Για το μυθιστόρημα του Νίκου Μάντη Οι τυφλοί (εκδ. Καστανιώτης).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο Νίκος Μάντης παίρνει τα είδη του μυθιστορήματος και τα αναδομεί, προκειμένου να τα παρωδήσει, να τα επανακαθορίσει και δη να τα επικαιροποιήσει. Στη βραβευμένη Άγρια Ακρόπολη το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας ξαναγράφεται με όρους πολιτικής αλληγορίας, ενώ τώρα στο μυθιστόρημα Οι Τυφλοί το πολιτικό μυθιστόρημα μπολιάζεται με τις θεωρίες συνωμοσίας και την περιπέτεια της αναζήτησης. Έτσι, διαβάζει κανείς με ανανεωμένο ενδιαφέρον ένα πολυκαιρισμένο είδος, του οποίου η υφή αναδομείται με μπορχεσιανό τρόπο και γίνεται μαζί παιχνίδι μυθοπλασίας και περιπέτεια της ανεύρετης αλήθειας.
Το ογκώδες βιβλίο στην αρχή του άπτεται της επικαιρότητας: Στην Ελλάδα της οικονομικής ύφεσης, οι Αγανακτισμένοι του Συντάγματος συναντάνε τους ακροδεξιούς της Χρυσής Αυγής και οι διάφορες ερμηνείες της κρίσης με τις προτάσεις εξόδου από αυτήν (ως πολιτισμικό καρκίνωμα) διασταυρώνονται με θεωρίες συνωμοσίας, κρυμμένες αλήθειες και εθνικιστικές δοξασίες.
Οι τυφλοί είναι πάλι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όπως το Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί, αλλά αυτή τη φορά επενδύεται και με τη δομή του λαβύρινθου. Από την Ελλάδα του σήμερα και της οικονομικής κρίσης στη Δικτατορία των συνταγματαρχών κι έπειτα στη δεκαετία του ’80, όπου η τρομοκρατία βρίσκει τρόπο να κάνει εμφανή την παρουσία της. Κι αυτό το ευφυές αμάλγαμα αναδεικνύει τη μυθοπλαστική τέχνη σε κορυφαία έκφραση των ανησυχιών μας, με το μυθιστόρημα του Ν. Μάντη να αποτελεί έργο της εικοσαετίας που διανύουμε, καθώς εκφράζει με οικουμενικά υλικά το ελληνικό χάος.
Το Σύνταγμα των Αγανακτισμένων και των ακροδεξιών
Η είσοδος φέρνει τα πράγματα στο 2011, σημείο στο οποίο επιστρέφουμε στο τέλος, όταν φτάνουμε στην έξοδο από τον λαβύρινθο. Ο Ισίδωρος, άφραγκος ηθοποιός, ερωτεύεται τη Σοφία, η οποία εξαφανίζεται, αφήνοντάς του ένα σχέδιο με μινώταυρο και πολλά ερωτηματικά. Τότε ο πρωταγωνιστής συναντά τον εβδομηντάχρονο Κλεάνθη, πρώην λογοκριτή της δικτατορίας, που συλλέγει μανιωδώς στοιχεία και ειδικότερα αναζητά το νήμα πίσω από τον Βάσο Μεθενίτη, επικεφαλής μιας ακροδεξιάς παράταξης ονόματι «Διπλούς Πέλεκυς» και της ευρύτερης οργάνωσης που την περιβάλλει ονόματι «Ραδάμανθυς», νήμα που οδηγεί σε ένα «αόρατο» πρόσωπο ονόματι Γιώργος Καρζής. Η μυθολογία τίθεται στην υπηρεσία του εθνικισμού.
