Για το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Αυδίκου «Οι τελευταίες πεντάρες» (εκδ. Ταξιδευτής).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Υπάρχουν δύο τρόποι θέασης της πραγματικότητας: ένας ιστορικός και ένας λογοτεχνικός. Ο πρώτος μάς επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα και τα πρόσωπα πανοραμικά, σε κλίμακα μακροσκοπική, ως μέρη ενός συνόλου, με «μηδενική εστίαση». Αντίθετα, η λογοτεχνική θέαση μάς επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα καλειδοσκοπικά, με εσωτερική εστίαση, σε κλίμακα μικροσκοπική, ως ένα πεδίο ποικίλων, ετερόκλητων, συχνά αντικρουόμενων λόγων-δράσεων-πεποιθήσεων των ατόμων, από την έκβαση των οποίων καθορίζεται ο ρους της ιστορίας.
Οι πόλεις είναι σαν τους ανθρώπους. Ενηλικιώνονται, ομορφαίνουν και ωριμάζουν. Ένα μυθιστόρημα για την Πρέβεζα και τους ανθρώπους της. Για την Πρέβεζα μέσα από τα μάτια του Καρυωτάκη. Γιατί ένας τόπος, όπως έχει πει και ο Ελύτης, είναι η αντανάκλαση της ψυχής των ανθρώπων του στην ύλη.
Οι Τελευταίες πεντάρες, αν και αντλούν άφθονο υλικό από πολλούς ανθρώπους και μαρτυρίες από μια προγενέστερη εποχή, στην οποία οι περισσότεροι από εμάς δεν ζούσαμε, μιλάει ωστόσο με τρόπο εμφατικά λοξό για τη δική μας εποχή, για τη δική μας ζωή. Όπως έχει πει άλλωστε και η Ρέα Γαλανάκη «το παρελθόν δεν υπάρχει στην τέχνη παρά μόνο σαν καθρέφτης της δημιουργικής αυτογνωσίας».
Το μυαλό και η καρδιά του Σπυρίδωνα μοιάζουν χτυπημένα σε μπλέντερ. Αναρωτιέται αν έπραξε σωστά που ανακατεύτηκε στα πόδια της πόλης. Όλες αυτές τις μέρες δούλευε σαν τους παλιούς λιμενεργάτες που έριχναν το σαμπάνι (ειδικό σχοινί για ανέλκυση και καθέλκυση φορτίων) στα αμπάρια των παποριών που ξεφόρτωναν ξυλεία από τη Ρωσία και φόρτωναν πορτοκάλια του Φραγκίστα. Το ίδιο έκανε κι αυτός. Έδεσε με το σαμπάνι το κιβώτιο της μνήμης των Πρεβεζάνων, που είχαν ξεχαστεί στ’ αμπάρια της τοπικής ιστορίας, και τα ανέσυρε στο φως του καταστρώματος.
Οι πόλεις είναι σαν τους ανθρώπους. Ενηλικιώνονται, ομορφαίνουν και ωριμάζουν. Ένα μυθιστόρημα για την Πρέβεζα και τους ανθρώπους της. Για την Πρέβεζα μέσα από τα μάτια του Καρυωτάκη. Γιατί ένας τόπος, όπως έχει πει και ο Ελύτης, είναι η αντανάκλαση της ψυχής των ανθρώπων του στην ύλη. Ο Σπυρίδων, το βασικό πρόσωπο της μυθοπλασίας, αποτελεί την persona του συγγραφέα. Με τη δική του διαμεσολάβηση, ο συγγραφέας ρίχνει το σαμπάνι της γραφής για να ανασύρει μνήμες, να βάλει σε κίνηση τον μηχανισμό εξομολόγησης των προσώπων του έργου. Γιατί ξέρει πολύ καλά πως μόνον η παραδοχή, μέσω της γραφής, φέρνει την ισορροπία. «Διαφορετικά η πληγή γίνεται σαράκι».
Το πολυπρόσωπο αυτό μυθιστόρημα θέτει επί τάπητος το θέμα της σχέσης λογοτεχνίας και μνήμης. Αν αναρωτηθεί κάποιος καλοπροαίρετα: αφού υπάρχει η επίσημη ιστοριογραφία, τι μας χρειάζεται η λογοτεχνία; Σίγουρα, η ιστοριογραφία, η τοπική ιστορία, ακόμα και η προφορική ιστορία έχουν τα μεθοδολογικά εργαλεία να συντηρήσουν τη μνήμη, να σκάψουν τα γεγονότα, να βρουν την αλήθεια. Όμως δεν έχουν εκείνα τα εργαλεία για να μετρήσουν τον φόβο στις ψυχές των ανθρώπων, να αφουγκραστούν τις ζαρωμένες νύχτες που ζούνε οι άνθρωποι που μπλέχτηκαν άκοντες έκοντες στην εμφύλια βία. Γιατί αυτός ο πόλεμος για πολλούς –και όχι μόνο για όσους τον έζησαν– ακόμα δεν έχει τελειώσει και τα τραύματα μένουν ανεπούλωτα όσο αποφεύγουμε να μιλήσουμε γι’ αυτά που έγιναν τότε σε κάθε γωνιά αυτού του τόπου.
