Για τις νουβέλες του Μιχάλη Μακρόπουλου «Τσότσηγια & Ω’μ» (εκδ. Κίχλη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος ζει ως μεταφραστής, με πλήθος τίτλων στο ενεργητικό του· αλλά η συμβολή του στα γράμματα περιλαμβάνει και την πεζογραφία, στην οποία μάλιστα έχει να επιδείξει ιδιαίτερα γόνιμους καρπούς. Το δέντρο του Ιούδα λόγου χάρη, για να μιλήσω μόνο για το προηγούμενο βιβλίο του, έδενε το σκληρό ορεινό τοπίο της Ηπείρου με τη νοοτροπία και συμπεριφορά των κατοίκων της, που σιωπούν ακόμα και μπροστά στον φόνο. Στον παρόντα τόμο έχουμε δυο νουβέλες, μία σε σχήμα παραμυθιού και μία σε μυθοπλασίας.
Οι σκληρές αλήθειες των παραμυθιών
Ο Μακρόπουλος φτιάχνει ένα άχρονο και άτοπο πλαίσιο, όπου τα πάντα είναι συγκεκριμένα και μαζί διαχρονικά, λέει σκληρές αλήθειες και συνάμα τις υγραίνει με την αύρα του μύθου [...] με μια γλώσσα «ευσπλαχνική», που μπορεί να προβάλλει ποιητικά ό,τι ωμό, στυγνό κι ανείπωτο συμβαίνει στην πραγματική ζωή.
Στα παραμύθια λέγονται οι πιο σκληρές αλήθειες, αλλά, επειδή καλύπτονται από την αχλή ενός κόσμου μακρινού και άχρονου, δεν πονάνε πολύ. Εκεί μέσα συναντώνται φόνοι, αδικίες, οικογενειακά προβλήματα, μοχθηρές πράξεις, επιβουλές κ.ά., αλλά μέσα στο πλαίσιο της μυθικής ατμόσφαιρας και του επιδιωκόμενου διδάγματος η οξεία σοκαριστική απήχησή τους μετριάζεται.
Ο Μακρόπουλος, λοιπόν, παίρνει το καλούπι του παραμυθιού και γράφει μια νουβέλα, ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά. Τι κερδίζει μ’ αυτόν τον τρόπο; Φτιάχνει ένα άχρονο και άτοπο πλαίσιο, όπου τα πάντα είναι συγκεκριμένα και μαζί διαχρονικά, λέει σκληρές αλήθειες και συνάμα τις υγραίνει με την αύρα του μύθου, ώστε να γίνουν πιο μαλακές κι εύπεπτες, και τέλος χρησιμοποιεί τη γλώσσα του παραμυθιού, μια γλώσσα «ευσπλαχνική», που μπορεί να προβάλλει ποιητικά ό,τι ωμό, στυγνό κι ανείπωτο συμβαίνει στην πραγματική ζωή.
Η πρώτη νουβέλα «Τσότσηγια» τιτλοφορείται από το όνομα της λιλιπούτειας ηρωίδας, δυο δυόμιση σπιθαμών. Η μητέρα της η Κατερίνα τη γέννησε κρυφά από τον άνδρα της και τον μεγάλο γιο του, που την κακομεταχειρίζονται. Απομονώνεται, λοιπόν, στο παράσπιτο που έχει για μαγερειό κι εκεί βρίσκει την ησυχία της, εκεί γεννά την Τσότσηγια κι εκεί τη μεγαλώνει. Βέβαια, όπως σε όλα τα παραμύθια, το άλογο στοιχείο βρίσκει χώρο να παρεισφρήσει κι σε αυτή την περίπτωση αντιπροσωπεύεται από το πολύ μικρό μέγεθος της τοσοδούλας, η οποία ακόμα και έξι χρονών δεν ξεπερνά τους πενήντα πόντους. Η δύναμή της έγκειται στη μαγεία που ασκεί στα ζώα, όποια τυχαίνει να βρίσκονται στην εμβέλειά της, από τα έντομα ώς τα πουλιά.
Η νουβέλα συνομιλεί με το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Τοσοδούλα», αλλά εξελίσσεται στην τραγικότητά της με άλλον τρόπο. Η Κατερίνα υφίσταται την ενδοοικογενειακή βία, μια ανήμπορη φοβισμένη γυναίκα που ήλθε από τους Άγιους Σαράντα. Η υπομονή και η σιωπή της είναι οι μόνες δυνάμεις που την προφυλάσσουν· και φυσικά η Τσότσηγια (αλήθεια, υπάρχει η Τσότσηγια;), που της δίνει ένα νόημα, έναν σκοπό στη δυστυχισμένη ζωή της. Κι όταν πρέπει να εξηγηθούν πράγματα, πάλι με παραμύθι η Κατερίνα παραλληλίζει τους άνδρες του σπιτιού με δράκους, που απειλούν να κατασπαράξουν το μικρό πλασματάκι. Κι όταν αποφασίζει να δραπετεύσει, πάλι με τον τρόπο του φανταστικού, μια νεράιδα τη βοηθάει μέσα στα κρύα και τα χιόνια.