Το ογκώδες βιβλίο στην αρχή του άπτεται της επικαιρότητας, καθώς εντάσσεται στην Ελλάδα της οικονομικής ύφεσης, όπου οι Αγανακτισμένοι του Συντάγματος συναντάνε τους ακροδεξιούς της Χρυσής Αυγής και οι διάφορες ερμηνείες της κρίσης με τις προτάσεις εξόδου από αυτήν (ως πολιτισμικό καρκίνωμα) διασταυρώνονται με θεωρίες συνωμοσίας, κρυμμένες αλήθειες και εθνικιστικές δοξασίες. Ο λαβύρινθος αυτός, πραγματικός στον χώρο της Αθήνας, ιδεολογικός στο μυαλό των ανθρώπων, συμβολικός στο χάος των ιδεών και ιδεολογιών, συνθέτει πολυπρισματικά το μυθιστόρημα του Ν. Μάντη, συνδέοντας οργανικά το μέσα (ενδολογοτεχνικό) με το έξω (εξωλογοτεχνικό), τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα, το ομοίωμα με το πρωτότυπο.
Ο λαβύρινθος επενδύει, με ένα σχήμα αφήγησης αλλά και με ένα σύμβολο, την ιστορία από έξω προς τα μέσα κι από το κέντρο προς την έξοδο. Κέντρο, σύμφωνα με την αρχιτεκτονική δομή του έργου, είναι η πλατεία Συντάγματος, ειδικά την περίοδο της δικτατορίας, όταν ο εύζωνας Γιώργος Καρζής ή Κατσής είναι συνάμα κολώνα του καθεστώτος και εραστής της ηθοποιού Δωροθέας Κλήμη, μητέρας του Βάσου Μεθενίτη, μετέπειτα αρχηγού του «Διπλού πελέκεως». Κι αυτός, όπως όλα δείχνουν, είναι το κλειδί της υπόθεσης, ένας Μινώταυρος ο οποίος στέκει στο κέντρο περιμένοντας τα θύματά του, ένας χαρισματικός άνθρωπος με τηλεπαθητικές ικανότητες που διατρέχει τον χρόνο και την Ιστορία.
Καθώς ξετυλίγεται ο μίτος της ιστορίας, διαπιστώνουμε ότι στην αρχή επικρατεί η εικόνα του διχασμού ανάμεσα στα ακροδεξιά στοιχεία και τους αντιπάλους τους, όπως φαίνεται και στα διφορούμενα μηνύματα που κουβαλά το «Ελληνικό κλέος», η παράσταση που ανέβασε η Κλήμη το 1972, παράσταση μισή αντικαθεστωτική από την πένα του άντρα της Βάρδακα και μισή εθνικιστική με την παρέμβαση του γιου της. Το ίδιο σημαίνει και η αναφορά στον Εμφύλιο όπου οι εθνικόφρονες διώκουν τους αντάρτες, οι οποίοι στρατολογούν με τη βία νεαρούς εφήβους. Κι από εκεί ξαναφτάνουμε στο σήμερα, όπου το ελληνικό κλέος παίζεται στην πλατεία Συντάγματος, η οποία είναι μισή αριστερή-αριστερίστικη και μισή μετριοπαθής ή δεξιά έως άκρα δεξιά. Ο λαβύρινθος των ιδεών και των τάσεων θέλει τους Έλληνες θυσία στον μινώταυρο της διχαστικής πολιτικής.
Τρομοκρατία, χούντα και παραισθήσεις
Βγαίνοντας από το κέντρο, συναντάμε τον Νέιτ Λάμπερτ, που εργάζεται για το ΔΝΤ εν έτει 1985 και βρίσκεται σε ένα κυκλαδίτικο νησί, αναζητώντας τα αίτια της δολοφονίας του πατέρα του, που μάλλον οφείλονται στην ακροαριστερή τρομοκρατία της εποχής. Και κοντά στην έξοδο ξαναγυρίζουμε στον Ισίδωρο που μαζί με τον Κλεάνθη κατεβαίνουν στις υπόγειες σήραγγες της Αθήνας. Εκεί μέσα συναντάνε έναν λαβύρινθο διαδρόμων και τούνελ, μέχρι που βρίσκουν μια φυλή νάνων, οι οποίοι έχουν κλειστά τα μάτια σε μια εκούσια τύφλωση και υπηρετούν έναν άνθρωπο-βασιλιά, ο οποίος είναι ο Γιώργος Καρζής!
