Της Έλενας Μαρούτσου
Υπάρχουν βιβλία που τα κυνηγάς και τα πετυχαίνεις στη γωνία, υπάρχουν βιβλία που αδίκως τα ψάχνεις, βιβλία που ενώ τα βρήκες δεν ήταν όπως τα φαντάστηκες, και βιβλία που προσγειώνονται στην πόρτα σου όπως πάντα ήλπιζες αλλά ποτέ δεν είχε συμβεί. Ποτέ μέχρι φέτος τον Αύγουστο που, ενώ έψαχνα απεγνωσμένα ένα ανάγνωσμα (παρατηρήσατε πόσο συγγενεύουν η απόγνωση με την ανάγνωση;) από κάποιες εκδόσεις που σοφά πράττοντας είχαν κλείσει για διακοπές κι έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι στο καλό θα γράψω αποκλεισμένη στη Ραφήνα χωρίς διαδίκτυο, άνοιξα ένα πρωί την πόρτα μου και βρήκα στο χαλάκι ένα βιβλίο.
Μπο Χου ήταν ο τίτλος. Εκδόσεις: Μελάνι. Συγγραφέας: Πλάτων Ανδριτσάκης. Ιδού η λύση του μυστηρίου. Ο Πλάτωνας Ανδριτσάκης μένει δυο πεύκα πιο πέρα.
Ο Πλάτωνας Ανδριτσάκης είναι μουσικός. Όταν βλέπω κάπου τ’ όνομά του η μνήμη μου μού σερβίρει την εξής ανάμνηση: συναυλία κι εκείνος να ερμηνεύει μια δική του εκδοχή του άσματος «Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο». Δεν έχω διασταυρώσει αυτή την ανάμνηση με τον ίδιο ούτε με κανέναν άλλο αλλά διαβάζοντας το Μπο Χου η σκηνή αυτή άρχισε να διεκδικεί την αυθυπαρξία της. Θα μπορούσε μάλιστα να ανήκει στο βιβλίο, καθώς το βιβλίο είναι ένας μικρός λαβύρινθος μνήμης σπαρμένης με πολλά τσιγάρα που η καύτρα τους οδηγεί τον αφηγητή μέσα από σκοτεινές διαδρομές κατευθείαν στο στόμα του Μινώταυρου. Πριν όμως φτάσουμε στο Μινώταυρο, δεν σας είπα για τον μίτο, δεν σας είπα για την Αριάδνη. Σιγά σιγά. Αυτό το κείμενο θα είναι δυο τσιγάρα ανάγνωση.
Η μνήμη γράφει τη δική της ιστορία
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τον αφηγητή να βρίσκεται στο σκοτάδι. Οι συνθήκες που τον έφεραν σε αυτή τη θέση δεν διευκρινίζονται, όμως μαθαίνουμε πως μέσα σε αυτό το σκοτάδι έχει γράψει το σημειωματάριο που τώρα είτε κρατάμε στα χέρια μας είτε το σιγοτρώει κάποιο σκουλήκι. Εξαρχής θα μπούμε στο ψητό: αυτός που θα γράψει τις επόμενες σελίδες είναι η μνήμη, μια μνήμη που θα επινοήσει γεγονότα, θα διαστρέψει άλλα, θα ξεχάσει αυτά που θα κληθεί να θυμηθεί αλλά στο τέλος θα γράψει τη δική της ιστορία, όπως κάνουν πάντα οι νικητές.
