Για τη συλλογή διηγημάτων της Καλλιρρόης Παρούση «Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα» (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Κ. Ψάλτη
Η απορία που είχα όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο ήταν γιατί θα έπρεπε να μιλάμε για τα πεύκα. Όχι για τα πλατάνια, όχι για τις συκιές, όχι για τις ελιές. Για τα πεύκα. Τι επιτέλους συμβολίζουν που είναι τόσο σημαντικό ώστε θα έπρεπε διαρκώς έστω ένας να μιλάει γι' αυτά; Δίνουν σκιά, γι’ αυτό, μίλησαν και μιλάνε πολλοί. Κι είναι εύφλεκτα. Για το τζάκι, το ξύλο τους είναι σχετικά φτηνό. Και εύοσμο. Κι έχουν πευκοβελόνες, που είναι ανωφελείς κι επικίνδυνες ως εύφλεκτες.
Το ερώτημα του τίτλου εμφανίζεται σε ένα διήγημα του βιβλίου: «Παρατηρούσε το δρόμο. Οι φίλοι, οι πλατείες, τα καφενεία, όλος ο κόσμος που απλώς υπάρχει και συζητά για τα καθημερινά πράγματα, για την τιμή του κρέατος και της βενζίνης και τα κόκκινα δάνεια και το ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση και τα πεύκα, φυσικά, για τα πεύκα που μένουν πάντα ακίνητα, μέσα στη δροσιά και στις σκιές τους. Γιατί κανείς δε μιλάει για τα πεύκα;».
Δέκα διηγήματα, με τουλάχιστον δύο αφηγητές το καθένα, οι οποίοι δεν μας δίνουν τα βιώματά τους αλλά τη δυνατότητα να τους παρατηρούμε. Μας έχουν παρέα μαζί τους, μας πάνε μπρος-πίσω στον χρόνο.
Η Καλλιρρόη Παρούση αναφέρει πεύκα ή πευκοβελόνες σε σχεδόν όλα τα διηγήματα του βιβλίου. Είναι το πρώτο που εκδίδει, μία συλλογή διηγημάτων που συνδέονται μεταξύ τους με τα πεύκα και με την αγωνία της συγγραφέα για την κοινωνία, για τις πραγματικότητες, και για τις δυνατότητες οραματισμού μιας εντελώς διαφορετικής κοινωνίας. Δέκα διηγήματα, με τουλάχιστον δύο αφηγητές το καθένα, οι οποίοι δεν μας δίνουν τα βιώματά τους αλλά τη δυνατότητα να τους παρατηρούμε. Μας έχουν παρέα μαζί τους, μας πάνε μπρος-πίσω στον χρόνο.
Σε μία κάμερα μπροστά γίνονται όλα, που ζουμάρει σε πρωταγωνιστές της ίδιας ιστορίας. Σκυταλοδρομία χωρίς αγωνία μήπως πέσει η σκυτάλη. Όσα έχουν ζήσει είναι γεγονότα αδιάφορα, η Παρούση εστιάζει στο πώς αντέδρασαν σε αυτά. Ιστορίες για πετυχημένους υπάλληλους, για τύπους εναλλακτικούς, για ψαγμένους, για μπερδεμένους, καταπιεσμένους, εγκλωβισμένους, οραματιστές, παρατημένους και παραιτημένους. Με την αίσθηση του χρόνου που περνάει, για ανθρώπους που ξεκινούσαν τη ζωή τους και τώρα έχει αυτή προχωρήσει.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αναφορά σε έναν ζωγράφο που καθαρίζει τα πινέλα του τόσο πολύ, με χαρτιά, με νέφτι, και με τόσο νερό, ώστε στο τέλος χρησιμοποιεί πράσινο σαπούνι για να ξεπλυθεί η ύστερη ελπίδα των χρωμάτων να αναπαραστήσουν τη στιγμή και την αλήθεια, τόσο που τελικά καθαρίζονται και μένει μόνο η μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού.
