
Για το μυθιστόρημα του Νικήτα Παρίση Όλα τα τρώει η σκουριά (εκδ. Momentum).
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Το πολύ πρόσφατο βιβλίο του Νικήτα Παρίση Όλα τα τρώει η σκουριά, διεκδικεί πολλά εύσημα. Καταρχάς, για την εκδοτική-αισθητική αρτιότητα από τον οίκο Momentum, γεγονός που πιστώνεται στην επιμέλεια της ποιήτριας Αγγέλας Γαβριήλ. Κυρίως, όμως, γιατί πρόκειται για ένα μυθιστόρημα οργανωμένο κατά τις συνταγές ενός σκιαθίτη μύστη των πιο εξαιρετικών αφηγηματικών τεχνικών και τεχνασμάτων.
Στο μυθιστόρημα Όλα τα τρώει η σκουριά, ακόμη και ο πλέον ασκημένος αναγνώστης, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την εκπληκτική και εξελικτικώς εκπλήσσουσα τεχνική των λογοτεχνικών αναβαθμών με τους οποίους ο Νικήτας Παρίσης οργανώνει τον αφηγημένο μύθο. Γίνομαι σαφέστερος: ο αφηγημένος μύθος είναι απλός. Το μυθιστόρημα μιλά για ένα νέο άνθρωπο, που σε δίσεκτους καιρούς, στην Αθήνα της δεκαετίας του ’60, αναζητεί εργασία και ανέλπιστα προσλαμβάνεται από μια εταιρεία, οργανωμένη κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Στην ηλικία της ωριμότητας, που συμπίπτει με την είσοδο στο νέο αιώνα, ο Αιμίλιος, το κεντρικό πρόσωπο του μύθου, απολύεται κι αυτό του προκαλεί ένα δυσβάσταχτο άλγος, που τον αποσυντονίζει, ψυχικά τον διαλύει μέχρι που, κυριολεκτικά, τον σκοτώνει.
Ο Νικήτας Παρίσης κατορθώνει να συνδέσει περίτεχνα το πρωτογενές αφηγηματικό υλικό με τα πάθη και τα παθήματα της χώρας.
Όμως, ενώ φαίνεται να είναι μια απλή και συνηθισμένη, ιδίως στην εποχή μας, ιστορία, ο Νικήτας Παρίσης κατορθώνει να συνδέσει περίτεχνα αυτό το πρωτογενές αφηγηματικό υλικό με τα πάθη και τα παθήματα της χώρας. Κι αυτό το πετυχαίνει, πλέκοντας ένα δίχτυ αφηγήσεων, που κινούνται στα εκρηκτικά όρια μιας αιμάσσουσας σύνοψης και που μέσα της ασφυκτιούν οι πιο σημαντικές ιστορικές στιγμές της νεότερης και της πολύ πρόσφατης ιστορίας μας.
Συγκεκριμένα, ο Νικήτας Παρίσης μεταβάλλει το κεντρικό πρόσωπο του μύθου του σε φορέα μιας κοινής μοίρας και ενός κοινού άλγους, που στιγμάτισε τη ζωή χιλιάδων παιδιών, όσα επέζησαν εννοείται, από την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, και μετά, ως έφηβοι και ως νέοι, εβίωσαν το φόβο και την αγωνία των διώξεων και της εξορίας και ακολούθως ανέπνευσαν κι αυτοί τις επικίνδυνες αναθυμιάσεις της πολιτικής ανωμαλίας. Και μετά από ένα διάλειμμα επίπλαστης ηρεμίας, όπου είδαν τις αιματοχτισμένες φτωχογειτονιές του Πειραιά, τη Δραπετσώνα και το Πέραμα, να τις σκεπάζει το τσιμέντο, και να γεννιέται μια νέα Αθήνα με τερατώδες πρόσωπο, μετά από όλα αυτά, έζησαν τα σκληρά χρόνια της δικτατορίας του 1967. Κι όμως, ξεπερνώντας όλα σχεδόν τα εμπόδια, μορφώθηκαν, και με πολλές ελπίδες μπήκαν στο στίβο της εργασίας. Μετά όμως από ένα μακρύ διάστημα δημιουργικότητας, έφτασαν ίσαμε το σήμερα για να πιουν το πικρό ποτήρι της αγνωμοσύνης και της αδικίας.
