Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
«Νεανικές αμαρτίες» χαρακτηρίζει ο Πάνος Σκουρολιάκος τα διηγήματα που συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση που μας χάρισε στις αρχές του Φθινοπώρου. Φυσικά διόλου αμαρτίες και καθόλου νεανικά δεν είναι τα διηγήματά του, αντίθετα έρχονται να προστεθούν στο σώμα της νεοελληνικής διηγηματογραφίας διεκδικώντας τη θέση τους ανάμεσα στις καλύτερες πρόζες που διαβάσαμε τα τελευταία χρόνια.
Ο επιθετικός προσδιορισμός νεανικά επέχει θέση επεξηγήσεως για τη χρονική περίοδο που γράφτηκαν αρκετά από τα διηγήματα της συλλογής. Πράγματι. όπως αναφέρει ο συγγραφέας στον Πρόλογό του, το διήγημα που έχει τον τίτλο «Αγκούσα» αποτέλεσε τη συμμετοχή του στην έκδοση Διήγημα ‘70, των εκδόσεων Κάλβος, στα χρόνια της δικτατορίας. Τότε ο εκδότης του Κάλβου Γιώργος Χατζόπουλος προχώρησε στην έκδοση αυτής της ανθολογίας δίνοντας βήμα έκφρασης στους νέους της εποχής, και συντάχθηκε με τις άλλες παράλληλες απόπειρες στο χώρο της ποίησης που έγιναν από τους Δ. Ιατρόπουλο, Στ. Μπεκατώρο και Αλ. Φλώράκη, Γ. Γιόση, Τ. Σπηλιάκο και Έλενα Στριγγάρη. Αυτοί ήταν οι έντυποι χώροι μέσα στους οποίους εκφράστηκαν οι συγγραφείς της γενιάς του ’70. Εκεί στις εκδόσεις Κάλβος, εργαζόταν τότε και ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, από την ποίηση του οποίου, μας λέει ο Σκουρολιάκος, επηρεάστηκε και στη δική του ποιητική.
Ο Πάνος Σκουρολιάκος δημοσίευσε κείμενά του σε λογοτεχνικά περιοδικά και κράτησε για κάποιο διάστημα μια στήλη στην μηνιαία έκδοση του περιοδικού Η λέξη.
Μαγικός ρεαλισμός σε 25 πράξεις
Ο τόμος Ξύλινα Χάλκινα Κρουστά περιέχει 25 σύντομες πρόζες που η έκτασή τους απλώνεται από μισή τυπογραφική σελίδα έως επτάμισυ.
Τα διηγήματα του Πάνου Σκουρολιάκου δεν είναι εύκολα αναγνώσματα, είναι όμως μαγικά! Πρόκειται για γραφή κρυπτική που απαιτεί μέθεξη, διαίσθηση και ενεργητική ανάγνωση για να ξεκλειδωθεί το βαθύτερο νόημά της. Όμως ακόμη κι αν κάποτε δεν στέκεται δυνατή η τελεσίδικη αποκάλυψη των σημαινομένων, αρκεί και υπέρ αρκεί η απόλαυση της ανάγνωσης και η περιπλάνηση ανάμεσα στους μαγευτικούς δρόμους που χαράζει η πέννα του συγγραφέα μέσα στις γραμμές της αφήγησης.
Πρόκειται, θα έλεγα, για έναν υπερβατικό ρεαλισμό, όπου, διαβάζοντας τα κείμενα, στο τέλος πείθεσαι πως ο σκηνικός χώρος και οι καταστάσεις της δράσης είναι υπαρκτά ενδεχόμενα που θα τα συναπαντήσεις στην επόμενη στροφή της πορείας σου στο δρόμο.
Στις γραμμές της αφήγησης περνάνε άνθρωποι αλλόκοτοι, παράταιροι, μοναδικοί, ξεχωριστοί, γητεμένοι…
Ένας που δεν μοιάζει ούτε κύριος ούτε ζητιάνος. Φοράει ένα παλιό σακάκι σκισμένο στην πλάτη σαν κουφόπιετα, ένα παλιό καπέλο, μαύρα γυαλιά, κάτι παπούτσια άρβυλα χοντρά, κι από το χέρι του κρέμεται ένα ακορντεόν.
Ένας γύφτος που δεν βάφει παπούτσια, δεν φτιάχνει καρέκλες. Έχει έρωτα με τις ψαλμωδίες και γυροφέρνει στους ναούς ν’ ακούει.
Ένας άλλος με χέρι στραβό που ισιώνει ως δια μαγείας όταν ξύνεται. Και κάποιος άλλος με μια βαλίτσα πράσινη στα χέρια κι ένα μαγνητόφωνο.
Ένας πρόσφυγας, ένας παπάς που βρήκε φιλημένη τη γυναίκα του κι ένας παλιός επαναστάτης.
Άλλοι μ’ ένα βαθύ λάκκο μέσα τους κι ένας με μια τσάντα στα χέρια κι ένα μπουκάλι ούζο παραμάσχαλα που φοράει μια λιγδιασμένη καμπαρντίνα με ένα άνθος βυσσινί στο πέτο.
Φαντάροι που συγκροτούν μια ξεχασμένη φρουρά η οποία πηγαίνει ασύντακτη χωρίς βαθμοφόρο και ξαφνικά απογειώνεται και περιπολεί στο στερέωμα. Παλιοί φυλακισμένοι που γνωρίζονται από σημάδια μεταξύ τους κρατώντας λάβαρα αϊτών αναστενάρηδων κι άλλοι λεβέντες γέροντες μ’ ένα πανσέ στο χέρι τους.
