
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η Μικρασιατική εκστρατεία θεωρείται η μεγαλύτερη καταστροφή τού Ελληνισμού και το πιο σημαντικό γεγονός της ελληνικής ιστορίας τού 20ού αιώνα, πιο σημαντικό κι από την Κατοχή, τον Εμφύλιο ή την επτάχρονη Δικτατορία.
Κι αυτό γιατί τερμάτισε άδοξα τη Μεγάλη Ιδέα, συρρίκνωσε την ελληνική επικράτεια και ξερίζωσε εκατοντάδες χιλιάδες Μικρασιάτες που άλλαξαν το σκηνικό στην Ελλάδα, όταν ήλθαν εδώ ως πρόσφυγες. Η λογοτεχνία από τα πρώτα χρόνια τής συμφοράς μίλησε γι’ αυτήν, είτε με την αμεσότητα όσων την έζησαν, όπως ο Ηλίας Βενέζης, είτε με την εγγύτητα όσων άκουσαν γι’ αυτήν, όπως η Διδώ Σωτηρίου, είτε με την απόσταση όσων ερεύνησαν τα ντοκουμέντα της.
Στην τελευταία κατηγορία ανήκει η Σωτηρία Μαραγκοζάκη, που κατεβαίνει στον λογοτεχνικό στίβο με μια ιστορική σύνθεση, φιλόδοξη και πολύπλευρη, δυναμική και πολυστρωματική. Η πρωτοτυπία της έγκειται στο γεγονός ότι χτίζει επάλληλους κύκλους που απλώνονται φυγόκεντρα και ξαναγυρίζουν κεντρομόλα στο πρόσωπο του Αριστείδη Στεργιάδη, του έμπιστου τού Ελ. Βενιζέλου ύπατου Αρμοστή που ανέλαβε τη διοίκηση της ελληνόκτητης περιοχής τής Σμύρνης. Η δική του φυσιογνωμία κυριαρχεί, κάτι που δηλώνεται εξ αρχής από τον τίτλο τού μυθιστορήματος, αλλά οι κύκλοι κλιμακωτά ανοίγουν προς τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Μικρά Ασία μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, γενικότερα στα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα τής τριετίας 1919-1922, ακόμα πιο ευρέως –έστω και σε μικρότερη έκταση– το κλίμα στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και ούτω καθεξής.
Πολλαπλότητα οπτικών γωνιών
Σ’ αυτό το δομικό πλαίσιο δεν υπάρχει ένας αφηγητής, αλλά το έργο συντίθεται με πολλαπλότητα οπτικών γωνιών. Οι αφηγητές είναι πολλοί, τα ύφη τους εξίσου πολλά (από το στεγνό τής γραφειοκρατίας ώς το εξομολογητικό τού ημερολογίου κι από την καθομιλουμένη ώς την επίσημη καθαρεύουσα), ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν πρόσωπα και καταστάσεις ποικίλλουν, ενώ κάθε αφήγηση εστιάζει σε διαφορετικό σημείο τής ιστορίας και ερμηνεύει αλλιώς τόσο τη μορφή τού Στεργιάδη όσο και τα αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μ’ αυτόν τον τρόπο προβάλλονται οι πολλοί ανώνυμοι αφηγητές, αλλά απουσιάζουν τα ολοκληρωμένα μυθιστορηματικά πρόσωπα, τονίζονται τα ιστορικά γεγονότα, αλλά παραμερίζονται τα μυθοπλαστικά, ορθώνονται πολλές φωνές αλλά λείπουν οι αναμενόμενοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες. Αυτή η «κάτι κερδίζω κάτι χάνω» πολυφωνία καλύπτει περιμετρικά το επιδιωκόμενο ιστορικό εμβαδόν και κάνει το έργο πιο πολύτροπο και συνεπώς ενδιαφέρον και πολυπρισματικό.
Ο ίδιος ο Αριστείδης Στεργιάδης σκιαγραφείται από άλλους ως ικανός νομομαθής, με κυβερνητικές ικανότητες τις οποίες είχε ήδη επιδείξει ως διοικητής τής Ηπείρου, από άλλους ως αυταρχικός ηγεμόνας που άρχει με απόλυτο τρόπο, από άλλους ως δίκαιος και αμερόληπτος απέναντι σε Έλληνες και Τούρκους κι από άλλους ως αντεθνικός και αντεκκλησιαστικός πολιτικός που δεν υπερασπίζεται τους για αιώνες καταπιεσμένους Έλληνες της περιοχής. Αυτή η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα είναι το κέντρο, όπως εξήγησα παραπάνω, γύρω από το οποίο γυρίζουν ιστορικά γεγονότα και ιστοριογραφικές ερμηνείες, μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων και ιδεολογικές απόψεις όσων έζησαν από κοντά ή από μακριά τη μικρασιατική παρένθεση, εκτιμήσεις απλών ανθρώπων και εντυπώσεις δημοσιογράφων σε μια συνεχή καλειδοσκοπική κίνηση της κάμερας.
Αστυγραφία της Σμύρνης
Γύρω από τον κεντρικό χαρακτήρα κινείται η εμβληματική μορφή τού Ελευθέριου Βενιζέλου, ο κορυφαίος επιστήμονας της εποχής Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, που ανέλαβε τη σύσταση του Ιωνικού Πανεπιστημίου, και ο επίσκοπος Σμύρνης Χρυσόστομος, που μαρτύρησε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Και πέρα από πρόσωπα, αναπλάθεται η καθημερινότητα κι η κοσμική ζωή τής Σμύρνης, η φυσιογνωμία των κατοίκων της, η κουζίνα και η αστική της εικόνα, η κατάσταση του στρατού, η άνοδος των σοσιαλιστών κ.λπ. Έτσι, η Σωτηρία Μαραγκοζάκη επιχειρεί συνάμα και μια αστυγραφία, που θυμίζει τον Κ. Πολίτη, τέτοια που κάνει ακόμα πιο οδυνηρή την ήττα και την απώλεια του «Παρισιού της Ανατολής», όχι μόνο για το πνεύμα τού ελληνισμού αλλά και για τον κοσμοπολιτισμό τής Μεσογείου.
Όταν η λογοτεχνία κυριαρχεί επί της Ιστορίας, το μυθοπλαστικό σύμπαν προσπερνά τα πραγματολογικά στοιχεία χωρίς να τα προδίδει και ανάγεται σε μια αυτόνομη περιοχή της αφηγηματικής πράξης. Όταν αντίθετα η ιστορία κυριαρχεί επί της λογοτεχνίας, τότε η ιστορική γνώση υπερτερεί της μυθοπλαστικής αίσθησης, η εξωκειμενική πραγματικότητα “καπελώνει” το αισθητικό αποτέλεσμα, η πιστότητα ναρκοθετεί τη λογοτεχνικότητα. Κι η Σωτηρία Μαραγκοζάκη σε πολλές περιπτώσεις βρίσκεται στο δεύτερο άκρο (αυτές οι υποσημειώσεις λ.χ. τι χρειάζονταν;), με αποτέλεσμα το πρωτόλειό της να βαραίνει από την έρευνα αντί να τη χωνεύει δημιουργικά.