Της Έλενας Μαρούτσου
Έναν στίχο από τραγούδι διάλεξε η Σωτηρία Σταυρακοπούλου για τίτλο του τελευταίου της βιβλίου, που η ίδια ονομάζει μυθιστόρημα αλλά θα μπορούσε πολύ ωραία να είναι και συλλογή τεσσάρων εκτενών διηγημάτων, αφού το καθένα «στέκει» από μόνο του: οι ήρωες του ενός καθόλου δεν εμπλέκονται με αυτούς κάποιου άλλου, οι χώροι και χρόνοι δράσης είναι διαφορετικοί, οι πλοκές δεν «πλέκονται» σε κανένα σημείο μεταξύ τους.
Δεν θέλω να υπονοήσω πρόθεση εκ μέρους της συγγραφέως ή του εκδότη να «πλασαριστεί» το βιβλίο με την πολύ πιο δημοφιλή ταμπέλα του μυθιστορήματος αντί αυτής των διηγημάτων. Θέτω όμως ένα ερώτημα. Στο ερώτημα αυτό ίσως η απάντηση να βρίσκεται στον τίτλο, όπως μάλλον θα έλεγε προς υπεράσπισή της η συγγραφέας: «Αχ, Ελλάδα, σ’ αγαπώ» ιδού το πλαίσιο που ενώνει όλες αυτές τις ιστορίες κυρία μου (εγώ είμαι αυτή): η Ελλάδα και τα συναισθήματα που τρέφουν προς αυτήν τα ζεύγη ηρώων που πρωταγωνιστούν σε κάθε ιστορία. Εντάξει, θα πω τότε εγώ, μια κουβέντα είπαμε, πάντως ξανασκεφτείτε το αυτό με τα διηγήματα. Δεν έχω να σκεφτώ τίποτα, είπαμε: μυθιστόρημα. Να το πούμε τότε σπονδυλωτό; Μόνο μαλάκιο, μην το πείτε, θα έπρεπε ν’ απαντήσει τότε η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, σ’ έναν από τους φανταστικούς διαλόγους που λαμβάνουν χώρα στο μυαλό μου καλοκαιριάτικα αλλά και σε άλλες εποχές του χρόνου.
Ας επιστρέψουμε στον τίτλο γιατί ενώ τον θίξαμε δεν τον εξαντλήσαμε: ο τίτλος προέρχεται από ένα τραγούδι λαϊκό ή έντεχνο (νομίζω πως αυτοί που γράφουν έντεχνα χαίρονται να τα λένε λαϊκά και το αντίστροφο) και διαβάζοντάς τον συνειδητοποίησα πως μου ήταν τόσο οικείος που δεν θυμόμουν καθόλου συνθέτη και τραγουδιστή, σαν να είχε το τραγούδι ενσωματωθεί αυτούσιο στη μνήμη μου, αυτοδημιούργητο, χωρίς πατέρα, μητέρα κι αφεντικό. Τόσο οικείο μάλιστα μου ήταν, που δυσανασχέτησα. Σκέφτηκα πως ποντάροντας σε ένα τόσο δημοφιλές τραγούδι, η συγγραφέας επιχειρεί να δρέψει εύκολες δάφνες. Προχωρώντας στο εσωτερικό, στην αφιέρωση διάβασα: «Στη μνήμη του Μανόλη Ρασούλη και του Νίκου Παπάζογλου, που μου χάρισαν τον τίτλο αυτού του βιβλίου». Η σκληρή μου καρδιά μαλάκωσε. Οι αναμνήσεις γίνανε βόλια, όπως λέει κι ένα άλλο λαϊκό τραγούδι, τα γλυκά φαντάσματα των δυο εκλιπόντων χαλάρωσαν τον ασφυκτικό κλοιό των ενστάσεών μου και ξεκίνησα το διάβασμα μ’ ένα αχνό χαμόγελο.