Μετά από αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο και μέχρι το τελευταίο, το μυθιστόρημα θα κινηθεί σε δύο άξονες: ο πρώτος είναι αυτός των αναμνήσεων όπου ο αφηγητής, ονόματι Πλάτωνας, θα ανατρέχει στο παρελθόν αφηγούμενος στιγμές από την παιδική και πρώιμη εφηβική του ηλικία. Ο δεύτερος άξονας είναι χωμένος στο παρόν, ένα παρόν θαμμένο κάτω από τόνους μπετόν μετά από έναν καταστροφικό σεισμό. Γιατί έτσι εξηγείται το σκοτάδι: ο αφηγητής πηγαίνει να ψωνίσει από ένα σούπερ μάρκετ την ώρα που αυτό καταρρέει υπό τις δονήσεις πολλών Ρίχτερ. Το σούπερ μάρκετ όμως δεν είναι ένα τυχαίο σούπερ μάρκετ. Είναι το σούπερ μάρκετ στη γωνία Κηφισίας και Αλεξάνδρας, το σούπερ μάρκετ που πήρε τη θέση της έπαυλης Θων, του σπιτιού όπου μεγάλωσε ο αφηγητής, και η οποία – για όποιον ενδιαφέρει η επαφή της τέχνης με την πραγματικότητα – υπήρξε στ’ αλήθεια και όντως στέγασε τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα.
Άλλωστε αυτή ήταν και η αφορμή να γραφτεί αυτό το βιβλίο: η έπαυλη Θων. Ζήτησαν οι εκδόσεις Μελάνι από τον Πλάτωνα Ανδριτσάκη να γράψει κάτι για την έπαυλη κι εκείνος τους παρέδωσε αυτό το μυθιστόρημα. Βέβαια, όπως κάθε σοβαρό αποτέλεσμα ξεφεύγει από την αφορμή που το γέννησε και τρέχει προς τα εκεί που ορίζει Κύριος οίδε ποιος, έτσι κι αυτό το βιβλίο, ενώ στεγάζεται το μισό στην έπαυλη και τ’ άλλο μισό στα ερείπια του σούπερ μάρκετ που ορθώθηκε στα θεμέλιά της, στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με την ανασύσταση του παρελθόντος και τη νοσταλγία που συνήθως το συνοδεύει. Οι σκηνές από την παιδική κι εφηβική ηλικία συνθέτουν ένα λαβύρινθο, ο οποίος οδηγεί τον αφηγητή στα έγκατα της ύπαρξης, εκεί που τον οδηγεί κι ο λαβύρινθος των μετασεισμικών ερειπίων στην προσπάθειά του να βγει στο φως.
Εδώ, η Αριάδνη δεν κρατάει το μίτο. Η μνήμη, με τα συνειρμικά της νήματα οδηγεί, κι ο έρωτας είναι συνοδοιπόρος του καταποντισμένου πρωταγωνιστή. Ένας συνοδοιπόρος πλασμένος άλλοτε από την ύλη του πιο απτού αισθησιασμού κι άλλοτε απ’ τη φασματική ύλη του ονείρου. Σκηνές όπως αυτή που ο πρωταγωνιστής καθαρίζει φασολάκια με τον πρώτο του έρωτα ή αυτή της πρώτης σεξουαλικής συνεύρεσης με μια υπηρετριούλα, το έπαθλό του για μια όχι και τόσο δίκαιη νίκη στα χαρτιά, είναι ταυτόχρονα συγκινητικές, αισθαντικές αλλά κι αυτοσαρκαστικές. Ο αφηγητής δεν ωραιοποιεί, όσο κι αν δείχνει ν’ αγαπά, τον εαυτό του κι ενώ μοιάζει να χτίζει ένα πολύ ελκυστικό χαρακτήρα, έρχονται μικρές πινελιές συμβιβασμού και προδοσίας να μουτζουρώσουν το κολακευτικό του πορτρέτο.
