Για τη συλλογή διηγημάτων της Φωτεινής Βασιλοπούλου Για μια χούφτα ζωή (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Το ελληνικό διήγημα έρχεται σαν πεζή συνέχεια του δημοτικού τραγουδιού, με το λυρισμό του τραγουδιού, την αφηγηματικότητά του, την υπαινικτικότητά του, τα γυρίσματα που ’χει το τραγούδι, την απουσία ψυχολογίας που την αντικαθιστά εδώ η πράξη η ίδια – και περίπου το μόνο ένα θέμα στο ελληνικό διήγημα, έτσι, είναι ο θάνατος, ως στερνή πράξη που καταλύει τη ζωή και ταυτόχρονα την καταυγάζει. Στη δυτική σκέψη από ’να σημείο κι έπειτα είναι κυρίαρχη η άρνηση του θανάτου, όσο είναι κυρίαρχη στη σκέψη της Ανατολής η αποδοχή του. Με την άρνηση του θανάτου, ανθεί η ψυχολογία, οι άνθρωποι αναλύονται μέχρι κεραίας –τα κίνητρά τους, τα κρυφά τους ελατήρια– και γεννιέται έτσι η πλατιά λαβυρινθώδης αφήγηση που είναι η κοίτη του μυθιστορήματος. Στον αντίποδα, η ελληνική πεζογραφία είναι εκ των πραγμάτων βραχύλογη, προφταίνει εντέλει να ολοκληρωθεί στη μικρή φόρμα του διηγήματος, και δεν αναλύει μα συγκεφαλαιώνει, δεν ψυχολογεί αλλά λέει, τα πρόσωπα είναι προσωποποιημένες πράξεις, και μέγιστη πράξη γιατί αναιρεί κάθε άλλη είναι ο θάνατος.
Ο θάνατος είναι λοιπόν ο αρχιτελετάρχης και στις δεκαεπτά διηγήσεις στο Για μια χούφτα ζωή της Φωτεινής Βασιλοπούλου, με τον τίτλο κάπου να είναι ειρωνικός ίσως μα όχι ακριβώς, γιατί σ’ αντίθεση με τις ιστορίες, π.χ., του Δημητρίου ή του Παπαμόσχου ή της Βενέτη, ο θάνατος σε τούτες είναι τελικά ένας αφηρημένος πρωταγωνιστής που εμφανίζεται επί σκηνής παρεμπιπτόντως, με σαστισμένη όψη, σαν να πήγαινε γι’ αλλού και να έχασε το δρόμο.
Ο θάνατος είναι λοιπόν ο αρχιτελετάρχης και στις δεκαεπτά διηγήσεις στο Για μια χούφτα ζωή της Φωτεινής Βασιλοπούλου, με τον τίτλο κάπου να είναι ειρωνικός ίσως (ας μην ξεχνούμε ποιος είναι εδώ ο πρωταγωνιστής), μα όχι ακριβώς, γιατί σ’ αντίθεση με τις ιστορίες, π.χ., του Δημητρίου ή του Παπαμόσχου ή της Βενέτη (πρόχειρα αναφέρω μερικά ονόματα), ο θάνατος σε τούτες είναι τελικά ένας αφηρημένος πρωταγωνιστής που εμφανίζεται επί σκηνής παρεμπιπτόντως, με σαστισμένη όψη, σαν να πήγαινε γι’ αλλού και να έχασε το δρόμο. Είναι ένας θάνατος με ανάλαφρο πάτημα και κεφάτη περπατησιά, και το άγγιγμά του δεν είναι κρύο, αλλά ζεστό. Οι διηγήσεις της Βασιλοπούλου δεν είναι δράματα αλλά αντιδράματα – ανέκδοτα, σχεδόν σαν χωρατά που ’γιναν διήγημα. Έτσι, χωρατό είναι η προσπάθεια της Τούλας να πεθάνει τρώγοντας πολλά καρύδια στο «Η πρώτη απόπειρα». Χωρατά είναι ο ψευτοθάνατος στο «Για μια χούφτα ζωή», ο θάνατος του χοντρού φορτηγατζή στην «Αυγουστιάτικη ψιχάλα», η αναπάντεχη εμφάνιση ενός φέρετρου σε μια εκκλησία στην «Καλή αυριανή», η κωμικοτραγική εκταφή στο «Πλην κλιτσινάρας». Χωρατό είναι ως και, στο διήγημα «Κοτσίρια στα κεραμίδια», η ταφή ενός ζωντανού που βαρύθυμος στριφογυρνάει μες στην κάσα σάμπως να λέει: «Άστε με επιτέλους να κοιμηθώ!»
