Του Γιώργου Βέη
«Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, όπου ομιλείται μια άλλη γλώσσα». Λ. Π. Χάρτλεϊ
Μαζί με τα δύο προηγούμενα έργα της ίδιας συγγραφέως, με τίτλους αντιστοίχως Σκοτεινός Βαρδάρης (Κέδρος, 2005) και Πατρίδα από βαμβάκι (Κέδρος, 2009), το Δυο φορές αθώα απαρτίζει μιαν ευδιάκριτη, χαλαρή τριλογία όπου, μεταξύ άλλων, οι κανόνες, οι οποίοι διέπουν τη γέννηση, την ανάπτυξη και την εδραίωση μιας βασανιστικής δυστοπίας ερευνώνται με υποδειγματική διαύγεια, εννοιολογική συνέπεια και ρηματική ευελιξία.
Καθορίζοντας κι εδώ με άνεση έναν μείζονα γεωπολιτικό χώρο πνευματικών ανταλλαγών, αιματηρών συρράξεων, θανάσιμων φυλετικών παθών, αλλά και κρίσιμων συναισθηματικών κρυσταλλώσεων, τα πρόσωπα-φορείς της διηγητικής τέχνης της Έλενας Χουζούρη επαληθεύονται περισσότερο ως αυθεντικά υποχείρια των Καιρών, ως αρχετυπικά πλατωνικά ανδρείκελα, με άλλα λόγια, παρά ως αυτόνομα και αυτεξούσια ορόσημα του Βίου.
Από την πλευρά της η κύρια περσόνα, η Βερόνικα Κ., επιβεβαιώνει επιπροσθέτως την αρχή, η οποία, κοσμώντας λατινιστί την επιτύμβια στήλη του Αρθούρου Σοπενχάουερ, εκείνου του ρηξικέλευθου αναλυτή τόσο των πράξεών μας, όσο και των καταλυτικών παραλείψεων μας, ορίζει απλώς ότι «Qui bene amat bene castigat», ήτοι «όποιος αγαπά πολύ, τιμωρεί πολύ». Η πατρική αγάπη συνιστά εν προκειμένω την ύψιστη ποινή. Ο πατέρας, ο Αναστάσης Κ., εγκαταλείπεται από τη σύζυγό του, εξόριστος ων. Χάνοντας Πατρίδα και Γυναίκα, αγκιστρώνεται φανατικά στη κόρη του Βερόνικα. Η τελευταία υποκαθιστά έτσι ενδομύχως και αυτομάτως ό,τι ακριβώς απώλεσε ο ίδιος τελεσίδικα μέσα στη δίνη των πολιτικών, αλλά και ατομικών κολαστηρίων. Η κόρη καθίσταται κατά συνέπεια το ανομολόγητο ερωτικό είδωλο. Η συμβολοποιημένη κτήση του αγαθού. Γι’ αυτό και ο θαυμαστής της νεότητάς της, ο Ιόσιφ Μπ., συνιστά τον απόλυτο εχθρό, τον εισβολέα και πολυμήχανο διεκδικητή του φαντασιακού, πλην όμως πολυπόθητου αντικειμένου μιας σαφώς παθολογικής αγάπης. Κάθε άλλο παρά γονικής. Κι αν δεν είναι δυνατή ως εκ των πραγμάτων η φυσική εξόντωση του Ιόσιφ, την οποία εννοείται ότι ονειρεύεται συνεχώς ο πάλαι ποτέ φανατικός πολεμιστής, ο κραταιός παλαίμαχος των βουνών Αναστάσης Κ., τουλάχιστον μπορεί να αναχαιτισθεί στους προμαχώνες των ερώτων. Ως ο πλέον επικίνδυνος πομπός του σεξουαλικού καλέσματος προς το πολύτιμο Θήλυ, ο Ιόσιφ Μπ. εξοβελίζεται εντέχνως και το κυριότερο εγκαίρως στη σφαίρα των ημιμύθων. Γι΄ αυτό και τα γράμματά του θα μείνουν αναπάντητα στον αιώνα. Ο θάνατός του, ως πνευματικό γεγονός, προηγείται κατά πολύ του φυσικού του τέλους.