Θα έλεγα αντιστρέφοντας την περίφημη πια φράση του Δημήτρη Ραυτόπουλου («Το αίμα μελάνι δε γίνεται») πως ο συγγραφέας δε διστάζει να βουτήξει τη γραφίδα του στο αίμα, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. Γραφή σοφά γεωδαιτική, με τον ήχο της ντοπιολαλιάς και τη μυρωδιά της Πρέβεζας: «Ικειό που θέλω είνι να σε θυμούνται» γράφει η μάνα του αδικοχαμένου Λώλου, και ο Αυδίκος κάνει μνημόσυνο. Κανονικό μνημόσυνο για τους εκτελεσμένους ΕΠΟΝίτες στην Παργινόσκαλα τον Σεπτέμβρη του ’44. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως τα βιβλία είναι ο καθρέφτης μας, εμείς φαινόμαστε μέσα τους, είτε ως συγγραφείς είτε ως αναγνώστες, δηλαδή ως συν-δημιουργοί τους. Γράφουμε για τους άλλους κι έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας. Και μνημονεύοντας για άλλη μια φορά τον Δ. Ραυτόπουλο, η λογοτεχνία του εμφυλίου στο μεγαλύτερο μέρος της είναι «αιρετική, απομυθευτική, αντιηρωική, ακόμα και αποκαλυπτική» (Εμφύλιος και Λογοτεχνία).
Ο Αυδίκος στήνει τη δική του σκηνοθεσία και επιστρέφει εβδομήντα χρόνια πριν, για να σπάσει τη σιωπή. Γιατί η σιωπή είναι η αρχή της ήττας. Γράφουμε για να σπάσουμε τη σιωπή. Γράφουμε για να θυμηθούμε. Γράφουμε για να διασώσουμε τη μνήμη.
Με αφήγηση που εναλλάσσεται ανάμεσα σε πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη, ο Αυδίκος στήνει τη δική του σκηνοθεσία και επιστρέφει εβδομήντα χρόνια πριν, για να σπάσει τη σιωπή. Γιατί η σιωπή είναι η αρχή της ήττας. Γράφουμε για να σπάσουμε τη σιωπή. Γράφουμε για να θυμηθούμε. Γράφουμε για να διασώσουμε τη μνήμη. Των απλών ανθρώπων που η επίσημη ιστοριογραφία αγνοεί. Γιατί η σιωπή –ειδικά σε εποχές λήθης όπως η σημερινή– είναι λίβανος και σμύρνα προς τους κρατούντες. «Η μνήμη κάθε ανθρώπου είναι η ιδιωτική του λογοτεχνία» είπε κάποτε ο Άλντους Χάξλεϋ. Μια ιδιωτική λογοτεχνία που χωράει τον καθένα. Μια «δημόσια ιστορία» άλλωστε δεν είναι και η λογοτεχνία που επιχειρεί μέσω του Λόγου να αποδώσει «ιστορική δικαιοσύνη»; Με το να καθιστά αναγνώσιμα τα δεινά των θυτών και των θυμάτων (τα όρια, δυσδιάκριτα), ο συγγραφέας συμβάλλει σε μια μετατραυματική προοπτική ιστορικής αυτογνωσίας, κάθαρσης και επούλωσης. Εμείς, ως αναγνώστες καλούμαστε να αλληλεπιδράσουμε με το κείμενο και να το νοηματοδοτήσουμε εκ νέου. Να αποκαλύψουμε τις προοπτικές του.
Μέχρι σήμερα αντιμετωπίζαμε την ιστορία ως πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία. Με το βιβλίο του Αυδίκου, η λογοτεχνία γίνεται μαρτυρία μείζονος ιστορικής σπουδαιότητας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, και ο μυθιστοριογράφος είναι ένας ιστορικός της εποχής του, και το μυθιστόρημα (όχι μόνο το ιστορικό) η μυθιστοριοποίηση της ιστορίας.
Το μυθιστόρημα, όπως και κάθε έργο γενικότερα, πέρα από την επιτυχή αναβίωση μιας περιόδου, δικαιώνεται μόνο στον βαθμό που μπορεί να απευθυνθεί κατά τρόπο ουσιαστικό στον αναγνώστη μεταγενέστερων χρονικών περιόδων. Αυτό συμβαίνει όταν θίγει διαχρονικά προβλήματα, ανατέμνει σε βάθος ανθρώπινους χαρακτήρες, προβάλλει αξίες και ιδανικά άφθαρτα ή πάντως επίκαιρα για κάποιες εποχές. Όταν, τέλος, ο αναγνώστης στο κείμενο θα αναγνωρίσει αναλογίες και αντιστοιχίες με τα προβλήματα και τις αναζητήσεις της δικής του κοινωνίας, της δικής του εποχής. Με αυτά τα μέτρα, το έργο του Αυδίκου δικαιώνει απόλυτα τις προθέσεις του δημιουργού του.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.