Για το βιβλίο του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου «Η Κερένια Κούκλα» (Επιμέλεια σειράς: Αγγέλα Καστρινάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)
Του Νίκου Ξένιου
Η Κερένια Κούκλα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου εκδόθηκε το 1911, μετά τον θάνατο του συγγραφέα, και από τότε επανεκδόθηκε αρκετές φορές, διασκευάστηκε για το θέατρο και προκάλεσε αντιφατικές συζητήσεις. Χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο ως «το πρώτο αθηναϊκό µυθιστόρηµα», στην Εισαγωγή του οποίου αναγγέλλει τις αρχές πάνω στις οποίες κτίζει το έργο του: «Εσείς που θα διαβάσετε αυτή την ιστορία θα σκεφθείτε ίσως πως µε περισσότερην υποταγή κ’ ευγνωμοσύνη πρέπει να ζήσομε τη θλίψη της ζωής που µας έδωσε η Μοίρα».
Τα πρόσωπα κινούνται μέσα κι έξω από την πραγµατικότητα, ως «φάσµατα ονείρου και υποβολής». Ρευστός ο ψυχισµός των γυναικείων προσώπων, της Βεργινίας και της Λιόλιας, ενώ η απόδοση του συζύγου γίνεται υπό πρίσμα σαφώς φιλομόφυλο και παραπέμπει στον αρχετυπικό εποχικό ήρωα που γονιμοποιεί τις γυναίκες με τη φυσική του ακμή, ενώ με σκληρότητα διαπράττει ένα έγκλημα εγκατάλειψης της συζυγικής κλίνης. Το ménage à trois που συντίθεται στο έργο πολλοί το σύγκριναν με το θεατρικό έργο του Χρηστομάνου Τρία Φιλιά. Koινό τους στοιχείο, η έντονη σωματικότητα των ηρώων και η ακομπλεξάριστη παρουσίαση του σωματικού έρωτα, αξεδιάλυτα δεμένου με την ψυχική του αντανάκλαση.
Ρευστός ο ψυχισµός των γυναικείων προσώπων ενώ η απόδοση του συζύγου παραπέμπει στον αρχετυπικό εποχικό ήρωα που γονιμοποιεί τις γυναίκες με τη φυσική του ακμή
Κέρινα ομοιώματα ανθρώπων
Οι νιόπαντροι Νίκος και Βεργινία ζουν στου Φιλοπάππου, στη μεθόριο της νεοκλασικής πρωτεύουσας και του σκουπιδότοπου, μέσα σε ατµόσφαιρα ρουτίνας ιδιαίτερα πνιγηρή. Ο κρυφός καημός της νεαρής και ασθενικής Βεργινίας είναι η διαφορά ηλικίας που έχει µε τον άντρα της: «Κακό πράμα να ’ν’ η γυναίκα και µια µέρα µεγαλύτερη από τον άντρα της! Τον αγαπάει µ’ αλλιώτικη αγάπη από ’κείνονε, µε µια φωτιά που καίει». Η διαρκώς εντεινόμενη αδυναμία της επιβάλλει την άφιξη στο σπίτι της δεκαεξάχρονης παρακόρης Λιόλιας, που θ’ αναλάβει το νοικοκυριό: «Ένας αέρας αλλιώτικος, σαν κάποιο φως, µπήκε στο σπίτι που ως τώρα ήταν αφώτιστο, πνιγµένο απ’ την περίχυτη κούραση και το βαστηγµένο πόθο της άρρωστης γυναίκας». Υψηλό ήθος και εστέτ αμφιθυμία διαπνέει σταδιακά τις αντιδράσεις της Βεργινίας, καθώς η άφιξη της Λιόλιας δρα καταλυτικά στη σχέση