Εννιά έργα του Γιάννη Μακριδάκη συστήνουν τη λαϊκή ματιά (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το τελευταίο μυθοπλαστικό έργο του Xιώτη συγγραφέα Η πρώτη φλέβα (2016) συνεχίζει μια λογοτεχνική παράδοση οκτώ πεζών, που ξεκίνησε το 2008. Αν τα δει κανείς συνολικά, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν σαφείς (και συνειδητοί) άξονες που τα διαπερνούν, άξονες που συν-ορίζουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, ματιές, κοσμοαντιλήψεις οι οποίες ξεκινούν από τη Χίο και τον τοπικό πολιτισμό και φτάνουν ώς τη φυσιολατρία και τον τρόπο ζωής που αυτή υπαγορεύει.
Όλα όμως αυτά θα έμεναν στο επίπεδο των ιδεών, θα μετατρέπονταν δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση σε δοκίμια, σε ημερολόγια σκέψεων, σε μαρτυρίες και καταγραφές απόψεων, αν δεν χύνονταν στο καλούπι της λογοτεχνίας και δεν ενσαρκώνονταν στους χαρακτήρες των βιβλίων του πεζογράφου. Κάθε έργο του περιστρέφεται γύρω από ένα λαϊκό πρόσωπο, το οποίο πολλές φορές είναι και ο αφηγητής της ιστορίας. Έτσι, η ιστορία που αυτό αφηγείται, η ζωή του και η θέαση του κόσμου, η δράση που αναρριχάται πάνω στο είναι του γίνονται η μυθοπλαστική σκαλωσιά για να αναδειχθούν οι ιδέες του Γιάννη Μακριδάκη.
Οι δέκα χαρακτήρες του, αν υπολογίσει κανείς ότι στην τελευταία νουβέλα έχουμε δύο, επιλέγονται από τις τάξεις του λαού και ως εκ τούτου έχουν συνήθως περιορισμένη μόρφωση, αν και δεν παύουν να σκέφτονται βαθιά την πραγματικότητα με τους δικούς τους όρους, με τη θυμοσοφία του απλού πολίτη, με την κοινωνική παιδεία της ζωής και της βιοπάλης. Στον Ανάμιση ντενεκέ (2008) συναντάμε έναν φυγόδικο των βουνών, στη Δεξιά τσέπη του ράσου (2009) έναν ταπεινό μοναχό σε μοναστήρι της Χίου, στον Ήλιο με δόντια (2010) έναν σαλό δήθεν ιερέα, στο Λαγού μαλλί (2010) έναν μπερδεμένο ψαρά, στην Άλωση της Κωνσταντίας (2011) μια ηλικιωμένη Ρωμιά της Πόλης, στο Ζουμί του πετεινού (2012) έναν ανεξάρτητο ταβερνιάρη-αγρότη όπως και στο Του Θεού το μάτι (2013), όπου ο γέρο-Πεπόνας ζει αυτάρκης σε αγαστή σχέση με τη φύση, στο Αντί στεφάνου (2015) έχουμε έναν νεκροθάφτη και στην Πρώτη φλέβα (2016) διαβάζουμε την αφήγηση εναλλάξ ενός ναυτικού και μιας πόρνης.
Στα περισσότερα έργα οι ίδιοι οι χαρακτήρες αυτοαναλύονται είτε με προσωπική αφήγηση, είτε με τη δική τους οπτική γωνία που δίνεται έμμεσα από τον αφηγητή. Είτε λοιπόν έχουμε τη δική τους «εστίαση» είτε (και) τη δική τους «φωνή», το εκάστοτε κείμενο αποδίδει τη λαϊκή ψυχή που έρχεται αντιμέτωπη με την politically & socially correct κοινή γνώμη και παγιωμένη νοοτροπία. Δεν είναι βέβαια σπάνιες οι φορές όπου ένας «μορφωμένος» αφηγητής, λίγο περισσότερο υποψιασμένος, αναλαμβάνει να παρουσιάσει τους λαϊκούς πρωταγωνιστές (ο ερευνητής στον Ανάμιση ντενεκέ, ο Νικόλαος Τρούμπης στο Ήλιος με δόντια, ο δάσκαλος στο Αντί στεφάνου κ.λπ.), μα και πάλι η στάση του, παρόλο που μένει λίγο αποστασιοποιημένη, είναι εντέλει (το λιγότερο) συμπαθής απέναντι στον αλλόκοτο κεντρικό χαρακτήρα.
Καθένας από αυτούς τους απλοϊκούς ήρωες, που αντιπροσωπεύει το πιο αυθεντικό κομμάτι του λαού, μαζί ατόφιο και γνήσιο, θυμόσοφο και αντισυμβατικό, αντιστρατεύεται μια παγιωμένη κατάσταση την οποία ο μέσος αλλοτριωμένος άνθρωπος θεωρεί φυσική. Ο παράνομος φυγάς στέκεται απέναντι στη νομιμότητα των ανθρώπων και των κοινωνιών, ο μοναχός απέναντι στην επίσημη Εκκλησία, ο ιερέας απέναντι στην κοινωνική κατακραυγή, ο ψαράς και ο αγρότης απέναντι στην οικονομική καταδυνάστευση, η κωνσταντινουπολίτισσα πεθερά στοιχίζεται με παγιωμένες εθνικιστικές αξίες για να τις ναρκοθετήσει άθελά της, ο ταβερνιάρης-αγρότης απέναντι στον καταναλωτισμό κ.λπ. Έτσι, άλλοτε ο Γιάννης Μακριδάκης βάζει τον λαό να αγκαλιάζει παλιές παραδοσιακές αντιλήψεις που έχουν ήδη φθαρεί, για να τις υπονομεύσει, κι άλλοτε τον βάζει να στέκεται με μια θαυμαστή αυθεντικότητα απέναντί τους, για να καυτηριάσει τον βολεμένο αστικό τρόπο ζωής, που έχει συνηθίσει στην απληστία, στην υποταγή στο χρήμα, στο επίσημο κοινωνικό μοντέλο χωρίς αντιστάσεις και πολιτισμικά αναχώματα.
Με άξονα αυτόν τον λαϊκό άνθρωπο, που είναι διαφορετικός κάθε φορά, με την ντοπιολαλιά του και την εγχώρια ιδιοσυγκρασία του, ο διαβήτης της αφήγησης ανοίγεται σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα, που δεν είναι θεωρίες αλλά απτή καθημερινότητα. Ένας είδος νεο-ηθογραφίας ξανασυστήνει τη φύση και το χωριό, αποκαθηλώνοντας τις βολικές ανέσεις και τη βιοτική επανάπαυση της πόλης. Η αυτάρκεια του φυσικού χώρου, η λιτότητα και η αναζήτηση της ουσίας πίσω από το φαίνεσθαι, η παράδοση, η μαγεία της λαϊκής ψυχής, η οποία γράφει μυθιστορήματα χωρίς να έχει γράψει ούτε μια λέξη, η αντικομφορμιστική ματιά του απλού ανθρώπου, που δεν στοιχίζεται πάντα με τη μαζική κουλτούρα, όλα αυτά ακούγονται δυνατά μέσα από τα λόγια και τις πράξεις των χαρακτήρων του Γιάννη Μακριδάκη.
Και τα εννιά του μυθοπλαστικά έργα συστήνουν ένα έργο εν εξελίξει, όπου ο ένας λαϊκός ήρωας παίρνει τη σκυτάλη από τον άλλο, για να διακηρύξει έναν ξεχασμένο τρόπο σκέψης… και ζωής.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.