
Για τη συλλογή διηγημάτων της Ελισάβετ Χρονοπούλου «Ο έτερος εχθρός» (εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Έχω την αίσθηση –λίγο αόριστη ακόμη– ότι η Κατοχή, που είχε τεθεί στο περιθώριο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, επανέρχεται τα τελευταία χρόνια και προσπαθεί να ξεμυτίσει. Κι είναι σίγουρο ότι η κρίση έκανε ξανά επίκαιρη μια τέτοια περίοδο, όχι μόνο επειδή μέσα σ’ αυτή πολλοί ψηλαφούν το σημερινό εμφυλιοπολεμικό κλίμα, ιχνηλατώντας το πριν από την επίσημη έναρξη του Εμφυλίου, αλλά κι επειδή κάποιοι ξαναβλέπουν τον Γερμανό ως εχθρό, επιχειρώντας μια υποδόρια αναλογία μεταξύ του οικονομικού εκμεταλλευτή του 21ου αιώνα και του πολεμικού κατακτητή της δεκαετίας του ’40. Και δύο πρόσφατα βιβλία, που επικεντρώνονται στην Κατοχή, δεν στοχοποιούν τον οφθαλμοφανή εκ βορρά εισβολέα, αλλά στρέφουν τα βέλη τους στους δικούς μας εσωτερικούς εχθρούς, που είναι ίσως χειρότεροι, πέρυσι ο Θανάσης Σταμούλης με τη Σκιά στο δέντρο (Ποταμός 2016) και φέτος η Ελισάβετ Χρονοπούλου με τον Έτερο εχθρό.
Ακόμα και σε όσα κείμενα οι Γερμανοί δείχνουν την «στερεοτυπική» συμπεριφορά κατακτητή, το κέντρο του κάδρου βρίσκεται στα συναισθήματα που προκαλούνται, στις ψυχικές αντιδράσεις, με πρώτη τον φόβο, τα οποία πηγάζουν από την ανελευθερία και την απειλή της ζωής.
Αυτό το «έτερος» δεν σημαίνει ακριβώς «άλλος» και γι’ αυτό η επιλογή του στον τίτλο δεν είναι καθόλου τυχαία. Σημαίνει «ο άλλος από τους δύο», γεγονός που οδηγεί στη απόδοση στους Γερμανούς του ρόλου του πρώτου εχθρού και στην αναζήτηση μέσα στα δέκα διηγήματα του «ετέρου» ή των «ετέρων» εχθρών, που απειλούν όχι μόνο τη σωματική ακεραιότητα των ηρώων αλλά και την ηθική τους υπόσταση. Κι εκτός από τα τελευταία διηγήματα όπου ο κατακτητής αποκτά σάρκα και οστά, στα πρώτα ναι μεν υπονοείται, αλλά η εστίαση του φακού φωτίζει το άλλο δεινό που απανθρωποποιεί την ύπαρξή μας. Ακόμα και σε όσα κείμενα οι Γερμανοί δείχνουν την «στερεοτυπική» συμπεριφορά κατακτητή, το κέντρο του κάδρου βρίσκεται στα συναισθήματα που προκαλούνται, στις ψυχικές αντιδράσεις, με πρώτη τον φόβο, τα οποία πηγάζουν από την ανελευθερία και την απειλή της ζωής.
Ο εκμεταλλευτής οδηγεί την κοπέλα στην εκπόρνευση για ένα βαρύτιμο δαχτυλίδι, η πείνα οδηγεί στην ασέβεια προς τη νεκρή γιαγιά για τη μερίδα στο συσσίτιο, οι βολεμένοι (και πουλημένοι) γονείς ορθώνουν την ιδιοτέλεια, τη μαρμελάδα και το ψωμί τους, πάνω από την εξαθλίωση των άλλων, η φιλοχρηματία γεννά την εκμετάλλευση, ο φόβος είναι ο πιο καλός σύμμαχος της προδοσίας, η καταπίεση οδηγεί σε αναξιοπρεπείς πράξεις και σε μια «εκουσίως υποχρεωτική» ταπείνωση, ο θάνατος τρέφει τη μνησικακία, ο πόλεμος γαλουχεί την αισχροκέρδεια…
Αν δούμε τα διηγήματα της Ελισάβετ Χρονοπούλου ως γυαλιά ενός καλειδοσκοπικού μηχανήματος προβολής συναισθημάτων, μπορούμε να διαβάσουμε μέσα σ’ αυτά αλληλένδετες φωτογραφίες που προβάλλονται σε ένα ζοφερό σκηνικό. Από τη μια, οι εξωτερικές συνθήκες της κατοχής, της πείνας, του θανάτου, των διασπασμένων ανθρώπινων σχέσεων, κι από την άλλη οι εσωτερικές ρωγμές της ανασφάλειας, του φόβου, της καταπίεσης, που με τη σειρά τους οδηγούν στην εκμετάλλευση, στον σφετερισμό περιουσιών, στην προδοσία. Αυτή η σύνδεση αναδεικνύει αφενός τα συναισθήματα σε πρωταγωνιστές ενός γκρίζου θεάτρου, αφετέρου τα σκηνικά, η ατμόσφαιρα, η ανάπλαση ενός κλίματος, που ξεφεύγει από το συγκεκριμένο κι ανάγεται στο διαχρονικό, ίσως είναι πιο σημαντικά στην κατανόηση της ανθρώπινης συνθήκης.
Κάθε περίοδος, όποτε ο κατακτητής σφίγγει όλο και περισσότερο τα λουριά, γεννά φαινόμενα εξαθλίωσης, ηθικής σήψης και κοινωνικής αναλγησίας.
Κι αυτή η διαπίστωση μας οδηγεί πέρα από την Κατοχή. Κάθε περίοδος, όποτε ο κατακτητής σφίγγει όλο και περισσότερο τα λουριά, γεννά φαινόμενα εξαθλίωσης, ηθικής σήψης και κοινωνικής αναλγησίας. Γεννά τα τρωκτικά του φόβου που υποβαθμίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και λιπαίνουν πράξεις και λόγια και σιωπές αναίσχυντες. Όσο κι αν περνούν δεκαετίες έκτοτε (έχει σημασία που συχνά η αφήγηση του τότε γίνεται από την οπτική ενός γηραιού κυρίου ή μιας γηραιάς κυρίας του τώρα), μέσα στην ψυχή μένει το σαράκι αν όχι των τύψεων, τουλάχιστον της υποδόριας αγανάκτησης και της πίκρας για την ηθική κατάπτωση του ανθρώπου.
Η συγγραφέας κερδίζει το στοίχημα της γραφής όχι μόνο με το διαχρονικό θέμα της, αλλά και με το ζεστό ύφος της, τη ζυγισμένη έκφραση και την ισορροπημένη αφήγηση. Το διηγήματά της –στην πυκνότητά τους– συναιρούν με τέτοιο τρόπο το παρόν που αφηγείται και το παρελθόν που γίνεται αντικείμενο αφήγησης, ώστε να εξάγεται αβίαστα η ντροπή, η μετάνοια ή μη κ.ά. την οποία δεν σβήνει η απόσταση.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Ο έτερος εχθρός
Ελισάβετ Χρονοπούλου
Πόλις 2017
Σελ. 136, τιμή εκδότη €11,00