O Νίκος Μάντης |
Ολόκληρο το «μαντικό» κατασκεύασμα είναι μια δαιδαλώδης δομή που ακολουθεί τα χνάρια του μεγάλου αρχιτέκτονα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Πολιτικό, αστυνομικό, υπαρξιακό, συνωμοσιολογικό, περιπετειώδες, χτίζει ιστορίες μέσα σε ιστορίες και παράλληλα σύμπαντα κάτω από τα επίκαιρα γεγονότα. Δεν είναι μόνο η λαβυρινθώδης πολυπλοκότητα, αλλά και η ένθεση του ενός κόσμου μέσα στον άλλο, σε βαθμό που να μην καταλαβαίνεις τι είναι πραγματικότητα και τι ψευδαίσθηση, ειδικά όταν μερικά απ’ όσα παρακολουθείς μέσα από την οπτική γωνία κάποιου ήρωα δεν ξέρεις αν είναι αυταπάτη, παραίσθηση από ένα ναρκωτικό που λέγεται «άκυθος» ή βιωμένη πραγματικότητα.
Οι παράλληλοι κόσμοι, η σύγχυση πραγματικού και φανταστικού, οι πολλαπλοί διάδρομοι αφήγησης που σταματάνε ή συνεχίζονται σε άλλες αφηγήσεις, οι πολλαπλοί αφηγητές και οπτικές γωνίες, οι ορατοί και αόρατοι λαβύρινθοι, τα αδιέξοδα, τα ανύπαρκτα κέντρα και τα διαφυγόντα νοήματα. Έτσι, σε ένα μεταμοντέρνο σύμπαν με σαφή περιγράμματα και ασαφή όρια, με ορατά σημαίνοντα αλλά αόρατα σημαινόμενα, ο αναγνώστης αφενός περιηγείται σ’ αυτό χωρίς να νιώθει χαμένος κι αφετέρου αναζητεί τον ή τους μίτους ώστε να βρει το νόημα, τυφλός κι αυτός σε έναν ακατανόητο κόσμο. Ποιο το κέντρο της εθνικιστικής Ελλάδας, ποια σήραγγα το συνδέει με την αγλαή αρχαιότητα και τη σκοτεινή δικτατορία, ποια ιδεολογήματα οικοδομούν γύρω από πολλές εισόδους πλάνες προς την υπέρτατη αλήθεια; Πολλές φορές όσα φαίνονται σημεία ενός ατέλειωτου βιβλίου είναι μια αυταπάτη κι όσα εγγράφονται στους τοίχους της ύπαρξής μας είναι α-νόητα σημάδια της τύχης.
Η κάθοδος στα υπόγεια της πρωτεύουσας είναι μια ακόμα νέκυια, όπου συναντάνε μια ολόκληρη φυλή τυφλών, όπως ο ομηρικός Οδυσσέας συνάντησε τους νεκρούς και τον τυφλό Τειρεσία. Τυφλοί είναι τελικά όσοι δεν βλέπουν τα νοήματα του κόσμου, όσοι παραπλανούνται από την προπαγάνδα της εξουσίας, όσοι περιπλανώνται στους λαβυρίνθους και δεν ξεχωρίζουν τους διαδρόμους που οδηγούν στην έξοδο από τους άλλους που οδηγούν σε αδιέξοδα.
Αυτός ο μυθιστορηματικός κόσμος στηρίζεται σε μερικά αναγνωρίσιμα σημάδια, που μπορούν –έστω και άτολμα– να γίνουν οδηγοί πλεύσης. Καταρχάς, ο λαβύρινθος και όλες οι συνυποδηλώσεις του στους δρόμους της Αθήνας, στα υπόγεια περάσματά της, στο μυαλό των ανθρώπων όπου στροβιλίζονται οι σκέψεις τους κ.λπ., λαβύρινθος που αντικατοπτρίζει τη δυσκολία να φτάσει κανείς κάπου, τον πολύπλοκο τρόπο προσέγγισης της αλήθειας, της σωτηρίας, της ουσίας και φυσικά απεικονίζει το «Βιβλίο των πάντων», την παγκόσμια εγκυκλοπαίδεια, πιο πολύ σαν παιχνίδι του νου παρά σαν ασφαλή δίοδο.
