Για το μυθιστόρημα της Χρυσοξένης Προκοπάκη Μια τυχαία Ιφιγένεια (εκδ. Στίξις).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Η τυχαία Ιφιγένεια του τίτλου στο νέο βιβλίο της Χρυσοξένης Προκοπάκη αποτελεί ένα ενδιαφέρον προσωπείο που λειτουργεί ως κεντρικός δίαυλος για την αποτύπωση της δημιουργικής διαχείρισης γενικών έως και κοινόχρηστων ζητημάτων, τα οποία στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης κειμενικής δομής αποκτούν ιδιαίτερο σημασιολογικό φορτίο.
Παράλληλα, η τυχαία Ιφιγένεια κατέχει δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους χαρακτήρες που διεκπεραιώνουν τη θεματική ανάπτυξη του βιβλίου. Ο Ιππόλυτος, ο Μάνος, η Μυρτώ, η Νίνα, ο Ηλίας, η Ιζαμπέλ πλαισιώνουν και ενισχύουν την κειμενική συμπεριφορά της Ιφιγένειας. Μαζί τους η μαμά και ο μπαμπάς της Ιφιγένειας, χωρίς αναφερόμενο όνομα, ως αρχετυπικοί παράγοντες κωδικοποίησης έντονου και ποικιλόμορφου συναισθηματικού φορτίου.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ιφιγένεια κατέχει την εστίαση στη δομή του κειμενικού κόσμου, την ποιότητα του οποίου ελέγχει το προσωπείο του συγγραφέα: πρόκειται για έναν χαρακτήρα-καταλύτη γένους θηλυκού με ομόλογη προς την Ιφιγένεια ισχύ.
[Ο συγγραφέας] ομολογεί την αυτοδυναμία του κειμενικού κόσμου που ο ίδιος δημιούργησε, ενώ παράλληλα προβαίνει και σε αναδρομικό έλεγχο του δικού του κειμενικού βίου, πράγμα που συμβάλλει στην αυτογνωσία του.
Ο συγγραφέας με αυτή τη μορφή παρίσταται ως δρων δημιουργός και ταυτόχρονα ως επίσης δρων χαρακτήρας του κειμενικού κόσμου, καλλιεργεί διαλεκτική σχέση πρωτίστως και κυρίως με την Ιφιγένεια και περαιτέρω με τα λοιπά πρόσωπα του βιβλίου, ελέγχει καταστάσεις, προλέγει αλλά και αποκρύπτει στοιχεία, εισακούεται αλλά και απορρίπτεται, χειραγωγεί αλλά και αποσύρει τη δεσμευτική εμπλοκή του. Εντέλει ομολογεί την αυτοδυναμία του κειμενικού κόσμου που ο ίδιος δημιούργησε, ενώ παράλληλα προβαίνει και σε αναδρομικό έλεγχο του δικού του κειμενικού βίου, πράγμα που συμβάλλει στην αυτογνωσία του.
Από την άλλη πλευρά, οι χαρακτήρες του βιβλίου αναγνωρίζουν αλλά και υπονομεύουν το κύρος του συγγραφέα, συχνά τον κατηγορούν για την προδιαγραφή της κειμενικής τους μοίρας, ενίοτε του αναθέτουν διεκπεραιωτικό ρόλο στις μεταξύ τους σχέσεις, άλλοτε αδιαφορούν γι’ αυτόν, εντέλει πάντως τον αποδέχονται σαν έναν από αυτούς, έστω και αν δεν τον χρειάζονται, και ακόμα περισσότερο: αισθάνονται υπεροχή ισχύος απέναντί του.
Όλη αυτή η κινητικότητα εξελίσσεται μέσα σε ένα σύνθετο σημασιολογικό πεδίο, που αποτελεί προϊόν διαχείρισης εννοιών, όπως είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις, τα διφυή αγάπη-έρως, μνήμη-λήθη, υποκειμενικό-αντικειμενικό, αλήθεια-ψεύδος, περαιτέρω: ο χρόνος, η ενοχή, η τύψη, το λάθος, η μοίρα, η απώλεια και η απουσία, η ζωή και ο θάνατος, η φθορά, ο φόβος, το όνειρο και ο εφιάλτης, η επιθυμία, η μοναξιά.