Στο μυθιστόρημα, ο Αιμίλιος, το κεντρικό πρόσωπο, κουβαλά το δικό του στίγμα από τα πέντε του χρόνια –αυτά που αποκαλούμε χρόνια της παιδικής αθωότητας– όταν το 1944 αντίκρισε το νεκρό σώμα του εκτελεσμένου πατέρα του από τους Γερμανούς. Ένα στίγμα που ο συγγραφέας το διαχειρίζεται με σεβασμό, όταν ο Αιμίλιος, σε στιγμές έντασης περιέρχεται σε κατάσταση κρίσης με συμπτώματα δύσπνοιας και βραδυγλωσσίας.
Στον ιδιωτικό μικρόκοσμο των απλών ανθρώπων, στον αγώνα και τις αγωνίες τους για την επιβίωση, στους έρωτες και τα πάθη τους, αντανακλάται η ζωή και οι περιπέτειες, τα πάθη και τα παθήματα μιας ολόκληρης κοινωνίας και ενός λαού.
Στο μυθιστόρημα αυτό, ο Νικήτας Παρίσης εφαρμόζει επιτυχώς δοκιμασμένες τεχνικές. Εξαρχής εφαρμόζει την τεχνική της πλαστοπροσωπίας, επικοινωνώντας δημιουργικά με τον τρόπο που ο Στρατής Μυριβήλης οργανώνει την αρχή του μυθιστορήματός του, Η ζωή εν τάφω. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι ο συγγραφέας φροντίζει ώστε μέσα από το μέρος να προβάλει την εικόνα του όλου. Πιο συγκεκριμένα στον ιδιωτικό μικρόκοσμο των απλών ανθρώπων, στον αγώνα και τις αγωνίες τους για την επιβίωση, στους έρωτες και τα πάθη τους, αντανακλάται η ζωή και οι περιπέτειες, τα πάθη και τα παθήματα μιας ολόκληρης κοινωνίας και ενός λαού.
Επίσης, στο έργο αυτό, ο Παρίσης παρεμβάλλει στοιχεία θεατρικότητας, όπως είναι ο διάλογος του κεντρικού προσώπου με την Ελένη. Μάλιστα, ο συγγραφέας θέλοντας να τονίσει αυτή τη θεατρικότητα, στις εναλλαγές του λόγου, σημειώνει με έντονα γράμματα τα ονόματα των διαλεγομένων, Αιμίλιος-Ελένη, όπως δηλαδή αποτυπώνονται οι διάλογοι στα θεατρικά έργα. Ένα άλλο στοιχείο είναι το ότι ο Παρίσης στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματός του προσθέτει 10 μικρο-αφηγήσεις, που όχι μόνο δεν αλλοιώνουν το χαρακτήρα του μυθιστορήματος, αλλά φωτίζουν με ενάργεια την ουσία του.
Εκτός όλων αυτών, σε πολλά σημεία του μυθιστορήματος εμπεριέχονται στοιχεία φιλοσοφικού στοχασμού, καταστάλαγμα αυτό της πικρής περιπέτειας και της διαδρομής του κεντρικού προσώπου. Στην ηλικία της ωριμότητας, ο Αιμίλιος, συνειδητοποιεί ότι όλα υπόκεινται στην εξουσία του αμείλικτου χρόνου, όπου όλα δοκιμάζονται και τέλος οξειδώνονται ή όπως επαναλαμβάνει ο ίδιος, Όλα τα τρώει η σκουριά.
