Για τη συλλογή διηγημάτων του Διονύση Μαρίνου «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ποιος είναι ο Διονύσης Μαρίνος; Είναι ο ίδιος των δύο μυθιστορημάτων του και της μίας νουβέλας του; Είναι ο ίδιος της ποίησής του; Είναι το πέμπτο του βιβλίο ίδιο με τα προηγούμενα;
Όχι ακριβώς. Καταρχήν, το διήγημα ως είδος παραμερίζει τα στοιχεία εκείνα που φαίνονται σημαντικά στη μεγάλη φόρμα κι επιζητεί την πυκνότητα και τη γλωσσική ευστοχία. Κι ο Διονύσης Μαρίνος καταφέρνει να αποδώσει με εύστοχη εστίαση –σε καθένα από τα δεκαεννέα διηγήματά του– το στίγμα της οικογένειας, που απειλείται από αδιόρατους κινδύνους και ρωγμές που καραδοκούν να ανατινάξουν την επιφανειακή ομαλότητα. Αυτό το στίγμα είναι σαφές σε όλα τα κείμενα του τόμου, τα οποία συστήνουν ένα δίχτυ τριγμών, κλονισμών και σιωπών.
Στο κέντρο τους είναι η οικογένεια όπως την ξέρουμε... Τα θέματα του βιβλίου μοιάζουν στην αρχή κοινότοπα και συνηθισμένα. Φαίνονται να επιστρέφουν το μυαλό του αναγνώστη σε εποχές όπου τα μυστικά της οικογένειας δεν έπρεπε να βγαίνουν στο φως κι η αξιοπρέπεια ήταν η επιχρισμένη επιφάνεια ενός υγρού τάφου. Κι όμως ο διηγηματογράφος καταφέρνει σταδιακά να κερδίσει την προσοχή μας, επειδή παίρνει αυτό το πολυφορεμένο ρούχο και το ξαναράβει με αξιοπρόσεκτη δεξιότητα.
Η οπτική γωνία του εκάστοτε αφηγητή αποκαλύπτει μια φυσιολογική κατάσταση, η οποία διαρρηγνύεται από εξωλογικές εμφανίσεις. Εκεί ξεπροβάλλει το άλογο, το οποίο ενίοτε μοιάζει καφκικά ακατανόητο, απρόοπτο, λανθάνον, αλλά συνάμα απειλητικό, επικίνδυνο, ανισόρροπο, εκφοβιστικό.
Αυτή η δεξιότητα εκτιμάται από όποιον καταλάβει ότι τα διηγήματα της συλλογής συναρμόζουν το ρεαλιστικό, το άλογο και το συμβολικό. Το πρώτο αφορά στον κοινό παρονομαστή τους που σχετίζεται με την απώλεια, τον θάνατο, τις σχέσεις των ανθρώπων, τα πάθη, τα μίση, τις έριδες, τις ανείπωτες έχθρες, τις σημαίνουσες σιωπές, τις βουβές κραυγές κ.λπ. Η οπτική γωνία του εκάστοτε αφηγητή αποκαλύπτει μια φυσιολογική κατάσταση, η οποία διαρρηγνύεται από εξωλογικές εμφανίσεις. Εκεί ξεπροβάλλει το άλογο, το οποίο ενίοτε μοιάζει καφκικά ακατανόητο, απρόοπτο, λανθάνον, αλλά συνάμα απειλητικό, επικίνδυνο, ανισόρροπο, εκφοβιστικό. Άλλοτε παίρνει τη μορφή της τρέλας κι άλλοτε ενός ασύλληπτου βόμβου, ενός τρακαρίσματος χωρίς θύμα, μιας αιφνίδιας παρουσίας που δεν εξηγείται, κι έτσι δονεί την ατμόσφαιρα με την απειλητική του φύση.
Κι ανάμεσα σε αυτά εμφιλοχωρεί το συμβολικό που δίνει υπόσταση στα ρεαλιστικά δεδομένα, ανάγοντάς τα στη σφαίρα μιας δεύτερης πραγματικότητας. Το βαθούλωμα στο στρώμα υποδεικνύει την απουσία της γυναίκας που δεν υπάρχει πια, ενώ το βαθούλωμα στο αυτοκίνητο υπονοεί κάτι το απερίγραπτο που έρχεται να συγκρουστεί με την καθημερινότητα. Με άλλα λόγια το περιστατικό που έρχεται ολόσωμο από τη βιωμένη πραγματικότητα του καθενός παίρνει σε μερικά διηγήματα τον χαρακτήρα συμβόλου και ανάγεται στο επίπεδο της επισήμανσης μιας βαθύτερης δομής.
Αυτό που ίσως εισπράττει ο αναγνώστης από την ώσμωση πραγματικού, αλλόκοτου και συμβολικού είναι καταρχάς ο κλονισμός της αρραγούς συνοχής της σύγχρονης οικογένειας. Η εξωτερική, πιθανόν ευπρεπής εικόνα κρύβει υπόγειες ρωγμές, καταστάσεις τρέλας, χάσματα που μεγαλώνουν, ενοχές για σχέσεις που δεν είναι άρτιες και αρμονικές. Σε δεύτερο επίπεδο ο κλονισμός αυτός δεν οφείλεται σε διαφυλικές συγκρούσεις αλλά σε εγγενείς του θεσμού τριγμούς που δεν μπορούν να αποφευχθούν, που συνδέονται με την ανθρώπινη φθορά, με το βάρος της συγγένειας και με το άχθος της υποχρεωτικής αγάπης. Και μέσα απ' αυτές τις συνθήκες προβάλλει μια αυτοκαταστροφική μανία, η οποία προκύπτει ως απόρροια μιας βαθύτερης (άλογης) ορμής των ανθρώπων να σμπαραλιάσουν το ασφυκτικό πλαίσιο του βρόγχου.
Για να θεωρηθεί όλη αυτή η πραγμάτευση λογοτεχνία, πρέπει ο συγγραφέας να της δώσει το κατάλληλο ύφος, κατάλληλο για το είδος και για το θέμα. Κι ο Διονύσης Μαρίνος επενδύει στο μεστό, στο καίριο, στο περιεκτικό, αποσπά από τις λέξεις τη σιωπή τους κι από την αφήγηση το λέγειν της. Οι φράσεις κινούνται κι αυτές ανάμεσα στη σαφήνεια της κυριολεξίας και στην υπαινικτικότητα της πλαγιοκόπησης. Μ' αυτόν τον τρόπο, κάθε διήγημα αποκτά αυτονομία, βάθος κι αναγνωστικό βάρος που τέμνει το φρικτό με συμβολικούς αποήχους.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.