Aκολουθούμε την Ιφιγένεια καθώς παλινδρομεί στις συχνά σκοτεινές ατραπούς του προσωπικού και του κοινωνικού βίου, μέσα σε διελκυστίνδες αδιεξόδων, αμφιβολιών, αβεβαιοτήτων, διατηρώντας διαρκή διάλογο αντεγκλήσεων με το προσωπείο του συγγραφέα-δημιουργού της.
Με αυτές τις προϋποθέσεις αναγνωρίζουμε πολύμορφες σχέσεις στο πλαίσιο της οικογένειας και μοναχικούς ανθρώπους, ποικίλες εκδοχές για το σχήμα έρως-φιλία, αποσιωπήσεις και αποκαλύψεις, επιστροφές και αναχωρήσεις, χωρισμούς και επανασυνδέσεις, λεπτομέρειες για τη συγγραφική εργασία και για τη ζωγραφική, την (κειμενική) σχέση της μουσικής με τη μοίρα και με τον θάνατο, ή τη συνδηλωτική όσο και απροσδόκητη σχέση ανάμεσα στη σημειολογία των λουλουδιών (χρυσάνθεμα, ηλίανθοι, κίτρινα τριαντάφυλλα) και στο αναβράζον δισκίο για τον πονοκέφαλο, επίσης τα σχετικά με τον ηλικιωμένο σκύλο Λουί, το μαύρο γατί σαν δώρο γενεθλίων και τα λιονταρίσια πόδια του τραπεζιού «που κάποια στιγμή… θα ζωντανέψει, θα αποκτήσει κεφάλι, θα αρχίσει να βρυχάται και θα φύγει».
Κυρίως ακολουθούμε την Ιφιγένεια καθώς παλινδρομεί στις συχνά σκοτεινές ατραπούς του προσωπικού και του κοινωνικού βίου, μέσα σε διελκυστίνδες αδιεξόδων, αμφιβολιών, αβεβαιοτήτων, διατηρώντας διαρκή διάλογο αντεγκλήσεων με το προσωπείο του συγγραφέα-δημιουργού της, και με το βάρος των μυστικών, ενισχυμένο μάλιστα από το σημασιολογικό ισοδύναμο του ονόματός της και από τη συνεπαγόμενη προοπτική για την εξέλιξη της ζωής της, όπου εντάσσεται και η αίσθηση της θυσίας («Μία Ιφιγένεια δεν πεθαίνει έτσι εύκολα»). Με τον τρόπο αυτόν οδηγούμαστε και στην αναγνώριση της σχεδόν υπαρξιακής σχέσης ανάμεσα στην τυχαία Ιφιγένεια του τίτλου του βιβλίου και στην αρχετυπική πρόγονο Ιφιγένεια του κλασσικού προτύπου.
Η πολυεδρική πρισματικότητα της πρωτοπρόσωπης, συχνά απροσδόκητης αφήγησης από την οπτική των χαρακτήρων, με την αμεσότητα της προφορικής επικοινωνίας, σε συνδυασμό και με την οικονομία της αλληλογραφίας, αποτυπώνει τη σύνθεση μιας ενδιαφέρουσας συλλογής προσωπογραφιών.
Η πολυεδρική πρισματικότητα της πρωτοπρόσωπης, συχνά απροσδόκητης αφήγησης από την οπτική των χαρακτήρων (μεταξύ των οποίων βεβαίως και το προσωπείο του συγγραφέα), με την αμεσότητα της προφορικής επικοινωνίας, σε συνδυασμό και με την οικονομία της αλληλογραφίας, αποτυπώνει τη σύνθεση μιας ενδιαφέρουσας συλλογής προσωπογραφιών, οι οποίες αποδίδουν λεπτομέρειες από την υποκειμενική πραγματικότητα. Οι προσωπογραφίες ενισχύονται με στοιχεία από τοπία εξωτερικά, κυρίως αστικά, όπου εντοπίζουμε ποικίλα κτήρια (πολυκατοικίες με τις ταράτσες και τους ακάλυπτους χώρους, πατρικά σπίτια, εργασιακοί χώροι, κινηματογράφοι, ξενοδοχεία, το σούπερ μάρκετ, το ταχυδρομείο, σιδηροδρομικοί σταθμοί), καθώς και ποικίλα τοπόσημα (ο λόφος του Λυκαβηττού, ο τηλεφωνικός θάλαμος, η καφετέρια, το ανθοπωλείο).
