Για το μυθιστόρημα της Ελένης Γιαννακάκη Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο (εκδ. Πατάκη), ένα βιβλίο για την εγκατάλειψη των ηλικιωμένων, για την ύστατη ευκαιρία συμφιλίωσης με τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Του Κώστα Κατσουλάρη
Το τέταρτο βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη, με τους απόηχους της γνωστής νουβέλας του Θανάση Βαλτινού στον τίτλο της, θυμίζει ως τεχνοτροπία περισσότερο το δεύτερο βιβλίο της, το μυθιστόρημα Τα Χερουβείμ της μοκέτας. Κι εκεί, μια γυναίκα ήταν η αφηγήτρια, και πάλι μέσα από έναν ρέοντα εσωτερικό μονόλογο –με τη λειτουργική χρήση τότε του ελεύθερου πλάγιου λόγου–, έτσι που η αφήγηση να έχει τον χειμαρρώδη χαρακτήρα της ροής συνείδησης, μια προσομοίωση στο λογοτεχνικό επίπεδο της ίδια της ακολουθίας των σκέψεων, της έκφρασή τους δηλαδή έτσι όπως έρχονται, φωναχτά, την ίδια τη στιγμή που δημιουργούνται. Τουλάχιστον, αυτή είναι η επιδιωκόμενη εντύπωση. Αν θέλουμε όμως να είμαστε πιο ακριβείς, για το παρόν βιβλίο θα ήταν ίσως προτιμότερο να μιλούσαμε για δραματικό μονόλογο. Σε τούτο συντείνουν τόσο το εντονότερα προφορικό ύφος του εκφερόμενου λόγου, που διακόπτεται κάθε τόσο από την απεύθυνση της ηρωίδας προς κάποιο πρόσωπο, όσο και από την καθήλωσή της σε έναν χώρο, το κρεβάτι ή την πολυθρόνα της, στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης. Σε αντίθεση λοιπόν με τα Χερουβείμ, όπου η προφορικότητα ήταν στρατήγημα που μας ενέπλεκε στα δίχτυα μιας εντέλει αναξιόπιστης αφήγησης, ο φωναχτός λόγος της ηλικιωμένης ηρωίδας στο Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο μοιάζει να έρχεται από τον τόπο μιας εσωτερικευμένης θεατρικής σκηνής.
Η Δήμητρα αισθάνεται εγκαταλελειμμένη, προδομένη, αδικημένη: δεν είναι το τέλος που θα ήθελε για τον εαυτό της, δεν είναι ένα τέλος που θα ήθελε για οποιονδήποτε.
Η Γιαννακάκη τοποθετεί την ηρωίδα της, μια γυναίκα στο λυκόφως της ζωής της, σε ένα ίδρυμα, σε ένα γεροκομείο. Εκεί τη βρίσκουμε κι εκεί θα την αφήσουμε, παρακολουθώντας την ουσιαστικά για μερικές ώρες, όχι συνεχόμενες, κατά τις οποίες η αφήγηση –ο μονόλογος στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε– εκτυλίσσεται, συμβαίνει. Μερικές ώρες στον παροντικό χρόνο της αφήγησης, αλλά μια ολόκληρη ζωή που έρχεται στο φως μέσα από τις αναδρομές της, μέσα από αφηγηματικά σπαράγματα. Η Δήμητρα αισθάνεται εγκαταλελειμμένη, προδομένη, αδικημένη: δεν είναι το τέλος που θα ήθελε για τον εαυτό της, δεν είναι ένα τέλος που θα ήθελε για οποιονδήποτε. «Αξιοπρέπεια», είναι η λέξη που έρχεται κι επανέρχεται στα χείλη της, τόσο που στο τέλος χλευάζει κι η ίδια την εμμονή γύρω από αυτήν τη λέξη. Αυτό που φαίνεται να θέλει είναι να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη, σε μια σειρά. Να συγυρίσει τον κόσμο της, τα του εσωτερικού της οίκου. Αυτό δεν κάνουν οι αφηγήσεις; Το σημαντικότερο, όμως, αυτό που την ωθεί στην ψυχική έξαρση (τα απόνερα της οποίας είναι η αφήγηση), είναι ο φόβος: ο φόβος της ότι δεν έχει χρόνο, μια και αυτό που φαίνεται να σώνεται πιο γρήγορα και από τη ζωή της είναι η μνήμη της· και οι λέξεις μαζί με τις οποίες αναδύεται η μνήμη, κι άρα ο κόσμος της, ο εσωτερικός της θίασος, με τα ποικίλα πρόσωπα που περιμένουν να έρθουν στη σκηνή. Ο αγώνας της είναι ένας αγώνας ταχύτητας απέναντι στις λέξεις: τις λέξεις που την προδίδουν, τις λέξεις που σβήνουν και χάνονται.
Έτσι, πολλαπλά δράματα εξελίσσονται ταυτόχρονα με τα σπαράγματα της αφήγησης της Δήμητρας. Το προφανέστερο είναι το ίδιο το γήρας, το σκάνδαλο της σταδιακής απώλειας της κυριαρχίας πάνω στο σώμα μας. Η προδοσία του σώματος. Η αδυναμία ελέγχου ακόμη και των εκκρίσεων, κάτι που μας ξαναφέρνει, όπως συχνά λέγεται, στην κατάσταση του μωρού... «Μωρά», σε εισαγωγικά, τα οποία, όπως σχολιάζει κάπου και η αφηγήτρια, κανείς δεν σπεύδει να τους τσιμπήσει το μάγουλο...
