
Για το μυθιστόρημα του Κώστα Λογαρά «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» (εκδ. Καστανιώτη).
Της Μαρίας Στασινοπούλου
«Κράζουνε τα πουλιά. Η φωνή καρφώνεται σα σφίνα στο στομάχι. […] Δε μπορώ να κυμηθώ. Γίνονται γύπες και κοράκια. Όσο κι αν τα διόχνω, η εικόνα του Στρατή είναι καρφομένη στο μυαλό. Με παρακολουθεί. Ακούω το γέλιο. Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο στο λαιμό με κρατάνε ξάγρυπνο» σημειώνει ανορθόγραφα στο τεφτέρι του ο Μαρίνος Τριάντης, «πρώην ισοβίτης, πρώην ποινικός, πρώην έγκλειστος στις φυλακές» αποφυλακισμένος πρόσφατα και εγκατεστημένος σε μιαν εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία, σε δρόμο απόμερο, κοντά στο λιμάνι της Πάτρας. Αυτά τα πουλιά του θανάτου και της δυστυχίας μπαινοβγαίνουν συχνά στο μυαλό του και στις σελίδες του βιβλίου. Πέρα από τα πουλιά του θανάτου, κάποιο σκυλί συμπληρώνει συχνά το ανθρώπινο τοπίο.
Μοναδική ασφαλής παρουσία δίπλα στον περίεργο περιπατητή ο Ραμόν, το πιστό σκυλί του, «το μόνο ζωντανό πλάσμα που ανέχεται κοντά του ο Μαρίνος» (σ. 21). «Του μιλάει, του λέει λόγια που δεν έχει πει ποτέ σε άνθρωπο, εκείνο έρχεται κοντά του, τρίβεται πάνω του και παραδίνεται στα χάδια του» (σ. 14).
Ένας άντρας ψηλός, ξερακιανός, κοντά στα εξήντα, περιφέρεται στους δρόμους και τα σοκάκια, προσπαθώντας να μάθει απ’ την αρχή την πόλη του, τριάντα χρόνια μετά τον εγκλεισμό του για τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου εραστή του. Στρατής το όνομα του θύματος, «ξανθός άγγελος», «ωραίος άγγελος», «άγγελος του θράσους και του θανάτου», «το Μούτρο» είναι κάποιες από τις προσδιοριστικές ιδιότητες που του αποδίδονται. Μοναδική ασφαλής παρουσία δίπλα στον περίεργο περιπατητή ο Ραμόν, το πιστό σκυλί του, «το μόνο ζωντανό πλάσμα που ανέχεται κοντά του ο Μαρίνος» (σ. 21). «Του μιλάει, του λέει λόγια που δεν έχει πει ποτέ σε άνθρωπο, εκείνο έρχεται κοντά του, τρίβεται πάνω του και παραδίνεται στα χάδια του» (σ. 14).
Μάρτη του 1981 έγινε το φονικό, Ιούλιο του 2011 αποφυλακίστηκε ο Μαρίνος, Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012 σταματά ο αφηγηματικός χρόνος. Στην απέλπιδα προσπάθειά του να επανενταχθεί στην κοινωνία «ο βετεράνος ποινικός» και να συνηθίσει τους καινούργιους, άγνωστους σ’ αυτόν, ρυθμούς της πόλης, αναθυμάται τα παλιά. Ο συγγραφέας μπλέκει έντεχνα τα προσωπικά συμβάντα του ήρωά του με την παράλληλη πολιτική κατάσταση αυτών των χρόνων στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, που βαθμιαία οδήγησε στην κρίση και την αλλοίωση του χαρακτήρα των πόλεων. Κρίνει νηφάλια τις εξελίξεις, αποδίδει τεράστιες ευθύνες στον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ, καταλογίζει στα κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς το μερίδιο που τους αναλογεί, ενώ προοιωνίζεται το ακόμη πιο ζοφερό μέλλον που μας περιμένει.
