Για το μυθιστόρημα Πρωινή γαλήνη του Ηλία Μαγκλίνη (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το μυθιστόρημα του Ηλία Μαγκλίνη αφορά στην προσπάθεια του Δημήτρη να γίνει αεροπόρος ξεκινώντας από το σιδεράδικο του πατέρα του στην Έδεσσα κι ακολουθώντας διαδοχικά την πορεία προς την Αθήνα, την Αμερική, την Κορέα. Τελικά δεν το πέτυχε κι αυτό έμεινε για πάντα ένα μαράζι, ένα ακανθώδες απωθημένο, παρόλο που ακολούθησε στρατιωτική καριέρα στον στρατό ξηράς.
Σε μια πρώτη ανάγνωση το έργο ασχολείται με την απόπειρα του ανθρώπου να πετύχει τα όνειρά του και να ανυψωθεί, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, πάνω από τη γήινη, πεζή πραγματικότητα που τον γέννησε.
Έτσι, σε μια πρώτη ανάγνωση το έργο ασχολείται με την απόπειρα του ανθρώπου να πετύχει τα όνειρά του και να ανυψωθεί, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, πάνω από τη γήινη, πεζή πραγματικότητα που τον γέννησε. Ο ουρανός με τα ποικιλόσχημα σύννεφά του είναι ίσως αλληγορικά ο στόχος μιας προσωπικής ανόδου, όπως είναι γενικότερα η κοινωνική ανέλιξη από το χωριό στην πόλη κι από το άσημο χειρωνακτικό επάγγελμα στην καταξίωση της στολής.
Παράλληλα μ’ αυτήν την ωρίμαση, διαβάζουμε και για την ενηλικίωση της ερωτικής φύσης του πρωταγωνιστή. Κυριολεκτικά τη βλέπουμε στις επαφές του με κοπέλες ή με πόρνες και σε μια μονιμότερη σχέση με την Εύα, που φαίνεται να οδηγεί σε γάμο. Συμβολικά τη συναντάμε σε διάφορες νύξεις σεξουαλικού χαρακτήρα, όπως η προς τα πάνω ανόρθωση και η ορθότητα των ουρανοξυστών σαν ντούροι φαλλοί. Γενικότερα, το ερωτικό στοιχείο στο έργο, παρόλο που φαίνεται να βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα, συνοδεύει τον κεντρικό χαρακτήρα και αναδεικνύει τις εξωεπαγγελματικές του φιλοδοξίες.
Φυσικά όμως στο κέντρο όλης της ιστορίας είναι ο στρατός, είτε στην αρχική του έκφανση, αυτήν της πολεμικής αεροπορίας, είτε στη μετέπειτα σταδιοδρομία του Δημήτρη ως ανθυπολοχαγού που πέρασε ξώφαλτσα τον Εμφύλιο αλλά εν τέλει πολέμησε στην Κορέα, με όλα τα τραύματα και τις εμπειρίες της οδύνης και του θανάτου. Κι αν μέχρι τον 20ο αιώνα ο πόλεμος στη λογοτεχνία αφορούσε κατά βάση τον ηρωισμό και την αίγλη της πατρίδας, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέδειξε μυθιστορήματα με αντιπολεμικό χαρακτήρα και αντιηρωικό πρόσημο. Τότε, σήμερα, τον 21ο αιώνα, ποια η σκοπιμότητα ενός τέτοιου κειμένου, σαν αυτό του Ηλία Μαγκλίνη;
Ο ήρεμος και νηφάλιος ρυθμός της αφήγησης οδηγείται σε ένα οδυνηρό κρεσέντο, όπου η Ιστορία αποδεικνύει ότι δεν γνωρίζει από προσωπικές φιλοδοξίες, κι ούτε το χάπι έντ για μια ενδεχόμενη επάνοδο στους αιθέρες επιβεβαιώνεται.