Ο ωμός ρεαλισμός της βίας και της σκληρής πραγματικότητας βρίσκει διεξόδους στο παραμύθι, βρίσκει δρόμους διαφυγής, βρίσκει τα όπλα του εξωλογικού για να αλλάξει τις ισορροπίες.
Η γέννηση της αφήγησης
Η δεύτερη νουβέλα διαδραματίζεται στην προϊστορική εποχή, όταν ο homo sapiens διαγκωνίζεται τόσο με τη φύση όσο και με τον Νεάντερταλ. Ήρωας είναι ο Ω’μ (που θυμίζει τη λατινική λέξη homo για τον άνθρωπο) ο οποίος μένει σε μια ορεινή σπηλιά, καθώς το πληγωμένο πόδι του δεν θα τον βοηθούσε να συνοδεύσει τους συντρόφους του, που φεύγουν για πιο ευμενή κλίματα. Κι έτσι μέσα στον χειμώνα, μόνος κι έρημος, σακάτης κι αδύναμος, συγκρούεται με τη φύση, την πείνα, τα ζώα, τους πρωτόγονους «ρωμαλέους ανθρώπους», τον ίδιο τον θάνατο – και τους νικάει.
Η πρωτόγονη ζωγραφιά είναι η πρώτη αφήγηση, που καταφέρνει να αισθητοποιήσει φόβους και όνειρα, εφιάλτες και ελπίδες. Είναι η γέννηση της τέχνης που έρχεται να μετατρέψει τον αγώνα της επιβίωσης σε πολιτισμό.
Ο φόβος του θανάτου, που ο Ω’μ τον φαντάζεται μισό άνθρωπο και μισό αίγαγρο, κι η υπέρβασή του ώθησαν την ανθρωπότητα στις πρώτες βραχογραφίες. Αυτές απορρέουν από την αυτοσυνειδησία του ατόμου, την ανάγκη του να ξορκίσει το κακό, να αναπαραστήσει τον τρόπο ανεύρεσης τροφής και έτσι να τον κάνει πιο οικείο, πιο εύκολο, πιο προσιτό. Η πρωτόγονη ζωγραφιά είναι η πρώτη αφήγηση, που καταφέρνει να αισθητοποιήσει φόβους και όνειρα, εφιάλτες και ελπίδες. Είναι η γέννηση της τέχνης που έρχεται να μετατρέψει τον αγώνα της επιβίωσης σε πολιτισμό, με αποτέλεσμα να διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα.
Σ’ αυτό συντείνει και η έμπνευση του Μακρόπουλου να αντιπαραβάλει τον σκεπτόμενο άνθρωπο, τον homo sapiens, με τον μακρινό αλλά ζωώδη ξάδελφό του, τον Νεάντερταλ, που επικοινωνεί με ημι-άναρθρες κραυγές, που ξέρει να κυνηγά και καταφέρνει να επιβιώνει, αλλά δεν μπορεί να αρθεί σε ένα πιο προηγμένο επίπεδο. Ακόμα όμως κι αυτός ξεχωρίζει από τα άψυχα ζώα, καθώς αρέσκεται σε ιστορίες γύρω από τη φωτιά, γεγονός που δείχνει ότι ο πολιτισμός ξεκινά από τη μετατροπή της ζωής σε αφήγηση.
Οι δύο ιστορίες δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση. Η μία είναι παραμύθι, η άλλη μυθοπλαστική αφήγηση. Η μία αναφέρεται στην ενδοοικογενειακή βία, η άλλη στον αγώνα του ανθρώπου με τη φύση. Κι όμως, πέρα από τη γλώσσα, που ντύνει ζεστά την Τσότσηγια και τον Ω’μ, και στις δύο νουβέλες ο άνθρωπος καταφεύγει στη φαντασία για να βρει αποκούμπι και διέξοδο από την ανηλεή πραγματικότητα που ζει. Η ουτοπία-δυστοπία του παραμυθιού, η αλληγορία του και το συμβολικό πλαίσιό του βοηθά την Κατερίνα να εξηγεί τον κόσμο και να τον κατεβάζει στα μέτρα της κόρης της, ενώ η αφήγηση και η ζωγραφική εξιστόρηση κάνει τον Ω’μ εισηγητή ενός νέου τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος κατορθώνει να ξεπερνά τους φόβους του.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