Περιμένοντας τη μουσική
Κακώς όμως πήρα το μονοπάτι της ζωγραφικής. Εγώ για τη μουσική ήθελα να πω. Κι ήθελα να πω το εξής: γνωρίζοντας την επαγγελματική ταυτότητα του συγγραφέα και διαβάζοντας επιπλέον στο «αυτί» του βιβλίου πως έχει γράψει μουσική για θέατρο, κινηματογράφο, μπαλέτο και τηλεόραση, περίμενα πότε η μουσική θα κάνει τη θριαμβευτική της είσοδο στην πλοκή. Ένα πικάπ που έπαιζε σ’ ένα πάρτι ιταλικά τραγούδια του ’60 δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες μου. Μπα, σε λίγο θα φανεί, έλεγα όπως αυτοί που προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους πως δεν τους έχουν στήσει στο ραντεβού. Κι όμως, η μουσική ήταν εκεί όλη την ώρα που περίμενα. Ήταν μέσα στις φράσεις, μπαινόβγαινε στις παραγράφους, έχτιζε την ένταση, χαμήλωνε και ύψωνε τους τόνους, δημιουργούσε μοτίβα που επανέρχονταν, αντιπαρέθετε αντιστικτικά ατμόσφαιρες και συναισθήματα, ετοίμαζε το κρεσέντο. Η μουσική ήταν εκεί. Κάποια στιγμή έστρεψα στη σωστή κατεύθυνση το βλέμμα και την είδα.
Κι αφού ομολόγησα την έτοιμη να στηθεί και να προδοθεί αναγνωστική φύση μου, ας ομολογήσω και το άλλο: στην αρχή οι σκηνές κάτω απ’ τα ερείπια του σούπερ μάρκετ με την κινηματογραφική ένταση και φρίκη τους μου φάνηκαν περιττές για το όλο αφηγηματικό εγχείρημα. Τις διάβαζα μάλιστα με κάποια ελαφριά δυσφορία χωρίς όμως να μπορώ να τις προσπεράσω καθώς ήταν τέτοια η δίνη τους που με ρουφούσε. Γεγονός όμως είναι πως αδημονούσα να περνάω στα κομμάτια της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας που ανέσυρε ο αφηγητής απ’ τη μνήμη του, των οποίων η υφή και το κλίμα μου ήταν απείρως πιο ελκυστικά. Μετά όμως, όταν χωρίς να καταλάβω συντονίστηκα με τη μουσικότητα της δομής, συνειδητοποίησα πως με έναν τρόπο οι σκηνές κάτω απ’ το γκρεμισμένο σούπερ μάρκετ κι οι σκηνές στην έπαυλη δεν διαδέχονταν απλώς η μία την άλλη αλλά συνομιλούσαν. Στη διάρκεια αυτής της μουσικής τους συνομιλίας τους οι σκηνές των ερειπίων δάνειζαν, μετάγγιζαν κάτι απ’ τη σκοτεινιά και το βάρος τους σε αυτές της νεότητας ώστε στο τέλος να συναντηθούν σε έναν χώρο σημαδεμένο από την απώλεια και το θάνατο, στο «δωμάτιο του κενού» όπως το είπα μέσα μου, καθώς διάβαζα.
Η σιωπή των τοίχων κι η φωνή της κριτικής
Δεν θα σας αποκαλύψω την τελευταία ανατροπή με την μετατόπιση αφηγητή και την αποκάλυψη σχετικά με «σιωπή των τοίχων» του εν λόγω δωματίου. Δεν θα το ήθελε κι ο συγγραφέας, ο οποίος αυτόν τον τίτλο σχεδίαζε αρχικά να του δώσει. Η σιωπή των τοίχων. Το τι σημαίνει όμως ο τίτλος που τελικά διάλεξε μπορώ να σας το αποκαλύψω: δεν σημαίνει τίποτα. Πού το ξέρω; Μου το είπε ο ίδιος. Όταν όμως ακούω «τίποτα» κάποιος διάολος με σπρώχνει να το γεμίσω με κάτι – πώς αλλιώς θα μπορούσα άλλωστε να γράφω; Θα σας παρουσιάσω λοιπόν την άποψή μου, ελπίζοντας πως ο Πλάτωνας, αφού παραδέχεται την αυθαιρεσία της μνήμης και την ουτοπία του έρωτα, να δείξει μεγαλοψυχία κι απέναντι στην αυθαιρεσία της κριτικής και την ουτοπία της ερμηνείας. Ιδού:
Μοιραία
Ποδοπατήματα
Όσων
Χωρίς
Ουρανό
Υπερίπτανται