Ο Λογαράς έχει θέμα και ξέρει πώς να το προσεγγίσει: Τη μυστική ζωή, τον ψυχισμό και τα χούγια των ομοφυλόφιλων από τη μια, την κρίση που μαστίζει τη χώρα σε συνάρτηση με το μεταναστευτικό πρόβλημα από την άλλη και την συνακόλουθη έξαρση των φασιστικών οργανώσεων και συμπεριφορών που δεν είναι άμοιρες ομοφοβικών και ρατσιστικών εκδηλώσεων. Μοιράζοντας το υλικό του σε έντιτλα κεφάλαια, οριοθετεί τους χώρους, τα πρόσωπα, τις ανθρώπινες σχέσεις. Τελειώνοντας την ανάγνωση και γυρίζοντας στις σελ. 5-6 με τις παραθέσεις των τίτλων, ο αναγνώστης έχει πλήρη εικόνα του μυθιστορήματος. Ενδεικτικοί τίτλοι όπως: «Άγνωστος στους δρόμους της Πάτρας», «Μυρίζει ο αέρας βία», «Μέσα του στριφογυρίζει ο θάνατος», «Η φαντασία μπερδεύεται με την πραγματικότητα», «Κλειστές μανταλωμένες πόρτες», «Χάνει ο πιο αδύναμος» σηματοδοτούν τη βιοφιλοσοφία του αφηγητή αλλά και του συγγραφέα. Τίτλοι όπως: «Στην ταράτσα της τριώροφης οικοδομής», «Στο καφενείο του Σταυριανού, μέρες του ’80», «Στην πλατεία του Θεάτρου», «Οι καφετέριες της Ρήγα Φεραίου», οριοθετούν τις γειτονιές και τη χωροταξική διαστρωμάτωση της σύγχρονης Πάτρας, τον χώρο δηλαδή, συνάρτηση της κρίσης και της φθοράς∙ και άλλοι όπως: «Ο πρώην ισοβίτης», «Μάνα και γιος», «Το Μούτρο», «Ο ζωγράφος στο μεταίχμιο καλού και κακού», «Ανάμεσα στους Σταυροφόρους της Κάθαρσης», «Αναδρομική έκθεση του Λεό», ξεκλειδώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ως πυρήνας των λογοτεχνικών προθέσεων του Λογαρά διακρίνονται τα δίπολα: φαντασία-πραγματικότητα, αληθινό-ψεύτικο, «βιωμένη φαντασία-βιωμένη αλήθεια», ψευδαίσθηση-φαντασίωση, οδύνη-ηδονή, ύπνος-θάνατος, ψυχή-σώμα, αποθέωση-απόρριψη, νύχτα-μέρα. Ο φόβος «η μυρωδιά του φόβου» συνέχει τους πάντες, ακόμη και εκείνους που βγάζουν προς τα έξω το πρόσωπο του ατρόμητου ή του νταή, όπως ο Μαρίνος. Ο φόβος που δεν αργεί να εξελιχθεί σε τρόμο.
Σημαίνουσα θέση στη λογοτεχνία του Λογαρά έχει πάντα η μορφή της μάνας.
Σημαίνουσα θέση στη λογοτεχνία του Λογαρά έχει πάντα η μορφή της μάνας. Έτσι κι εδώ. Είτε η λαϊκή μάνα του Μαρίνου είναι αυτή, η Στυλιανή, είτε η αριστοκράτισσα μητέρα του Λεό. Μιλάει με τρυφερότητα για τις μάνες. Να πώς ανακαλεί ο Λεό την εικόνα της μάνας του Μαρίνου στο δικαστήριο: «Τη θυμόταν να κλαίει βουβά. Να παρακαλεί τους ενόρκους και τους δικαστές να λυπηθούν το γιο της. Χαμένη, αλαφιασμένη με ό,τι της είχε λάχει. Έκοβε τα λόγια της στη μέση, μιλούσε μπερδεμένα ρουφώντας συνεχώς τη μύτη της. Για τον άντρα της που τον παντρεύτηκε στα δεκάξι της. Για το ότι ξενοδούλευε, και με τα λεφτά αυτά μπορούσε ν’ αγοράζει τα φάρμακα του γιου της. Η λαϊκή γυναίκα μίλαγε με πόνο, με κλάμα, αλλά χωρίς κακομοιριά. Ίσα ίσα, έλεγες πως είχε αφήσει για λίγο τον πάγκο της λαϊκής κι είχε πεταχτεί στο δικαστήριο να πει τα βάσανά της. Ό,τι τελοσπάντων ήξερε. Με την πιο μεγάλη στωικότητα και τη μεγαλύτερη ακόμα κατανόηση για το παιδί της. Μια απλή, αγράμματη γυναίκα, δίχως καμία γνώση – μα όσα ήξερε της τα είχε μάθει από πρώτο χέρι η ζωή η ίδια» (σ. 184-185).
O Λογαράς δεν έγραψε απλώς ό,τι ήξερε ή ήθελε να πει για το συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά έκανε έρευνα εξονυχιστική για να τεκμηριώσει το θέμα του.
Από τις σελίδες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα ξεχωρίζαμε εκείνες που περιγράφουν πώς οργανώνεται στο μυαλό του Μαρίνου και προετοιμάζεται το φονικό. Επίσης προς το τέλος του βιβλίου τον κίτρινο φάκελο που διατηρούσε ο Μαρκήσιος (ένα από τα βασικά πρόσωπα της πλοκής, όπως και ο Λεό) με στοιχεία για την υπόθεση δολοφονίας του δεκαεξάχρονου Στρατή από τον εικοσιτετράχρονο τότε Μαρίνο, γιατί αντλούμε διαφωτιστικό υλικό από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, από την υπεράσπιση και την πολιτική αγωγή αλλά και από τις γνωματεύσεις των ειδικών. Εξαιρετική η αγόρευση του δικηγόρου του θύτη. Όπως μας προϊδεάζει μία σημείωση στην αρχή του βιβλίου «Την αφορμή για να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα έδωσε ένα πραγματικό γεγονός. Όμως οι ήρωες και η εξέλιξη της ιστορίας είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας». Χρησιμοποιώ την πληροφορία αυτή για να πω ότι ο Λογαράς δεν έγραψε απλώς ό,τι ήξερε ή ήθελε να πει για το συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά έκανε έρευνα εξονυχιστική για να τεκμηριώσει το θέμα του.