Ευλόγως ο αναγνώστης θα θυμηθεί τους μηχανισμούς, οι οποίοι καθιστούν την συνύπαρξη μέσα στην αγάπη –σχεδόν– ανέφικτη. Εκτός κι αν αυτό το «σχεδόν» εν τέλει διαγράφεται από την ίδια την τροπή των πραγμάτων. Ή όπως μας συμβουλεύει η λακανική θυμοσοφία: «η αγάπη είναι ανέφικτη, και η σεξουαλική σχέση βυθίζεται στο μη νόημα, πράγμα όμως που δεν μειώνει καθόλου το ενδιαφέρον που πρέπει να έχουμε για τον Άλλον». (Βλ. Encore/Ακόμη, δίγλωσση έκδοση, μεταγραφή κειμένου: Ζακ-Αλέν Μιλέρ, πρόλογος- μετάφραση - σημειώσεις: Βλάσης Σκολίδης, Εκδόσεις Ψυχογιός).
Τα επαναπατρισμένα τέκνα
Ανακεφαλαιώνω και διακρίνω κατά τη χρονολογική ανέλιξη τα εξής: η πενηνταοκτάχρονη σήμερα Βερόνικα Κ. γεννήθηκε στην Τασκένδη από Έλληνες γονείς, οι οποίοι εκόντες άκοντες φυγαδεύτηκαν εκεί μετά τον ημέτερο Εμφύλιο. Ζώντας κάτω από την ίδια στέγη με τον ιδιαίτερα αυταρχικό, δύστροπο και περίκλειστο πατέρα της, βιώνει έναν χρόνιο ευνουχισμό του νου. Η παθογένειά της αφορά στην παθογένεια μιας ολόκληρης γενιάς. Πολλά χρόνια μετά και συγκεκριμένα το προβληματικό έτος 2011, παρέχοντας μια συνέντευξη σε μια νεαρή δημοσιογράφο, η οποία ερευνά αόκνως την τύχη των τέκνων των δικών μας πολιτικών προσφύγων, τα οποία επαναπατρίστηκαν, η Βερόνικα, στην Αθήνα πλέον κι αυτή μόνιμα εγκατεστημένη, αφήνει να διαφανεί ένα ικανό μέρος του ψυχικού της υποστρώματος και των ποικίλων βεβαίως τριβών, οι οποίες το χαρακτηρίζουν σε μακροχρόνια μάλιστα βάση. Η καταφανώς de profundis εξομολόγηση αποκαλύπτει έναν πολλαπλώς περιτμημένο εαυτό. Η ομολογούμενη αβελτηρία του λεγόμενου modus operandi, ήτοι της πρακτικής λογικής, αποτελεί στην προκειμένη περίπτωση το απείκασμα μιας συσσωρευμένης καταπίεσης, κυρίως στον τομέα της ψυχοπνευματικης εξέλιξης της Βερόνικας, η οποία ασκήθηκε αδιάκοπα από τους στροβίλους της Ιστορίας. Η βία, την οποία συνεπάγεται κατά τρόπο νομοτελειακό σχεδόν η εγελιανή προς τα άνω εξέλιξη, είναι ανάλογη των επιτυχιών και των αποτυχιών, τις οποίες σημειώνει διαδοχικά ο πολιτισμός της βίας και της όποιας συνύπαρξης σε πλανητική διάσταση. Αυτό είναι το μάθημα που ξέρει πολύ καλά η κόρη του Αναστάση Κ. Αν μάλιστα θα έδινα συνοπτικά την ταυτότητα της εσωτερικής τοπιογραφίας της, όπως ακριβώς ανιχνεύεται κατά την περίοδο της ενηλικίωσής της και πολλά χρόνια εν συνεχεία, θα μου αρκούσε να απομονώσω μιαν αποτίμηση, την οποία δανείζομαι κατά λέξη από την αδιάπτωτη, καθόλα συναρπαστική αφηγηματική ροή: «…αδυνατεί ν’ αντισταθεί στη μνήμη, αδυνατεί να τα βγάλει πέρα με το χρόνο, τη γυρίζει, τη στριφογυρίζει και όλα μοιάζουν ανάκατα, φύρδην μίγδην που λέμε, κουρελάκια που πάνε από ΄δω και από ΄κει με το πρώτο αεράκι και εκείνη αρπάζει πότε το ένα, πότε το άλλο, προσπαθεί να τα ενώσει, να δώσει μια ενότητα στη ζωή της, να κολλήσει όλα αυτά τα κομμάτια που κάποια στιγμή, μια πολύ παλιά στιγμή, διαλύθηκαν κι εξαφανίστηκαν».