του ζευγαριού, επιταχύνοντας το τέλος της οικοδέσποινας. Η Βεργινία ζηλεύει και χάνει τη ζωή της μέσα από τα χέρια της. Στο μεταξύ ο κοινωνικός περίγυρος εκφράζει με κακεντρέχεια τη λύπησή του για το παλικάρι αυτό που ζει κοντά στη «χτικιάρα», με αποτέλεσμα την αναδίπλωση, εγκαρτέρηση και μαρτυρική φθίση της Βεργινίας. Τα μάτια της μόνο παρακολουθούν τη ζωηρή και τρυφερή Λιόλια (πίσω από τη μορφή της οποίας η Αγγέλα Καστρινάκη και ο Θόδωρος Χατζηπανταζής φαίνεται να διακρίνουν τη μούσα του συγγραφέα, τη μεγάλη ηθοποιό Κυβέλη - βλ. κεντρική φωτό) να κερδίζει έδαφος στον πόθο του συζύγου. Μελαγχολία, νοσηρότητα, μυστήριο, θρησκευτικό βίωμα ενσαρκωμένο σε μεταμέλεια. Η Λιόλια δεν ξέρει αν ζει στην πραγµατικότητα ή σε όνειρο υπό το φως της ονειρικής πανσελήνου, «σα να ’χε πέσει το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και να ’χε ξεψυχήσει εκεί δα τυλιγµένο µες στα πέπλα των αχτίδων του». Η εκδίκηση ενός μεταφυσικού, τρόπον τινά, παράγοντα, επιβάλλει, μετά τον θάνατο της Βεργινίας, η Λιόλια να κοιµάται µε τον Νίκο στο κρεβάτι της πεθαµένης και να υφίσταται ένα κύμα τύψεων, ως σαρκικό βίωμα που με αυξανόμενη ένταση θα δηλητηριάσει τη σχέση της µε τον Νίκο. Για τον μυημένο αναγνώστη είναι ξεκάθαρη η μετάθεση των γήινων ερώτων σε επίπεδο άχρονο και συμβολικό. Παράλληλα, σε επίπεδο ύφους και λεξιλογικών στοιχείων, το εξαιρετικό, το ασυνήθιστο, το παράδοξο, το υπερφυσικό, κοινοί τόποι στον Αισθητισµό, διατρέχουν το κείµενο και φτάνουν στην κορύφωσή τους µε την εγκυμοσύνη της Λιόλιας και τη γέννηση του φιλάσθενου μωρού της: «Κερένια κούκλα! Καλά λες! Μωρ’ τ’ είναι τούτο;», και, πιο κάτω: «Σαν κερένια κούκλα ήτον το τσαµένο, σαν κούκλα που ’βγαζε και λίγη φωνή άµα τη ζουλούσαν».
Μοντέρνα πεζογραφία με μεταμοντέρνες διαστάσεις
Η Λιόλια είναι εξιδανικευμένη, θυματοποιημένη, αποσαρκωμένη. Πρόκειται για θύμα της ατυχούς σύμπτωσης της νιότης της με το θανατερό περιβάλλον όπου καλείται να ενταχθεί. Η Λιόλια είναι μια νύμφη του Άδη, που παίρνει το κοκκινάδι της ζωής από τα μάγουλα της Βεργινίας και βάφεται το ψιμύθιον του θανάτου. Πολύ ενδιαφέρουσα ιδεαλιστική αντιπαράθεση, που εισάγει ένα εστέτ μοντέλο στα τότε αφηγηματικά δεδομένα και αξιοποιεί τις προσλαμβάνουσες ενός δυνητικού avant garde κοινού. Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται µόνο στη νεκρική χλωµάδα εκείνων που πρόκειται να πεθάνουν, αλλά και στην ύλη από την οποία πλάθονται τα αντίγραφα, γράφει η Πολυξένη Μπίστα. Η υπερβολή είναι, βεβαίως, ενδιάθετο στοιχείο της Κερένιας κούκλας, χωρίς όμως να υποπίπτει στο ατόπημα της κακογουστιάς. Μάλλον πρόκειται για έναν ύμνο στον έρωτα, που ο συγγραφέας επιλέγει να τον λούσει στο αττικό φως των αρχών του εικοστού αιώνα, προαναγγέλλοντας ένα σωρό στιλιστικές καινοτομίες και έχοντας πλήρη επίγνωση των αντιδράσεων που θα προκαλούσε. Εν μέρει έτσι στοιχειοθετείται το ότι η Κερένια κούκλα είναι έργο πρωτοποριακό. Στους «συναισθηματικούς γλυκασμούς» και στο «σκηνοθετημένα μελοδραματικό πολλών σκηνών» αναφέρονται, αντίστοιχα, ο Απόστολος Σαχίνης και ο Ανδρέας Καραντώνης. Όμως η διαδικασία της δημιουργίας κι ανάκαμψης της ζωής στο κείμενο, όπως και ο εκπεφρασμένος σαρκασμός του θεσμού του γάμου, είναι καθαρά μετανεωτερικά στοιχεία. Το έργο κατηγορήθηκε για ηθογραφικό περιγραφισμό, όμως θα ήταν ακριβέστερο να πει κανείς πως το γλαφυρό pastiche μικροαστισμού, δεισιδαιμονίας και κοινωνικού φθόνου των διαλόγων που εκτυλίσσονται ανάμεσα στην άρρωστη Βεργινία και τις μικροπρεπείς γειτόνισσες είναι στοιχείο καθαρά εξπρεσιονιστικό: «Όσοι δεν είδατε γυναίκα μαραμένη πώς ξανανθίζει μες του αγαπημένου αγοριού την αγκαλιά, πώς ροδίζουν τα μάγουλά της και φλογοκαίν τα χείλη της και τα μάτια της πετούνε σπίθες, θυμηθήτε τουλάχιστον τα μαραμένα τριαντάφυλλα στο νερό: πως σηκώνουν τ’ ανθόφυλλά τους και ξαναπαίρνουνε δροσιά και χρώμα και χύνουν καινούργιο μύρο, σα να ξεσκούν εκείνη τη στιγμή!».
Πίσω, στην ωραία Αθήνα των ερώτων
Ιδιαίτερα εκτεταμένες οι σκηνές του εορτασμού και του χορού, σε έντονη αντίθεση με το νεκρικό κλίμα που θα ακολουθήσει, στην αφηγηματική γραμμή του Χάινριχ φον Κλάιστ
Ο Υμηττός και ο βράχος του Φιλοπάππου, μαζί με την Ακρόπολη και τις λαϊκές συνοικίες στους πρόποδές της, αποτελούν τον αστικό χώρο όπου θα κινηθεί η πλοκή του «πρώτου λαϊκού αθηναϊκού μυθιστορήματος» και θ’ αναπτυχθεί το ανθρώπινο δράμα στο κρεβάτι της δυστυχίας μέσα στην κατοικία απλών βιοπαλαιστών. Στο πέμπτο κεφάλαιο τα στοιχεία της φύσης προετοιμάζουν κατάλληλα τις ψυχές των ερωτευμένων ώστε να βιώσουν την κορύφωση του ερωτικού τους πάθους. Ο «σωματικός» χαρακτήρας της αφήγησης εντείνεται κατά την αδικαιολόγητα μακρά απουσία των εραστών από το σπίτι όπου περιμένει σιγολειώνοντας η απατημένη Βεργινία. Ιδιαίτερα εκτεταμένες οι σκηνές του εορτασμού και του χορού, σε έντονη αντίθεση με το νεκρικό κλίμα που θα ακολουθήσει, στην αφηγηματική γραμμή του Χάινριχ φον Κλάιστ και με τη σαφή επιρροή της βορειοευρωπαϊκής υπαρξιστικής φιλοσοφίας.
Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (Αθήνα 1867 - 1911) |
Το 1908 ο Χρηστομάνος μετέφρασε το Tagebucher στα ελληνικά ως Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, σελίδες ημερολογίου. Ταυτόχρονα άρχισε να στέλνει σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πατρίς» την Κερένια Kούκλα και, τρία χρόνια μετά, πέθανε. Διαβάζοντας το Βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, και με σκηνικό τη Βιέννη του Όσκαρ Κοκόσκα, φανταζόμαστε αυτόν τον δύσμορφο, μουσόληπτο κι ενδιαφέροντα άνθρωπο να ξεδιπλώνει τη γοητεία του -σπάνια περίπτωση ευπατρίδη ελληνικής καταγωγής- στα αυτοκρατορικά σαλόνια και στους κήπους των βιεννέζικων ανακτόρων, ενώ στην Κερένια Κούκλα τον γνωρίζουμε πλέον ως «αθηναιογράφο». Και σ’ αυτό το χρονικό σημείο αναδεικνύεται ο νεωτεριστικός αέρας των κειμένων του, που προκαλούν θύελλα αντιδράσεων και συσπείρωση των συντηρητικών φωνών της διανόησης εναντίον του. Η ιδιοτυπία αυτού του συγγραφέα τον κατατάσσει στην πρωτοπορία του νέου αιώνα, και αυτό φάνηκε στο θέατρο: η «Νέα σκηνή» που ίδρυσε επιστρέφοντας στην Αθήνα μετά τη θητεία του στην αυλή της Αυστρίας, αποτέλεσε φυτώριο μιας νέας γενιάς ηθοποιών. Το ρεπερτόριο της «Νέας Σκηνής» περιλάμβανε Ίψεν, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Ανρί Μπεκ, Κορομηλά, Άννινο, Καμπύση, Ξενόπουλο και αρχαίους τραγικούς (Άλκηστη, Αντιγόνη). H μεγάλη αγάπη του Χρηστομάνου, η Kυβέλη, έπαιξε την Ελδα στη «Φαία και Νυμφαία» του Χρήστου Δαραλέξη, το πρώτο νεοελληνικό έργο που ανέβασε η «Νέα Σκηνή» (1902), το οποίο μάλιστα άλλαξε τίτλο έπειτα από απαίτηση της ανταγωνίστριάς της Ειμαρμένης Ξανθάκη να μην έχει η Κυβέλη τον επώνυμο ρόλο.
Στο επίμετρο «Ιδέες και σύμβολα στην Κερένια Κούκλα» της Αγγέλας Καστρινάκη γίνεται πλήρης φιλολογική πραγμάτευση του κειμένου, ενώ διασαφώνται κάποια ενδιαφέροντα σημεία: για παράδειγμα, μια μορφή «υστερίας» που διέκρινε τον συγγραφέα, και που την είχε παλαιότερα εντοπίσει ο Παύλος Νιρβάνας ως στοιχείο σεξουαλικής ταυτότητάς του, ή ο ενδόμυχος μισογυνισμός και ο πηγαίος εκκεντρισμός του. Ακόμη, η καθοριστική του παρουσία στον χώρο της κεντροευρωπαϊκής διανόησης και, αργότερα, της νεοελληνικής θεατρικής σκηνής. Στο πιο ενδιαφέρον σημείο αυτής της αξιολογότατης μελέτης η Καστρινάκη αναλύει τα συμβολικά στοιχεία των Απόκρεω, ταξινομεί τα νατουραλιστικά στοιχεία που κόμισε ο συγγραφέας συνθέτοντας το μυθιστόρημά του και εντάσσει με ακρίβεια το έργο στο γραμματολογικό πλαίσιο της εποχής του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Το τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» κυκλοφορεί από τις εκδ. Κριτική.
Επιμέλεια σειράς: Αγγέλα Καστρινάκη
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2013
Σελ. 442, τιμή € 9,00