Στα αξιομνημόνευτα της γραφής του Λογαρά θα περιλαμβάναμε ακόμη το εξελικτικά ολοκληρωμένο πορτρέτο του Μαρίνου και της μάνας του Στυλιανής, όπως ήδη επισημάνθηκε, αλλά και των άλλων προσώπων: του Στρατή, του Μαρκήσιου, του Λεό, μέσα από την επιλεγμένη χρήση προσδιοριστικών επιθέτων και χαρακτηρισμών αλλά και μέσα από τις δράσεις και τις κυκλοθυμίες τους. Τις ιστορικές, γεωφυσικές, κοινωνιολογικές, πολιτιστικές γνώσεις του συγγραφέα για την Πάτρα. Ακόμη τη συνδετική χρήση της επανάληψης και την επιτυχημένη αλληλοδιείσδυση ατομικής και συλλογικής ιστορίας.
Μόνιμη εμμονή από τη μέχρι τώρα λογοτεχνική παραγωγή του Λογαρά είναι η πόλη του, η Πάτρα. Η εμμονή κρύβει πάθος, πίκρα αλλά και διάψευση.
Μόνιμη εμμονή από τη μέχρι τώρα λογοτεχνική παραγωγή του Λογαρά είναι η πόλη του, η Πάτρα. Η εμμονή κρύβει πάθος, πίκρα αλλά και διάψευση. Με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες και ασκημένη ματιά αποτυπώνει την ιστορία της, «την κοινωνική διαστρωμάτωση, την ψυχοσύνθεση των κατοίκων και τους κανόνες που όριζαν τη ζωή τους». Πληγώνεται για την διαρκή έκπτωση και αλλοίωση του χαρακτήρα της. Επιτυχημένη στο ανά χείρας βιβλίο η περιγραφή και η σύγκριση της παλιάς με τη νέα πόλη. Αλλά και ο τρόπος που λειτουργεί και συντηρείται σ’ αυτήν η παραβατικότητα. Νυχτερινά στέκια, παράνομες συνευρέσεις, ναρκωτικά, χρυσαυγίτες «οι Σταυροφόροι της Κάθαρσης», απάνθρωπες μεταναστευτικές συνθήκες. Στις σελ. 124-134 ο Λογαράς μέσω του ήρωά του παρακολουθεί την πορεία της Πάτρας μέσα στο χρόνο αλλά και τη μετάλλαξή της.
Ολοκληρώνοντας το διάβασμα του βιβλίου και ενώ ο επαρκής αναγνώστης έχει αναγνωρίσει και την τεχνική και τις εμμονικές σχέσεις του συγγραφέα και έχει απολαύσει ένα ενδιαφέρον περιστατικό που αναλύεται σε βάθος με τρόπο γοητευτικό, αναρωτιέται τι το καινούργιο έχει επιτύχει ο Λογαράς με το νέο του μυθιστόρημα. Άποψή μου ότι προβάλλει έντονα ο πολιτικός του λόγος και το δηκτικό σχόλιο του συνειδητού πολίτη για τον απόλυτο ξεπεσμό που βιώνει η χώρα μας. Και άλλοτε είχε συμβεί αυτό. Στο μυθιστόρημά του Να έρχεσαι όποτε θες, για παράδειγμα, γίνεται εκτενής αναφορά στην Ελλάδα της χούντας και στη μεταπολίτευση. Στην Ερημιά στο βλέμμα τους (2008) που θίγει το φαινόμενο της μετανάστευσης, βρίσκει τρόπο να μιλήσει για την Ελλάδα της κρίσης, για το πώς προετοιμάστηκε και ποια ήταν τα πρώτα φανερώματά της. Στα Πουλιά με το μαύρο κολάρο όμως η αναζήτηση αιτίων και αιτιατών είναι κεντρικό θέμα, πέρα και μέσα από την ιστορία του Μαρίνου Τριάντη. Εφιστώ την προσοχή του αναγνώστη στο κεφάλαιο «Διάχυση του κακού», όπου αναπαρίσταται η επινοημένη συνέντευξη ενός ψύχραιμου καθηγητή σε τηλεοπτική περσόνα –έμμεσα παραπέμπει στην Έλλη Στάη– και συσσωματώνει τα κατά καιρούς εκφρασμένα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο πολιτικά σχόλια του Κώστα Λογαρά.
Πριν κλείσω θα ήθελα να κάνω ξεχωριστή μνεία στο εξαιρετικό εξώφυλλο του βιβλίου, από την φωτογραφία Archangel του Hayden Verry, απόλυτα εναρμονισμένο με το θέμα και τους ήρωες.
* Η ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.
Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο
Κώστας Λογαράς
Καστανιώτης 2017
Σελ. 224, τιμή εκδότη €14,84