Και κομπανίες πολλές, απόμαχοι, ένας παλιός και πρωτοκαπετάνιος άγγελος που σήκωσε αντάρτικο και αναλήφθηκε σε άλλους ουρανούς, ένας ψαράς κρατώντας αγκαλιά μια ρόμπα ασημοκέντητη δράκαινας καπετάνισσας και ξενοφιλημένης, άλλοι με λάμπες του γκαζιού στα χέρια κι ακόμα οι προτομές των μακεδονομάχων που συναντάει κανένας στην Κοζάνη και στη Φλώρινα, κι επίσης ο Μεχμέτ Αλή όπως τριγύρναγε μικρό παιδί μες στην Καβάλα κι ακόμα παλιοί Τριπολιτσιώτες έμποροι με καντηλέρια, αρχαίες γριές της επαρχίας Βοΐου Κοζάνης, των Γιαννιτσών, της Ειδομένης, της Αμφίκλειας. Ένας ναύτης και μια γυναίκα μέσα σ’ ένα μπαρ που ‘γίναν ξαφνικά πουλιά και πέταξαν. Πολεμοχαρείς με στολές παράταιρες και γυναίκες ξεμυαλισμένες. Πουλολόγοι και αλάνια. Μαγκίτες και δερβίσηδες και παζαρίτες.
Χαμάληδες, κυράδες και τσογλάνια.
Και τέλος μια γυναίκα μ’ ένα πρόσωπο σαν το φεγγάρι που ξάφνου απογειώνεται ψηλά σαν άγαλμα πραγματική και σαν την πετρωμένη.
Με ποιητική υπερβολή για τους απόκληρους, του μόνους, τους ηττημένους
Όλος ετούτος ο παράταιρος θίασος μετέχει σε μιαν αφήγηση, που, παρ’ ό,τι μοιάζει ανεξάρτητη από διήγημα σε διήγημα ωστόσο αποτελεί αδιάλειπτη συνέχεια του ίδιου μαγικού κόσμου που κατορθώνει να δημιουργήσει ο Πάνος Σκουρολιάκος σε τούτες τις υπέροχες πρόζες.
Και αν κανένας θα ήθελε να προσεγγίσει την ψίχα των κειμένων θα βρει αφηγήματα που μιλούν για μια κατάσταση δήωσης που απαντάται σήμερα στην Παλαιστίνη αλλά και στη μνημονιακή Ελλάδα, στο χθες και δυστυχώς στο σήμερα της Ιστορίας των λαών. Θα βρει καταστάσεις όπου μία φορά στη ζωή μονάχα αστράφτει η λάμψη του θαύματος κι όποιος μπορεί να καταλάβει τη σημειωτική του είναι τυχερός. Κι ακόμη κείμενα για τη μοναξιά και τις ευαισθησίες των μοναχικών ανθρώπων, των απόκληρων και ψυχικά τραυματισμένων, για τον τρόμο του θανάτου και για τον θρίαμβο του έρωτα και για τα μελαγχολικά πικροσάββατα των αποξενωμένων στα νοτιοδυτικά προάστια της Αθήνας. Και τέλος για την Αριστερά και τη θλίψη της ήττας, την πίκρα της παράδοσης των όπλων, τις εξορίες και το στραπάτσο της ζωής των αγωνιστών.
Η γραφή του Πάνου Σκουρολιάκου έχει μιαν εσάνς από τους αφηγηματικούς τρόπους και τη θεματική του Δημοσθένη Βουτυρά που ευωδιάζει πέρα ως πέρα την αφήγηση. Συσωματώνονται στοιχεία από τις Παραλογές και ευρύτερα απ’ το Δημοτικό τραγούδι, κι ακόμη κάπου κάπου αισθάνεσαι τη μυρουδιά του μπαρουτιού από τα μαϊτάπια κι απ’ τα χαλκούνια του Εγγονόπουλου. Για την ανίχνευση των επιρροών από την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου θα χρειαζόταν μια ξεχωριστή πραγματεία.
Οι πρόζες είναι τέλος ποιητικές. Χαρακτηρίζονται από μιαν extravaganza, μιαν υπερβολή που όμως εδώ πρόκειται για μια υπερβολή που είναι η πραγματικότητα, ή αλλιώς, όπως γράφει κάπου ο συγγραφέας για μια κατάσταση υπερβατική που έχει προηγηθεί: Λέγεται δε πως το άλλο θέαμα που είδαμε ήταν «η αληθής η όψη των πραγμάτων».
Οι πρόζες του Πάνου Σκουρολιάκου μοιάζουν σαν ένα ξεχείλισμα οδύνης, μια συναισθηματική πλημμυρίδα που κατακλύζει, με την ορμή που σπάζει ένα φράγμα, την πραγματικότητα. Ακροβατεί αυτή η γραφή ανάμεσα στο όνειρο, στη μαγεία και σε τσιρκολάνικες εικόνες και σκηνές και ουσιαστικά πραγματεύεται τις διαφορές που έχει ο εσωτερικός μας κόσμος με την πραγματικότητα ή πιο σωστά πραγματεύεται την πραγματικότητα του εσωτερικού μας κόσμου.
Ο Πάνος Σκουρολιάκος με τούτα τα κείμενά του εισάγει ένα μαγικό φελλινικό ουμανισμό στην πεζογραφία μας.