Της Αρχοντούλας Διαβάτη
H Μαρία Κουγιουμτζή μετά τις συλλογές διηγημάτων: «Άγριο βελούδο», Καστανιώτης 2008 – βραβευμένη από το περιοδικό "Διαβάζω" και το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών– και «Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου;», έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα με τον αμλετικό τίτλο «Κι αν δεν ξημερώσει;»
Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς
Οι τρεις αξιωματικοί με τα συμβολικά-σιβυλικά ονόματά τους γυρίζουν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας από τη Στρατιωτική Ακαδημία Πολέμου και Εκδημοκρατισμού –κατ’ όνομα– στην πατρίδα. Στην αόρατη πόλη της επιθυμίας και της μνήμης –πόλη χωρίς όνομα, που κάποτε είναι περισσότερο η Θεσσαλονίκη παρά η Αθήνα, παρόλο το επινοημένο ποτάμι της, με τη λογοτεχνική της παράδοση να διασώζεται τουλάχιστον στα ονόματα των οδών, Ζωής Καρέλλη, Νικολάου Πεντζίκη ή Θέμελη, τους συλημένους τάφους των Εβραίων και το Πανεπιστήμιο, χτισμένο πάνω στα εβραίικα μνήματα– ένα παλίμψηστο στις σελίδες του Γιώργου Ιωάννου, με τα παλιότερα και τα σημερινά ονόματα των δρόμων της: Σβώλου ή Πρίγκηπος Νικολάου ή Πολωνίας.
Κι όσο κυκλοφορούν στους δρόμους περιμένοντας εντολές, το φανταστικό συναντά το ρεαλιστικό, τη δυστοπία της σημερινής οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα: λουκέτα στα μαγαζιά, σκουπίδια κι οδοφράγματα, άνεργοι, αυτοκτονίες, αποτρόπαιο επίκαιρο σκηνικό, η δύσκολη ανάσα από τα δακρυγόνα, κλομπ και ΜΑΤ – κι οι νέοι μάρτυρες ξανά στο θυσιαστήριο- «Τι είν’ αυτό που την κάνει να αγωνίζεται και να παλεύει, όπως το σκουλήκι που το κόβεις στη μέση κι αυτά τα δυο κομμάτια εξακολουθούν να κινούνται αυτόνομα, μάταια σ’ έναν απάνθρωπο νόμο που τα υποτάσσει σε κάτι τόσο εξευτελιστικό…»
Διαφορετικοί μεταξύ τους οι τρεις άντρες, με διαφορετική αποστολή, γεμάτοι ενοχές και μυστικά κι ανάμεσά τους γυναίκες με καλή αύρα, ξαδέρφη, αγαπημένη, μητέρα ή η θεία των ηρώων αντίστοιχα, νεκρές και ζωντανές, είναι «το πρόσωπο του καλού θεού», «τρυφερές και δημιουργικές». Από τους τρεις τελικά μόνον ο στρατηγός είναι που καταλήγει ένας επαναστατημένος άνθρωπος ενάντια στον ολοκληρωτισμό της εξουσίας.
Ένα αλληγορικό μυθιστόρημα
Το μυθιστόρημα φανταστικό και ρεαλιστικό κατά τις ανάγκες της αφήγησης, έχει τη φόρμα της αλληγορίας: η Στρατιωτική Ακαδημία-Κυβέρνηση και παράλληλοι μονόλογοι, όπου ο παντογνώστης αφηγητής παρακολουθεί τους τρεις αξιωματικούς στην περιδιάβασή τους, τις σκέψεις τους σε πλαγιογράμματα, σε πρώτο πρόσωπο αλλά και σε τρίτο, και την αργή τους δράση, παρεμβάλλοντας ως στάσιμα δικές του φιλοσοφημένες σκέψεις και εμπνευσμένες ποιητικές σελίδες ανένδοτης τρυφερότητας, καταγγελτικής σκληρότητας και λυρισμού: Το στόμα της τηλεόρασης ή του Δ/ντή, τα μαλλιά ή η κοιλιά της εξουσίας, τα μάτια του ανακριτή (σελ.25): μαύρες ποιητικές εικόνες ως το γκροτέσκο.
Είναι ένα ρωμαλέο μεγαλόστομο έργο που αποτυπώνει και καταγγέλλει τον ολοκληρωτισμό της Κυβέρνησης-Ακαδημίας, μαζί με την επίκαιρη φρίκη που σέρνεται στους δρόμους και κατατρώει την ανθρώπινη ύπαρξη. Διάχυτη καφκική ατμόσφαιρα στις σκέψεις των τριών αντρών και τις περιπλανήσεις στην πόλη και στον εαυτό τους. Όπου κι αν πάνε ο Μεγάλος Αδελφός θα τους βρει. Πρέπει να πληρώσουν την εμπλοκή τους με το οργουελικό κράτος της Ακαδημίας. Ξέρει η συγγραφέας με τα ξεχωριστά της διηγήματά ως τώρα να ανιχνεύει και να αποκαλύπτει την κοινοτοπία του κακού και να τη χρησιμοποιεί ως αφηγηματική ύλη. Η ερώτηση του τίτλου βέβαια ακυρώνεται με την αφύπνιση στο τέλος του στρατηγού Βέλλα και τη στάση του απέναντι στην εξουσία.
Αλλά βέβαια η καλή λογοτεχνία δεν γράφεται με τις υψηλές ιδέες, είναι κατόρθωμα της γλώσσας – κι η γλώσσα και το ύφος στο μυθιστόρημα της Μαρίας Κουγιουμτζή. θυμίζει τη λογοτεχνία που γράφεται και εκδίδεται στην Ελλάδα μετά τη χούντα, στον καιρό τη μεταπολίτευσης. Το νοσταλγεί κανείς αυτό το είδος μετά το ασπόνδυλο μεταμοντέρνο των τελευταίων χρόνων, παρόλο που το μυθιστόρημα –κι όχι μόνο για να μην είναι αναμενόμενο, αλλά για να είναι μυθιστόρημα– πρέπει να καταφέρνει κάθε φορά να σηκώνει τον πέπλο και να «φέρνει στο φως ένα άγνωστο κομμάτι της ύπαρξης».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