιας μη ανταποδοθείσης αριστερής δράσης υπέρ του συλλογικού.
«Μας γέρασαν προώρως, το κατάλαβες;»
Ο Θωμάς Ψύρρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Τύρναβο Θεσσαλίας, σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δίδαξε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και στην Επιμόρφωση των Καθηγητών, ενώ κείμενά του ανθολογήθηκαν στα σχολικά εγχειρίδια των Νέων Ελληνικών. Η αριστερή του τοποθέτηση είναι κυρίαρχη στο διήγημα «21 Απριλίου 2005», όπου ένας φιλόλογος της Λάρισας εξομολογείται στο νεανικό ακροατήριο των μαθητών του τα βάσανα ενός παιδιού που φέρει το συνειδησιακό βάρος ενός μη εκφωνηθέντος κατηγορώ ενάντια στον πατέρα. Η ενοχή ελάχιστα απαλύνεται με το κήδος των οστών και το αναμμένο κερί της εκταφής. Αντιθέτως, επιβαρύνεται με τα πρώτα αποτυπώματα του γήρατος και τη συνειδητοποίηση της ελαφρότητας των νέων γενεών, στη βάσανο που εγκαινίασε ο Γιώργος Ιωάννου στο «+13-12-43».
Η διακειμενική αναφορά φέρνει τον αφηγητή/καθηγητή στην οχληρή θέση να ανακαλέσει την οικογενειακή του ιστορία, ιχνηλατώντας τις επιβιώσεις του ιδεολογικού διχασμού της Ελλάδας μέσα στους κόλπους της ίδιας του της οικογένειας. Ο ακροδεξιός, φασίστας παππούς αφήνει με ανάλγητο τρόπο την κόρη και τα εγγόνια του να πεινάσουν προκειμένου να υποχωρήσει στις πεποιθήσεις του γαμπρού του: συνάπτει σχέσεις με την εξουσία και ψήνει κρέατα επιδεικτικά, τοίχο-τοίχο με το «Μεσολόγγι» του ρημαγμένου νοικοκυριού του αριστερού γαμπρού του, σε μιαν ηρωϊκή παραλληλία με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Ανάμεσα στις άλλες δραστηριότητές του, ο Θωμάς Ψύρρας εξέδωσε το εκπαιδευτικό περιοδικό «Σημείο» και συμμετείχε στα περιοδικά «Αυτό» και «Γραφή» της Λάρισας, δημοσίευσε άρθρα στο «Αντί», στην «Ελευθερία», στην «Αυγή», στην «Ελευθεροτυπία» και στην «Καθημερινή», χρημάτισε μέλος της ΚΕ της «Ελληνικής Αριστεράς», Δημοτικός Σύμβουλος Λάρισας και βουλευτής της ΔΗΜΑΡ το 2012, ενώ διαφώνησε και διαφοροποιήθηκε το 2014.
* Η κεντρική φωτογραφία είναι του Τάκη Τλούπα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Θα βοσκήσω το μαύρο
Θωμάς Ψύρρας
Μεταίχμιο 2017
Σελ. 280, τιμή εκδότη €15,50