Σε δεύτερη μοίρα οι τυφλοί, όχι μόνο ως παραπομπή στον τυφλό δάσκαλο Μπόρχες, αλλά και στον ποιητή Όμηρο, όπως και σε αρχαίους μάντεις (ο Νίκος Μάντης στήνει μια σειρά τυφλών μάντεων και ξανασυστήνει το επίθετό του με μεταμοντέρνο τρόπο). Η κάθοδος στα υπόγεια της πρωτεύουσας είναι μια ακόμα νέκυια, όπου συναντάνε μια ολόκληρη φυλή τυφλών, όπως ο ομηρικός Οδυσσέας συνάντησε τους νεκρούς και τον τυφλό Τειρεσία. Τυφλοί είναι τελικά όσοι δεν βλέπουν τα νοήματα του κόσμου, όσοι παραπλανούνται από την προπαγάνδα της εξουσίας, όσοι περιπλανώνται στους λαβυρίνθους και δεν ξεχωρίζουν τους διαδρόμους που οδηγούν στην έξοδο από τους άλλους που οδηγούν σε αδιέξοδα.
Και κάπου εκεί οι εύζωνες, πολύσημο σημείο, εκπροσωπούν την αθάνατη ελληνική γενναιότητα, αλλά και την εθνοκαπηλεία των συνταγματαρχών, το ερωτικό πρότυπο του ψηλού γοητευτικού Έλληνα αλλά και το κιτς σύμβολο μιας εθνολαϊκής βιτρίνας. Στα σώματά τους και στα ρούχα τους προβάλλεται η Ελλάδα, αλλά και παρωδείται η εθνικιστική, χουντολαϊκίστικη νοοτροπία της ιδεώδους ελληνικότητας.
Πορείες, περιπλανήσεις και παραπλανήσεις
Μήπως τελικά δεν υπάρχει δεύτερο επίπεδο κάτω από τους διαδρόμους των λέξεων και τους καθρέφτες των εικόνων; Ή όλα αυτά οδηγούν τις ποικίλες αφηγηματικές αφετηρίες σε ένα προδιαγεγραμμένο τέλος; Ή μήπως η ανοικτότητα του κειμένου αφήνει τον αναγνώστη να περιηγηθεί και να νοηματοδοτήσει μόνος του τις άπειρες γαλαρίες; Κι αν αυτός τελικά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει κέντρο ούτε έξοδος κι όλα είναι παιχνίδια μυθοπλασίας και ανεύρετης αλήθειας;
Το σίγουρο είναι ότι ο Νίκος Μάντης δανείζεται, ανοιχτά ή κεκαλυμμένα, στοιχεία από μια διακειμενική δεξαμενή, από τον Όμηρο ώς τον Ουμπέρτο Έκο κι από τον Ιούλιο Βερν μέχρι τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, από τη μυθολογία ώς το διαδίκτυο κι από τον Λιακόπουλο μέχρι τις εθνικιστικές φυλλάδες, ώστε να τα χύσει σε ένα μεταμοντέρνο μίξερ και να τα αναμείξει σε μια σοφά «χτυπημένη» συνταγή. Η αφηγηματική του άνεση, η αρχιτεκτονική του δεξιότητα και η επινόηση δρόμων χωρίς διέξοδο ή παράλληλων κόσμων χωρίς μονοδιάστατη αντιστοιχία με τον δικό μας κάνει το μυθιστόρημά του εκθαμβωτικά λαμπερό και ερεθιστικά ανατροφοδοτούμενο.
Τελικά, τα πάντα βρίσκονται στον λαβύρινθο του μυαλού μας και τίποτα δεν μπορεί να βγει στο φως;
* Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Pablo Picasso, Τυφλός Μινώταυρος οδηγείται από τη Μαρία-Τεράζα μια αστρόφωτη νύχτα, 1934.
** Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.