Ο συγγραφέας επιλέγει να αποδώσει αυτή την εμπειρία ζωής του κεντρικού προσώπου, με εξαιρετικά ζεύγη αντιθέσεων. Όταν ο Αιμίλιος απολύεται, και έχοντας από πολλού χάσει τη γυναίκα του Νατάσα, ξανασμίγει με έναν παλιό, αλλά όχι ξεχασμένο έρωτα, την Ελένη. Οπότε, η Ελένη μεταβάλλεται σε συναισθηματικό και ηθικό αντίβαρο της μεγάλης μοναξιάς και των αδιεξόδων του Αιμίλιου. Οι επακόλουθες αφηγηματικές σκηνές που εντέχνως επινοεί ο συγγραφέας, για τα δύο αυτά πρόσωπα, η συναυλία με την ορχήστρα της Βιέννης στο Μέγαρο Μουσικής και η εκδρομή στο Ναύπλιο και τις Μυκήνες, και μετά στη Δωδώνη, λειτουργούν ως αναγκαίες συνθήκες για την ψυχική και συναισθηματική ισορροπία του Αιμίλιου. Από τη μια τονώνουν το ηθικό του και, προσωρινά, τον απαγκιστρώνουν από τη αδιάλειπτη φθαρτική επενέργεια της αδικίας που υπέστη όταν τον απέλυσαν. Από την άλλη γεμίζουν το μεγάλο χρονικό κενό της ερωτικής άπνοιας στη σχέση του με την Ελένη. Η πλήρωση αυτού του κενού, επηρεάζει ευεργετικά και την Ελένη, που με τη συμπεριφορά της δείχνει να δικαιώνεται για το σμίξιμό της, μετά από χρόνια με τον Αιμίλιο. Πάνω απ’ όλα όμως, με τις επιλογές αυτές, ο Παρίσης ορίζει στο έργο του, ως ανώτερο εκθέτη, μια πλάστιγγα αφηγηματικής ακριβείας. Με αυτήν ως μέσο, κατορθώνει όχι μόνο μην εγκλωβίζεται στη ηδονή της μελαγχολίας, αλλά και να δημιουργεί αφηγηματικά αντισώματα, ώστε το κείμενο, εσωτερικά, να ισορροπεί.
Ο λόγος του Παρίση είναι πάντα σαφής, ακριβής, γεωμετρημένος, ενώ επινοεί τρόπους και εφαρμόζει τεχνάσματα, δηλωτικά ενός γνήσιου ταλέντου και μια μεγάλης εμπειρίας.
Άλλωστε, ο λόγος του Νικήτα Παρίση, ακόμη και όταν μιλά για πράγματα απλά και καθημερινά, ποτέ δεν εκφέρεται με εκείνη τη χαρακτηριστική αμεριμνησία των πολλών, που το πιο πολύ, αταίριαστους ήχους σωρεύουν και ρευστά νοήματα. Αντίθετα, ο δικός του λόγος είναι πάντα σαφής, ακριβής, γεωμετρημένος, ενώ στα καθαρώς λογοτεχνικά του κείμενα, επινοεί τρόπους και εφαρμόζει τεχνάσματα, δηλωτικά ενός γνήσιου ταλέντου και μια μεγάλης εμπειρίας.
Το μυθιστόρημα Όλα τα τρώει η σκουριά είναι και ένα αφηγηματικό ψυχογράφημα, αφού ο συγγραφέας αποδεικνύεται ικανός ανατόμος των εσωτερικών εκδηλώσεων του κεντρικού προσώπου, όπως αυτές προσδιορίζονται από τα υπέρογκα φορτία της δικής του, της ατομικής μνήμης αλλά και της συλλογικής. Παράλληλα, δεν αφήνει στην τύχη του κανένα από τα πρόσωπα του έργου και ούτε τα χρησιμοποιεί για να αποκομίσει με φτηνά μέσα, πρόσκαιρο λογοτεχνικό κέρδος. Το κέρδος αυτό έρχεται αβίαστα τόσο από την μυθοπλασία που στήνει μαστορικά ο Παρίσης, όσο και από την πολύ προσεκτική και αβίαστη ανέλιξη των χαρακτήρων του.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Όλα τα τρώει η σκουριά
Νικήτας Παρίσης
Momentum 2014
Σελ. 120, τιμή εκδότη € 10,00