Κι αυτό είναι ένα επιπλέον δράμα: Η Δήμητρα είναι ένα μωρό παραπεταμένο, ανάμεσα σε αδιάφορους ανθρώπους, που συχνά δεν μιλούν καν τη γλώσσα της σωστά. Που διεκπεραιώνουν, δεν έχουν υπομονή, δεν δείχνουν αληθινή συμπόνια (με εξαιρέσεις, όπως βλέπουμε κάποια στιγμή με μια νοσοκόμα την οποία η Δήμητρα ξεχωρίζει από τις άλλες).
Τρίτο δράμα, το υπαινιχτήκαμε, είναι η απώλεια της μνήμης. Η απώλεια του εαυτού, και ο επιταχυνόμενος τρόμος στον οποίο αυτή η εν εξελίξει διαδικασία υποβάλλει την ηρωίδα. Καθηλωμένη, ακίνητη, ανάμεσα σε ξένους, δεν έχει παρά τις αναμνήσεις της. Και τώρα, νιώθει πως κι αυτές χάνονται, μπερδεύονται, θολώνουν. Οι πιο πρόσφατες περισσότερο, οι παλιότερες λιγότερο.
Τέταρτο δράμα, συναρτώμενο με το τρίτο: Η απώλεια της γλώσσας. Η αδυναμία ανεύρεσης της σωστής λέξης επιτείνει το αίσθημα του επείγοντος. Η αναζήτηση της σωστής λέξης («Φούσκωνα... σαν κόκορας», λέει κάποια στιγμή, μία μικροαστοχία ανάμεσα σε πολλές παρόμοιες), είναι μια διαρκής μάχη. Πρέπει να τα καταφέρει τώρα, εδώ και τώρα, να βάλει τον κόσμο της σε μια σειρά. Αύριο, ακόμη κι αν είναι ζωντανή, δεν ξέρει αν θα είναι «ο εαυτός της» ή μονάχα ένα κύμβαλο αλαλάζων.
Εγκατάλειψη των ηλικιωμένων, λατρεία της νεότητας
Η Ελένη Γιαννακάκη
|
Είναι προφανές ότι το θέμα της εγκατάλειψης από την κοινωνία μας των ηλικιωμένων ανθρώπων, της υποβόσκουσας άρνησης των γηρατειών και του θανάτου, σε συνδυασμό με τη λατρεία της νεότητας και των ίδιων των νέων («τα παιδιά» που, ό,τι και να κάνουν, «έχουν πάντα δίκιο» είναι μια από τις εκδηλώσεις αυτή της λατρείας), είναι ο άξονας που διαπερνά ολόκληρο το μυθιστόρημα. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με μια αφήγηση που δραματοποιεί μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα: το πέρασμα του χρόνου, την αναπόφευκτη φθορά και τον θάνατο, τη σκληρότητα που ενυπάρχει στις σχέσεις γονιών και παιδιών (το παιδί, όπως και το δει κανείς, καθώς μεγαλώνει «σπρώχνει» τον γεννήτορα προς το θάνατο, αυτή είναι η φυσική ροπή των πραγμάτων), το αιώνιο μωρό μέσα μας που δεν παύει ποτέ να νοσταλγεί αυτήν την πρώτη, ολοκληρωτική (έστω φαντασιακά) αγάπη της μάνας. Όχι χωρίς λόγο, μερικές από τις πιο θερμές και συγκινητικές σελίδες του βιβλίου είναι αυτές που η ηρωίδα απευθύνεται στη μητέρα της, άλλοτε ως κόρη που την αδίκησε και άλλοτε ως παιδάκι που ακόμη την αποζητά.
Γιατί λοιπόν να παρακολουθούμε την πορεία μιας γυναίκας προς την απώλεια του εαυτού της, προς την ψυχική και σωματική της εξάντληση; Τι το καλό μπορεί να μας κάνει, εμάς στους αναγνώστες, το βίωμα αυτής της διαδρομής, που τόσο πειστικά, με τόση μαεστρία αναπαριστά η Γιαννακάκη; Η απάντηση βρίσκεται στις λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα η αναφορά στις ανύπαρκτες μύγες που «έβλεπε» η μάνα της στα τελευταία της, και στη δυνατότητα που μας παρέχει η αφήγηση της Δήμητρας να συναισθανθούμε τον άλλον πολύ πριν βρεθούμε στη θέση του· το παιδί τον γονέα, ο δυνατός τον αδύναμο, ο υγιής τον ασθενή κοκ. Το βιβλίο αυτό μας κάνει σοφότερους, αλλά με έναν τρόπο βιωματικό, όπως μπορεί να μας κάνει σοφότερους ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή η απρόσμενη γέννηση ενός παιδιού. Προβάλλοντας, με πιστότητα συχνά οδυνηρή για εμάς τους αναγνώστες, τον άνθρωπο στην απόλυτη γυμνότητά του, όταν πλέον δεν του έχει απομείνει τίποτε άλλο παρά οι λέξεις του, ο εαυτός του στον πιο στοιχειώδη εκδοχή του, χωρίς τα στολίδια της μυθοπλασίας, έξω από την κοινωνία, η Γιαννακάκη πετυχαίνει να μας κάνει να νιώσουμε συμπόνια και αγάπη για τον άνθρωπο γενικότερα. Και παρότι αυτό δεν λογίζεται συνήθως μεταξύ των βασικών γνωρισμάτων της καλής λογοτεχνίας, οφείλω να ομολογήσω ότι όποτε το συναντώ, και το αναγνωρίζω, υποκλίνομαι σ' αυτό.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