Τέσσερις ιστορίες, ένα μυθιστόρημα
Στην πρώτη ιστορία πρωταγωνιστεί ένας Γάλλος διπλωμάτης ρωσικής καταγωγής κι ο Αλβανός που φροντίζει τα κτήματά του στη Μάνη. Τις ιστορίες τους τις ακούμε, πρώτα του ενός και μετά του άλλου, από τα στόματά τους, όχι όμως σαν εσωτερικούς μονολόγους αλλά σαν να μιλούν απευθυνόμενοι σε έναν αόρατο ακροατή. Στη δεύτερη ιστορία μιλάει μια νεαρή πτυχιούχος κοινωνικών σπουδών που απασχολείται σε διάφορες δουλειές σχετικές ή κι εντελώς άσχετες με τις σπουδές της, όπως σ’ ένα μίνι μάρκετ όπου βοηθάει τη μεσήλικη ιδιοκτήτριά του, η οποία μας αφηγείται κι αυτή την ιστορία της στο ίδιο στυλ μονολόγου ή μονομερούς διαλόγου που είδαμε και στο πρώτο ζεύγος αφηγητών και που επαναλαμβάνεται σε όλες τις ιστορίες. Στην τρίτη ιστορία ακούμε μια Γεωργιανή που αντλεί χαρά και δύναμη απ’ τις ραδιοφωνικές εκπομπές της Θεσσαλονίκης και φροντίζει έναν υπερήλικα, λάτρη της αρχαίας ιστορίας. Ο υπερήλιξ παίρνει κι αυτός με τη σειρά του τη σκυτάλη της αφήγησης έτσι που ξεκινώντας από τη λατρεία του για την αρχαία Ελλάδα σιγά σιγά διαφαίνεται η λατρεία του για τη Γεωργιανή. Στην τελευταία ιστορία σπάει το μοτίβο των ζευγών κι έχουμε τρεις αφηγητές: δυο γυναίκες συγγραφείς. Η πρώτη εκπροσωπεί αυτό που η ίδια αντιλαμβάνεται ως ποιοτική λογοτεχνία ενώ η δεύτερη δηλώνει ανερυθρίαστα μπεστσελερίστρια που «παίζει» τους εκδότες. Ένας από αυτούς τους εκδότες, με πνευματικά ενδιαφέροντα κι ιστορία στο χώρο του είναι ο τρίτος αφηγητής, ο οποίος σχετίζεται επαγγελματικά και με τις δυο συγγραφείς.
Στα υπέρ του βιβλίου συγκαταλέγω την επιλογή της συγγραφέως κάθε ζεύγος απ’ τις τρεις πρώτες ιστορίες να απαρτίζεται από εργοδότη και εργαζόμενο. Στο τρίο της τελευταίας, αν και δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτούς ακριβώς τους όρους, και πάλι η σχέση των τριών καθορίζεται από τις υπηρεσίες που προσφέρει ο ένας στον άλλον. Η εργασία λοιπόν κι οι σχέσεις εξάρτησης κι εξουσίας που συνεπάγεται δίνουν ένα ενδιαφέρον πλαίσιο στις σχέσεις που περιγράφονται και μια διαφορετική οπτική γωνία κάθε φορά στον εκάστοτε αφηγητή για να πει την ιστορία του.
Η ρεαλιστική διάθεση είναι εμφανής κι έχει γίνει ευσυνείδητη προσπάθεια από τη συγγραφέα κάθε πρόσωπο που μιλάει να έχει τη δική του «φωνή», ανάλογα με το χαρακτήρα, το φύλο, τη μόρφωση κι εν γένει τις περιστάσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, κοινός παρονομαστής σε όλους είναι μια υπερχειλίζουσα φλυαρία, η ανοικονόμητη παράθεση μικρογεγονότων, παρενθέσεων, αναμνήσεων, σχολίων, παρεκβάσεων και κόντρα παρεκβάσεων, που «μπουκώνουν» τη ροή της αφήγησης, θάβοντας συχνά ενδιαφέρουσες σκηνές και συναισθήματα κάτω από ένα βουνό από «σφήνες» που δεν τα αφήνουν, κατά τη γνώμη μου, να αναδειχθούν. Μόνο μία εκ των πρωταγωνιστριών-αφηγητριών, η φοιτήτρια κοινωνικών σπουδών, δηλώνεται εκ χαρακτήρος «φλύαρη». Εκ των πραγμάτων όμως, η αφήγησή της, δεν είναι περισσότερο φλύαρη από των υπολοίπων.
Μια δόση τσαχπινιάς
Για να επιστρέψουμε όμως στα πλεονεκτήματα του βιβλίου, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η συγγραφέας αφηγείται πολύ πειστικά όχι μόνο γεγονότα και καταστάσεις που άπτονται των δικών της σπουδών κι εμπειρίας (η Σωτηρία Σταυρακοπούλου είναι φιλόλογος και διδάσκει στην Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ) αλλά παρουσιάζει εξίσου ρεαλιστικά και χώρους «ξένους» για τους οποίους είναι εμφανές πως έχει κάνει καλή έρευνα.
Αν όμως ερχόταν κάποιος (αυτός ο κάποιος θα μπορούσε να είναι κι η ίδια η συγγραφέας, έτσι ώστε να κλείσουμε τον ωραίο φανταστικό διάλογο τον οποίο είχαμε ξεκινήσει) και με ρωτούσε: Με λίγα λόγια (υπονοώντας πως -φευ- κι εγώ τείνω προς τη φλυαρία και τις απανωτές παρενθέσεις) τι σου άρεσε κυρία μου σε αυτό το βιβλίο; Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ, θα έλεγα, είναι ο υπόγειος τρόπος με τον οποίο το βιβλίο επικοινωνεί με το τραγούδι του Ρασούλη. Αν δηλαδή μια καθηγήτρια έβαζε ποτέ σαν θέμα «Γράψτε μου μια ιστορία που να εικονογραφεί το "Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ"» ένα τέτοιο κείμενο θα περίμενα να διαβάσω, γεμάτο επίγνωση, ειρωνεία, περηφάνια, πικρία και μια δόση θεσσαλονικιώτικης τσαχπινιάς.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