Καθώς ανιχνεύουμε δεδομένα που προσδιορίζουν τον υφολογικό χαρακτήρα της αφήγησης, εντοπίζουμε παραδείγματα για την αφοριστική διατύπωση, όπως: «Το σπίτι μου μοιάζει με νεκροταφείο στιγμών», «Δανειζόμαστε τις μάσκες των ανθρώπων που μας καθορίζουν», «“Μονάχα τον πόνο δεν μπορείς να μοιραστείς με κανέναν. Είναι κατάδικός σου …” μου είχε πει ο πατέρας μου κάποτε».
Κυρίως η μεταγλωσσικότητα αναγνωρίζεται ως πρωτεύων υφολογικός μηχανισμός κατά την οργάνωση του υλικού του βιβλίου, στη διάσταση της αυτοαναφορικότητας της γραφής, όπως αποδίδεται με την κωδικοποίηση του συγγραφέα ως παράγοντος και ταυτοχρόνως ως δρώντος προσωπείου-χαρακτήρα του κειμενικού κόσμου.
«Δεν ήμουν άλλη μία Μαρία ή Ελένη, αλλά μια Ιφιγένεια που έπρεπε να δικαιολογεί συνεχώς την προέλευσή της, να χαίρεται για την ιδιαιτερότητά της και να είναι αντάξιά της. Όφειλα να γίνω κάτι ξεχωριστό ώστε να μην πάει στράφι το όνομα».
Παράλληλα, η μεταγλωσσικότητα ισχύει και στη διάσταση της αξιοποίησης γλωσσικών στοιχείων και φαινομένων ως υλικών για τη δόμηση του κειμενικού κόσμου, όπως αναγνωρίζουμε π.χ. στα αποσπάσματα: «Δεν ήμουν άλλη μία Μαρία ή Ελένη, αλλά μια Ιφιγένεια που έπρεπε να δικαιολογεί συνεχώς την προέλευσή της, να χαίρεται για την ιδιαιτερότητά της και να είναι αντάξιά της. Όφειλα να γίνω κάτι ξεχωριστό ώστε να μην πάει στράφι το όνομα», «Αναβάλλω τη φυγή μου για μια άλλη φορά και ανοίγω το λεξικό. Αναβολή: η μετάθεση μιας ενέργειας σε μελλοντικό χρόνο. Η ερμηνεία της λέξης αναβολή ακούγεται πολλά υποσχόμενη», «“Λέξεις με πρώτο συνθετικό το παρά μπορούν να σε πάνε παραπέρα, χωρίς να σε παραμορφώνουν απαραίτητα, …” μου λέει ο Ιππόλυτος», «Μόλις κλείσαμε το τηλέφωνο, πήρα το λεξικό και έψαξα στο Άλφα … Αδιέξοδο: που δεν έχει διέξοδο. Κι από εκεί οδηγήθηκα στο Δέλτα για να βρω μία διέξοδο», «“Ας παίξουμε. Να βρούμε λέξεις που αρχίζουν από Μ” … Ιφιγένεια: Μακριά, μακάρι, μαβής, μάσκα. Εγώ: Μαύρος, μαραίνομαι, μαργαρίτα, μαμά. “Δεν μ’ αρέσει πια αυτό το παιχνίδι” μου λέει ξαφνικά … “Οι λέξεις είναι φυλακές …”», «“Μια υποσημείωση θα είμαστε ο ένας στη ζωή του άλλου …” της είχε πει στην αποβάθρα» (και αφοριστική διατύπωση), «Τελικά, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: πρέπει να προσέχεις πολύ τις προθέσεις, αν όχι των άλλων, τουλάχιστον των λέξεων, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να συμβεί από μια παρανόηση». Είναι φανερή η δημιουργική σχέση της Προκοπάκη με τη γλώσσα σε όλα τα επίπεδα.