Μια πρώτη σκέψη έχει να κάνει με τον πόλεμο ως πεδίο όπου μεστώνει ο άνθρωπος, φτάνει στα άκρα του, αποτυγχάνει, χάνει φίλους και έτσι ωριμάζει με τον δύσκολο τρόπο. Αυτό θα ίσχυε αν το τέλος δεν ήταν συνταρακτικό, δεν ανέτρεπε όσα συναισθηματικά μαξιλαράκια είχε τοποθετήσει στην ψυχή μας το κείμενο και δεν οδηγούσε σε μια πιο σκληρή όσο και συγκινητική έξοδο. Εκεί, ο αφηγητής-συγγραφέας, με πατέρα στην αεροπορία, εξηγεί πώς έμαθε για τον Δημήτρη Μ., τον εικοσάχρονο που ήθελε να γίνει πιλότος της πολεμικής αεροπορίας και βρέθηκε στην Κορέα άπειρος ανθυπολογαγός. Επομένως, η τελική μου εξήγηση, που φέρνει και ένα είδος κάθαρσης, σχετίζεται με το στυγνό πέλμα της Ιστορίας που έρχεται να ποδοπατήσει τα όνειρα του ανθρώπου και να συντρίψει οποιαδήποτε αίσθηση για ευόδωση των ονείρων του. Κι όχι μόνο αυτό αλλά και ο θάνατος, η πλήρης δηλαδή εξαφάνιση κάθε προοπτικής, δεν είναι ένα μυθιστορηματικό αποφευκτό δεδομένο, αλλά μια απηνής, αντιηρωική πολλές φορές, πραγματικότητα.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης πιάνει τους δύο τελευταίους, πριν από τη δική μας συμμετοχή στα γεγονότα της Κύπρου, πολέμους στους οποίους χύθηκε ελληνικό αίμα, τον Εμφύλιο και τον πόλεμο στην Κορέα. Κι οι δύο έχουν στιγματιστεί για το πολιτικό τους πλαίσιο, όπου η Δεξιά, με τη βοήθεια της Αμερικής, επιχείρησε να πατάξει την κομμουνιστική απειλή. Ο συγγραφέας φέρνει την κάμερά του στην πλευρά των καθεστωτικών, όχι βέβαια με πολιτική και ιδεολογική παντιέρα, αλλά εστιάζοντας στη μοίρα ενός ανθρώπου που βρέθηκε να πολεμά τους Αριστερούς, και μάλιστα τον θείο του, και έπειτα να πετάγεται στην άλλη άκρη της γης σε έναν άδοξο πόλεμο, ο οποίος τελικά δείχνει τα κοφτερά του δόντια.
Ο ήρεμος και νηφάλιος ρυθμός της αφήγησης οδηγείται σε ένα οδυνηρό κρεσέντο, όπου η Ιστορία αποδεικνύει ότι δεν γνωρίζει από προσωπικές φιλοδοξίες, κι ούτε το χάπι έντ για μια ενδεχόμενη επάνοδο στους αιθέρες επιβεβαιώνεται. Η έξοδος, με τα στοιχεία τραγωδίας που ενέχει, φέρνει τον αναγνώστη μπροστά στην αναπόφευκτη μπότα δυνάμεων που σαρώνουν κάθε ατομικό όνειρο και δεν μπορούν να νικηθούν από τη μάχη του καθενός, τις κοελικές επιθυμίες, τις φρούδες προσπάθειες για κάτι καλύτερο. Νιώθει κανείς χαμένος σε έναν λόφο αίματος, στον «ματωμένο» λόφο Σκοτς, αυτό το μικρό αλωνάκι της γης που μπορεί να εξαλείψει κάθε όραμα κι ελπίδα, οδηγώντας σε πεπρωμένους αιθέρες.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Πρωινή γαλήνη
Ηλίας Μαγκλίνης
Μεταίχμιο 2015
Σελ. 466, τιμή εκδότη €17,70