Η δεύτερη μετανάστευση
Συγκρατώ ότι πρόκειται για την τελευταία συνέντευξη της εικοσιεπτάχρονης δημοσιογράφου, η οποία θα αναγκαστεί να μεταναστεύσει με τη σειρά της σε πείσμονα αναζήτηση εργασίας, μετά το κλείσιμο της επιχείρησης στην οποία είχε επενδύσει ματαίως, όπως και άλλοι συνάδελφοί της, το επαγγελματικό της μέλλον. Στο σημείο αυτό η μια αυταπάτη ανταποκρίνεται στην άλλη. Το δέλεαρ της μετανάστευσης αρκεί, υπαινίσσεται ο ασίγαστος συγγραφικός τόνος, για να ξετινάξει κυριολεκτικά μιαν ακόμη ύπαρξη. Μετανάστευση, επαναπατρισμός, μετεγκατάσταση, αποδημία, επανεξέταση των όρων επιστροφής, αναβολή των σχεδίων δεύτερης μετανάστευσης και παλιννόστηση είναι οι όψεις ενός ρομάντζου ψευδαισθήσεων, αυταπατών, κάθετων πτώσεων στο κενό χωρίς δίχτυ, αλλά και πιθανολογούμενων ανακάμψεων και αναπτερώσεων του εγώ. Για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής παραθέτω τις παρεμφερείς αποσαφηνίσεις του επαρκέστατου Βάσκου μυθιστοριογράφου Μπερνάντο Ατσάγα: «Είπα πως οι μετανάστες κουβαλούν πάντα μαζί τους μια παιδαριώδη ιδέα – «εδώ ο κόσμος είναι κακός, εκεί που πάω θα είναι τίμιος. Εδώ ζω άθλια, εκεί θα ζω με άνεση» - και από αυτή τη φαντασίωση αναδύεται μια πρώτη ιδέα του παραδείσου. Όμως στη συνέχεια, με τα χρόνια, κάπως απογοητευμένοι από την καινούργια χώρα, έχοντας επίγνωση του πόσο δύσκολο είναι να ξεκινάς από την αρχή, παράγεται η αντίστροφη κίνηση, όπως του εκκρεμούς που είχαμε απέναντί μας, και τότε η γενέθλια γη αρχίζει να αποκτά παραδείσια χαρακτηριστικά». (Βλ. Ο γιος του ακορντεονίστα, εκδόσεις Εκκρεμές).
Προς το τέλος της συνάντησης των δύο γυναικών θα διευκρινισθεί μια σημαντική πτυχή του παρελθόντος της ηρωίδας. Αλλά μόνον προς όφελος των αναγνωστών. Η Βερόνικα Κ., αν και απεξαρτημένη πλέον από τα δεινά της συμβίωσής της με τον πατέρα της, θα συνεχίσει να ζει άμοιρη της πλήρους αλήθειας, η οποία συνέχει την οικογενειακή της ιστορία. Το οξύμωρον διεκδικεί συνεπώς την παράταση της ειρωνείας επ’ αόριστον. Αν και το όνομά της ετυμολογικά ταυτίζεται με την αλήθεια, (πρβλ. το σολωμικό πρόταγμα «Vera amo, Vera sequor»), εν τούτοις η Βερόνικα Κ. φαίνεται ότι δεν είναι προγραμματισμένη να την κατακτήσει πλήρως. Η ετυμηγορία περί διπλής αθωότητας αφορά στον διπλό ακούσιο αποκλεισμό: από τον έρωτα, αλλά και από τη φυσική κοιτίδα, δηλαδή την Πατρίδα. Η φορά των συγκυριών αποδεικνύεται ανελέητη. Έχει όμως κάνει ένα βήμα μπροστά. Αναπνέει σαν ένας άλλος άνθρωπος. Κάτι είναι κι αυτό: η Έλενα Χουζούρη δείχνει εδώ προς τη μεριά αυτού του άμεσου ηθικού κέρδους από έναν μερικό έστω αυτοπροσδιορισμό του εγώ.