
Για το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου Η κρυφή πόρτα (εκδ. Μεταίχμιο)
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Σε αντίθεση με προηγούμενα έργα του, ο Αλέξης Πανσέληνος γράφει τώρα ένα πολύ απλό κείμενο, με μόλις δύο βασικά πρόσωπα και μια ομαλή, απρόσκοπτη, ρέουσα πλοκή. Αλλά αυτή η απλότητα υποβάλλει και μια δεύτερη ανάγνωση, ώστε να φανούν όσα λανθάνουν κάτω από το μαλακό χαλί της αφήγησης.
Ο Ευγένιος Σερδάρης έχει πάρει πρόωρη σύνταξη, μένει σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και προσπαθεί να κερδίσει λίγα χρήματα ως μεταφραστής, ενώ πάντα έχει στο βάθος του μυαλού του να εκδώσει ένα δικό του μυθιστόρημα. Ο σχετικά μονήρης πρωταγωνιστής έχει χωρίσει από την Ηρώ, ενώ διατηρούσε παλιά εξωσυζική σχέση με τη Σωτηρία, συναναστρέφεται πλέον, πέρα από τους περιοίκους, τον φίλο του Στέφανο και την κυρία Βεατρίκη, υπεύθυνη του εκδοτικού οίκου με τον οποίο συνεργάζεται. Κι όλα αυτά ανατρέπονται, όταν αποφασίζει να νοικιάσει το άλλο μισό του σπιτιού του, με το οποίο τον χωρίζει (ή τον ενώνει) μια «κρυφή πόρτα», που για οικονομικούς λόγους δεν θέλησε να χτίσει.
Τι είναι η κρυφή πόρτα και τι επιχειρεί να δώσει μέσα από την ιστορία του ο πεζογράφος; Ποια κλειστή ζωή διανοίγεται όταν το κατώφλι της γίνεται πέρασμα;
Έτσι, γνωρίζει τη νεαρά Μαρία Καϊμάκη, η οποία δηλώνει σχεδιάστρια ιστοσελίδων, αλλά σταδιακά αποδεικνύεται άλλου είδους «επαγγελματίας». Η ενδιάμεση πόρτα είναι εξ αρχής όριο διακριτικότητας και απόστασης, αλλά συν τω χρόνω μετατρέπεται σε σημείο επαφής, επικοινωνίας, σωτηρίας όταν κάποιος άνδρας αγγίζει τα όρια της επιθετικότητας εις βάρος της, ανταλλαγής επισκέψεων με ερωτικές συνδηλώσεις, περιθώρια οικειότητας, ομοτράπεζες συζητήσεις και άλλα παρόμοια. Η κλίμακα ανεβαίνει μέχρι του σημείου της ερωτικής επαφής με ρόλους και παιχνίδια κόρης και πατέρα, μιας νεαράς με έναν ηλικιωμένο.
Τι είναι η κρυφή πόρτα και τι επιχειρεί να δώσει μέσα από την ιστορία του ο πεζογράφος; Ποια κλειστή ζωή διανοίγεται όταν το κατώφλι της γίνεται πέρασμα; Είναι η χαραμάδα που αφήνει το νεανικό φως του έρωτα να περάσει και να φωτίσει τα μοναχικά σκοτάδια του κεντρικού χαρακτήρα; Όλα αυτά απασχολούν τον αναγνώστη όσο η αφήγηση ξεδιπλώνεται προοδευτικά και υπαγορεύει ότι το βάθος ενός μυθιστορήματος, που μάλλον πρέπει να θεωρείται ειδολογικά νουβέλα, έγκειται σε μια ερμηνεία της πόρτας ως μεταιχμίου ανάμεσα σε δύο ζωές· αλλά ποιους είδους και πόσο καθοριστική είναι η μετάβαση από τον έναν χώρο στον άλλο;
Το τέλος του κειμένου υποδεικνύει ότι το ρητό «Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις» μπορεί να είναι περισσότερο κυριολεκτικό απ’ όσο στην αρχή φαίνεται. Η σπορά, το σπέρμα, οι επιλογές απέναντι στους ανθρώπους μπορεί να συνοδεύουν το άτομο και κάποια στιγμή θα πάρουν την εκδίκησή τους. Το «πριν» βρίσκει πάντα μια πόρτα να γίνει «τώρα», γυρίζει μπούμερανγκ εις βάρος αυτού που θέλησε βεβιασμένα και εκβιαστικά να το απωθήσει και εν τέλει κανείς δεν μπορεί να στρώνει πρόχειρα και να περιμένει να κοιμηθεί άνετα.
Η πόρτα που μας συνδέει με τη πάλαι ποτέ βολεμένη ζωή μας είναι πάντα ανοικτή και φέρνει τις επιπτώσεις των αλλοτινών πράξεών μας.
Αν συνυπολογίσει κανείς τις πολλές νύξεις στη σύγχρονη ελληνική κρίση, από τα περιορισμένα οικονομικά του Ευγένιου μέχρι τη δεύτερη δουλειά της Μαρίας κι από τον άστεγο που βρίσκει απάγκιο σε μια εγκαταλελειμμένη εσοχή έως τον εκδοτικό οίκο που καίγεται από διαδηλωτές, τότε μπορεί να δει και μια πολιτική αντιστοιχία στην όλη σύνθεση. Ο Νεοέλληνας έσπειρε ανέμους και τώρα θερίζει θύελλες, ψήφιζε και ψηφίζει επιπόλαια και τώρα υφίσταται την εκδίκηση του παρελθόντος. Η πόρτα που μας συνδέει με τη πάλαι ποτέ βολεμένη ζωή μας είναι πάντα ανοικτή και φέρνει τις επιπτώσεις των αλλοτινών πράξεών μας. Η ιδιωτική ζωή του Ευγένιου που διαρρηγνύεται από τον έρωτα αλλά και τις επιλογές του παρελθόντος αντανακλά εν σμικρώ την πολιτική στάση των Νεοελλήνων που πληρώνουν τα δικά τους λάθη.
Ακόμα κι αν αυτή η ερμηνεία ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της ατομικής ζωής του Ευγένιου και στηρίζεται στη διεσταλμένη χρήση των σημείων του κειμένου, ο Αλ. Πανσέληνος κατάφερε να δείξει ότι κανείς δεν είναι σε θέση να κλείσει άπαξ διά παντός την πόρτα πίσω του. Το εγώ δεν θωρακίζεται εύκολα από τον εαυτό του, το σπίτι δεν μπορεί να αποκλείσει τους συνειδητούς και υποσυνείδητους πολιορκητικούς κριούς, που έρχονται να αλώσουν την επίπλαστη ευτυχία. Ο Ευγένιος είναι ένας άρτιος χαρακτήρας, πειστικός και καλοκαμωμένος, που βγαίνει ολόσαρκος από την ελληνική πραγματικότητα, όντας τόσο ο εαυτός του όσο και όλοι μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 184, τιμή εκδότη €11,00