«Ένα δυνατό τράνταγμα κι ένας θόρυβος σα να πέσανε κοτσίρια [τα φασόλια της φάβας] στα κεραμίδια, τόνε βγάλανε απ’ το λήθαργο. “Άλλο και τούτο! Ποιος να ’ριχνε κοτσίρια στα κεραμίδια νυχτιάτικα και με τέτοιο κρύο;” Πόσο κρύωνε, πάλι!…
»Ο αέρας ολοένα και λιγόστευε. Έκανε μια προσπάθεια να γεμίσει τ’ αδύναμα πλεμόνια του, να βρει δυνάμεις για να γυρίσει απ’ την άλλη. Να ξαλαφρώσει μια στάλα. Έκλεισε πάλι τα μάτια του, έσφιξε τα δόντια, τα σταυρωμένα του χέρια, τα πιασμένα από την ακινησία πόδια του. Ο ώμος του κουνήθηκε για λίγο και με τις τελευταίες του δυνάμεις κατόρθωσε, επιτέλους, να γυρίσει στο δεξί του πλευρό. Κι απέμεινε σ’ αυτή τη στάση για πάντα».
Αναπόφευκτα, είναι και δω φορές που ο θάνατος παύει να χωρατεύει και δείχνει τα δόντια του, όπως στα «Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια» και «Του λιναριού τα πάθη», ή στο σκοτεινό παραμύθι «Οι γουργουλιάνες», μ’ ένα βρικόλακα που ’ναι «λιγνότερος, με μάτια βαθουλωμένα, μάγουλα φαγωμένα, πιο σκιαχτερός». Αλλά και πάλι, κει που ’χει πάρει την πιο άγρια γκριμάτσα του στο διήγημα «Τα σκόρδα» (κρανία παιδιών βρίσκονται στο κατώι μιας εκκλησίας), ξεδοντιάζεται στο τέλος της ιστορίας και χαμογελάει φαφούτικα.
Ο θάνατος δεν παύει να καιροφυλαχτεί σε καθεμία από τούτες τις διηγήσεις, μα, με τη φαιδρή εμφάνιση που του επιφυλάσσει η συγγραφέας στο παλκοσένικο των ιστοριών της, η πλάστιγγα τελικά κλίνει από τη μεριά της ζωής.
Πολλές λέξεις της Βασιλοπούλου, ή αρκετές τέλος πάντων, είναι του τοπικού ιδιώματος (η συγγραφέας μεγάλωσε στη Χρυσοκελλαριά Μεσσηνίας), και οι περισσότερες εξηγούνται σ’ υποσημειώσεις, που δε μ’ ενοχλούν μα ούτε τις χρειαζόμουν, κι ας έμενε μια λέξη άγνωστη. Όσο για την κουβέντα που ’χει γίνει σχετικά με τη χρήση λέξεων του εκάστοτε ιδιώματος, νιώθω ότι πολλοί νεότεροι πεζογράφοι αισθάνονται το χρέος να επιτελέσουν το έργο γλωσσικού διασώστη. Αν τέλος πάντων δεν το αισθάνονταν αυτοί, τότε ποιος θα το αισθανόταν; Και, επίσης, η λαϊκότητα υπάρχει εδώ όταν για παράδειγμα –σ’ αντίθεση με τις λέξεις που ’ναι γραμμένες στ’ αγγλικά και μου φαίνονται συχνά αντιαισθητικές σ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο, αν κι όχι πάντα– γράφει η Βασιλοπούλου για τη βροχή ότι «έπεφτε ράιτ θρου». Αυτό το «ράιτ θρου» δείχνει κέφι και μια τόλμη, που ’ναι τα δύο όπλα του ζωντανού στη μάχη με το θάνατο.
Στις περίπου εκατό σελίδες αυτής της συλλογής, η μάχη είναι κερδισμένη (όπως κερδισμένη είναι η μάχη της Βασιλοπούλου με το ρυθμό και τη γλώσσα). Ο θάνατος δεν παύει να καιροφυλαχτεί σε καθεμία από τούτες τις διηγήσεις, μα, με τη φαιδρή εμφάνιση που του επιφυλάσσει η συγγραφέας στο παλκοσένικο των ιστοριών της, η πλάστιγγα τελικά κλίνει από τη μεριά της ζωής.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Για μια χούφτα ζωή
Φωτεινή Βασιλοπούλου
Εκδ. Γαβριηλίδη 2015
Σελ. 120, τιμή εκδότη €8,48