Εξάλλου, ιδιαίτερο στοιχείο στήριξης του κειμενικού κόσμου αντιπροσωπεύουν οι (ρητές ή συναγόμενες κατά την πρόσληψη των συμφραζομένων) διακειμενικές αναφορές σε δεδομένα από την κλασσική, αρχαία και μεταγενέστερη γραμματεία (Ευριπίδης / Ιφιγένειες, Ιππόλυτος, Ρακίνας / Φαίδρα), από τη νεώτερη λογοτεχνική παραγωγή (Κ. Π. Καβάφης / «Η Σατραπεία», «Όσο μπορείς», Δημήτρης Χατζής / Το τέλος της μικρής μας πόλης, Αλμπέρ Καμύ / Ο Ξένος, Φρανσουάζ Σαγκάν / Σας αρέσει ο Μπραμς;), από τον κινηματογράφο (Άλφρεντ Χίτσκοκ / Τα πουλιά, Φρανσουά Τρυφφώ / Η νύφη φορούσε μαύρα, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι / Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι), με τη συνακόλουθη αξιοποίηση σημαινομένων κατά την οργάνωση του υλικού του βιβλίου.
Σχετικά με τον Καβάφη και την αυτοδήλως πολυαναμενόμενη συμμετοχή του στο διαχρονικό γίγνεσθαι: Έχω την εντύπωση ότι η παρά προσδοκίαν επιλογή/αξιοποίηση ομόλογων σημαινομένων και μέσα σε άλλο θεματικό ή/και υφολογικό πλαίσιο θα παρείχε ισχυρότερη πρό(σ)κληση για τη δημιουργική ανάγνωση, ενώ θα αποκάλυπτε περισσότερο σύνθετες διεργασίες ενός παραγωγικού εργαστηρίου.
Ακριβώς ένα καλώς οργανωμένο, παραγωγικό εργαστήριο φαίνεται να διαθέτει ήδη η Χρυσοξένη Προκοπάκη. Επομένως, αναμένουμε με ενδιαφέρον την εξέλιξη στην οργάνωση των κειμενικών της κόσμων.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το σπίτι μου απέχει πολύ για να με σώσει από την μπόρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπαίνω σ’ ένα σχεδόν εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο. Ο μεσόκοπος άντρας πίσω από τη ρεσεψιόν ανασηκώνεται χαμογελαστός. [...] Του ανταποδίδω το χαμόγελο. «Βρέχει πολύ έξω» του λέω, σαν να θέλω να δικαιολογηθώ που τον ενόχλησα βραδιάτικα. «Ναι, είναι ωραία η βροχή. Θέλετε δωμάτιο;» λέει με μία ζωντάνια που δεν ταιριάζει στην ηλικία του. «Για μια βραδιά μόνο» του λέω. «Περιμένετε και παρέα;» με ρωτάει […]. «Όχι, εγώ… για τη βροχή… θέλω να πω… μια βραδιά μόνο… θα ήθελα ένα δωμάτιο στον τελευταίο όροφο, αν είναι δυνατόν…». […] «Πόσους ορόφους έχετε;» τον ρωτάω. «Θα σας δώσω στον πέμπτο. Είναι καλά εκεί;» «Ναι, είναι μια χαρά». Παίρνει το κλειδί και μου λέει να τον ακολουθήσω. Το χαμόγελο δεν φεύγει ούτε στιγμή από το πρόσωπό του. Παγωμένο χαμόγελο, παγωμένο απ’ το χρόνο. «Δεν πιστεύω ν’ αυτοκτονήσετε;» με ρωτάει στο ασανσέρ καθώς ανεβαίνουμε. Για λίγο σοβαρεύει, μέχρι που τον διαβεβαιώνω ότι δεν έχω σκοπό να αυτοκτονήσω. Πάλι το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ανοίγει την πόρτα και μου αφήνει το κλειδί».
Μια τυχαία Ιφιγένεια
Χρυσοξένη Προκοπάκη
Στίξις 2017
Σελ. 178, τιμή εκδότη €11,65