Και τι αντίφαση, στο διήγημα «Το ποδήλατο» μεταξύ του ονόματος της πρωταγωνίστριας «Μυρτώ» και της πρώτης φράσης του: «Έφυγε παίρνοντας μαζί του τη μελαγχολική μυρωδιά ενός πρόωρα κομμένου λουλουδιού». Ακούγεται τόσο όμορφα η λέξη «μυρτώ», όμως ετυμολογείται ως δριμεία και ως πικρή. Ο εραστής της πιστεύει ότι ένα ποδήλατο μάρκας Raleigh του 1968 «είναι ο δρόμος προς την ελευθερία, προς την εξοχή, την επαρχία, την ησυχία». Χωριά χωρίς τρελό δεν υπάρχουν. Και σ’ αυτά χρειάζονται έστω ελάχιστοι Νόμοι. Ίσως κάποτε μπορέσουμε να φτάσουμε σε κοινωνίες που δεν θα χρειάζονται πολιτικές παρεμβάσεις κι οι άνθρωποι θα έχουν ανεξαρτησία και αυτονομία και ο τρελός του χωριού θα «καλύπτει τις λακκούβες του δρόμου με τσιμέντο ταχείας πήξεως το βράδυ, κάθε βράδυ». Κι επειδή ο τρελός είναι τρελός, η Μυρτώ δικαιούται να του ζητήσει μια γέφυρα να τη διασχίζει με τον εραστή της προς την ελευθερία. Όμως οφείλει να προσέχει, να μην σβήνει τα τσιγάρα της χάμω, διότι η περιοχή είναι γεμάτη πεύκα.
Ίσως κάποτε μπορέσουμε να φτάσουμε σε κοινωνίες που δεν θα χρειάζονται πολιτικές παρεμβάσεις κι οι άνθρωποι θα έχουν ανεξαρτησία και αυτονομία και ο τρελός του χωριού θα «καλύπτει τις λακκούβες του δρόμου με τσιμέντο ταχείας πήξεως το βράδυ, κάθε βράδυ».
Όμως, τι γίνεται όταν «οι λόγχες του ήλιου ανάμεσα απ’ τις πευκοβελόνες διαπερνούν το τζάμι και λαβώνουν μοιραία τη λευκή σελίδα»; Πώς γίνεται μετά από μία τέτοια εμπειρία να παραμείνει ένας συγγραφέας αθώος; Πώς γίνεται να μην αναλάβει την ευθύνη για όλους;
Ίσως το κλειδί του βιβλίου, του τίτλου, βρίσκεται στο τελευταίο διήγημα. Η τελευταία του φράση είναι: «ποτέ δεν έδωσα σε κανέναν να διαβάσει τα "Πεύκα" και να έρθει σε επαφή με τις σκόρπιες και παράλογες ιστορίες αυτού του μικρού σημειωματάριου». Το εν λόγω σημειωματάριο το βρήκε ένας ήρωας του διηγήματος. Είναι γενναιόδωρη η Καλλιρρόη Παρούση. Αναγνωρίζει ότι συνεχίζει από εκεί που δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν άλλοι συγγραφείς.
Ο συγκεκριμένος, ο Γιώργος, «Στάθηκε ακίνητος ανάμεσα στα πεύκα κοιτάζοντας το κενό, οι φωνές από μακριά έφταναν στ’ αυτιά του σαν ψίθυρος, δεν είχε κουράγιο να επιστρέψει στη μάχη κι όλο έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του ‘η μόνη τιμή που αρμόζει στον ένοπλο αντάρτη είναι η διαρκής εξέγερση’, και οι φωνές από μακριά όλο και πλησίαζαν με συνθήματα ‘φασίστες, πίσω στις τρύπες σας, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες, αντίσταση, αντίσταση, αντίσταση’, όμως το μόνο που ήθελε πραγματικά ύστερα από τόση κούραση και φόβο και αγωνία ήταν να διαβάσει ένα βιβλίο κάτω από ένα πεύκο».
«Κι έτσι θα μένουν τα μακρινά αστέρια αθάνατα, κι ο ουρανός ο μαγικός μανδύας θα σκεπάσει όλη την πόλη, θα σκεπάσει την πόλη και θα γεμίσει φως, και το φως θα διώξει κάθε εφήμερη σκιά, και οι σκιές θα παραδοθούν όλες στην ησυχία της μέρας, και οι λόγχες του ήλιου ανάμεσα απ’ τις πευκοβελόνες θα διαπερνούν το τζάμι και θα λαβώνουν μοιραία τις λευκές σελίδες, και θα τραβήξει ο κόσμος τις κουρτίνες και θα ανοίξει τα παντζούρια, και το φως θα πλημμυρίσει το χώρο, κι εγώ, ακίνητος, ύστερα από τη μάχη, θα καθίσω κάτω από ένα πεύκο και θα διαβάσω ένα βιβλίο».
* Το κείμενο είναι η ομιλία του Γιώργου Κ. Ψάλτη στη σειρά εκδηλώσεων Booknotes, στο Jazz Point, 7 Νοεμβρίου 2017.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΨΑΛΤΗΣ είναι ποιητής.
Κανείς δε μιλάει για τα πεύκα
Καλλιρρόη Παρούση
Κέδρος 2016
Σελ. 168, τιμή εκδότη €11,00