Της Έλενας Μαρούτσου
«Ποδηλατώντας πεζή» τιτλοφορεί τον πρόλογο αυτής της συλλογής ο Κώστας Κατσουλάρης, δηλώνοντας με αυτόν τον παιγνιώδη (τι λέξη κι αυτή) τρόπο τις δυο κοινές συνιστώσες αυτής της συλλογής: την πεζογραφία –όλα τα κείμενα που περιέχονται σε αυτήν είναι πεζά – και τη χαλαρή περιδιάβαση σε διάφορες περιοχές της λογοτεχνίας.
Όταν κάνεις ποδήλατο είναι φανερό πως ο πρώτος σου στόχος δεν είναι να φτάσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα στον προορισμό σου. Όταν μάλιστα γύρω σου κυκλοφορούν αυτοκίνητα, ούτε η ασφάλεια είναι το πρωταρχικό σου μέλημα. Η ποδηλατάδα είναι συνδεδεμένη με την απόλαυση και με το πετάλι.
Έτσι κι εδώ, εφόσον έχουμε να κάνουμε με πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς (με εξαιρέσεις: τρεις εξ αυτών έβγαλαν φέτος το πρώτο τους προσωπικό βιβλίο), το πετάλι είναι ο αναγκαίος κόπος του πρωτάρη κι η απόλαυση της γραφής η κινητήριος δύναμη για να βγάλει κανείς την ανηφόρα. Την προσπάθεια στη συγκεκριμένη περίπτωση εμψυχώνει ο Κώστας Κατσουλάρης, μια που οι συγγραφείς των διηγημάτων αυτής της συλλογής έχουν όλοι βρεθεί σε κάποια απ’ τις ομάδες που συντονίζει ο εν λόγω συγγραφέας. Διαβάζοντας στον πρόλογό του λοιπόν γι αυτή την κοινή προσπάθεια, αυτή τη μαθητεία (ας μην ξεχνάμε πως ο τίτλος «Μαθαίνοντας ποδήλατο» υπονοεί μια διαδικασία η οποία ακόμα συνεχίζεται) δεν μπόρεσα να μη διακρίνω ταπεινότητα ως προς τις προθέσεις –μας προειδοποιεί πως αναγκαστικά κάποια από αυτά τα κείμενα έχουν τον «αέρα του πρωτόλειου»– αλλά και περηφάνια όταν και προς δική του έκπληξη διαπιστώνει πως κάποια από αυτά τα διηγήματα μοιάζουν να έχουν βγει από ώριμες πένες.
Άνοιγμα προς τον κόσμο
Πρέπει να ομολογήσω πως συντονίζοντας κι εγώ ομάδες δημιουργικής γραφής εδώ και κάποια χρόνια, μπορώ να νιώσω, έτσι πιστεύω, κάποια από τα συναισθήματα που συνοδεύουν μια τέτοια έκδοση. Δεν έχω σκοπό να στρέψω την κουβέντα στον εαυτό μου, θέλω μόνο να πω πως καταλαβαίνω το αίσθημα χαράς αλλά κι ευθύνης που συνοδεύει ένα τέτοιο άνοιγμα προς τον κόσμο. Μια ομάδα δημιουργικής γραφής είναι, όπως όλες οι ομάδες, ένα μικρό κλειστό σύμπαν. Όσα συμβαίνουν στα πλαίσια των εργασιών της (των αναγνώσεων, των ασκήσεων, της αλληλοστήριξης αλλά και της αλληλοκριτικής) είναι άκρως ενδιαφέροντα και συχνά πολύ χρήσιμα μέσα στο πλαίσιο αυτής της ομάδας. Όταν η ομάδα αυτή αποφασίζει να εκδώσει κάποια απ’ τα κείμενά της, τότε το προστατευτικό κουκούλι της ομάδας σκίζεται. Τα κείμενα πετούν προς τα έξω.
Μια που η μεταφορά του ποδηλάτου εξελίχτηκε σε μεταφορά πτήσης, ας προσθέσω και το εξής. Πετώντας όλα μαζί τα κείμενα, υπό μορφή συλλογής είναι πιο ασφαλή. Όπως δηλώνει κι ο υπεύθυνος της συλλογής κάποια είναι πιο δυνατά κι αυτά στηρίζουν και κάποια που από μόνα τους θα ήταν αρκετά ευάλωτα στη δημόσια έκθεση. Το σύνολο καλύπτει μια αρκετά ευρεία γκάμα από πλευράς θεματικής, γλώσσας και ύφους, όμως κοινή συνισταμένη όλων αποτελεί η σύγχρονη εποχή. Ιστορίες μιας ρευστής εποχής αναγράφεται με μικρά γράμματα κάτω απ’ τον τίτλο, και πράγματι το καθένα τους αποτελεί ένα μπάλωμα, ένα κομματάκι ύφασμα στο πολύχρωμο πάτσγουορκ της σημερινής εποχής.
Πάτσγουορκ της εποχής
Το ομώνυμο διήγημα της Ελένης Γαλάνης (Patchwork), το πρώτο της συλλογής, είναι όντως ένα πάτσγουορκ, μια συρραφή από τέσσερα προϋπάρχοντα κείμενα: μια γνωστοποίηση–αποποίηση ευθύνης από μια τράπεζα, ένα άρθρο από τον Pitsiriko, ένα διαφημιστικό σποτ στο ραδιόφωνο κι ένα διαφημιστικό banner στο Internet. Η συρραφή είναι πετυχημένη και το αποτέλεσμα αρκετά σκωπτικό. Η μόνη μου ένσταση είναι ότι το χιούμορ του διηγήματος στηρίζεται αρκετά στα αντίστοιχα αποσπάσματα από τον Pitsiriko. Για να γίνω πιο κατανοητή, θα έλεγα πως αν κάποιος επί παραδείγματι έφτιαχνε ένα κολλάζ μέσα στο οποίο χρησιμοποιούσε ολόκληρες φωτογραφίες από έναν γνωστό και καταξιωμένο φωτογράφο, θα κινδύνευε το τελικό αποτέλεσμα να φέρει τόσο έντονα τη σφραγίδα του φωτογράφου, που τελικά ή να «καπελώνει» το κολλάζ, ή να δρέπει τις δάφνες του.
«Τα μωβ λουλούδια» της Βίκυς Γκόγκου και «Η τελευταία συνάντηση» της Μάριας Διαμάντη διέπονται από λιτότητα στη γλώσσα και αφηγηματική πυκνότητα, αρκετά σημαντικές αρετές για το λογοτεχνικό είδος που υπηρετούν. Το πρώτο χρησιμοποιεί την τεχνική του συνειρμού για να μιλήσει για την απώλεια και το πένθος κι έχει ένα αρκετά ενδιαφέρον τέλος που βάζει αναπάντεχα στο χορό και την ενοχή. Το δεύτερο διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σ’ ένα εστιατόριο όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα έχει ραντεβού μ’ έναν άντρα. Μου φάνηκε ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο μέσα από λεπτές παρατηρήσεις σε σχέση με το περιβάλλον και τα δευτερεύοντα πρόσωπα αποκτούμε εικόνα της γυναίκας που αφηγείται και της σχέσης της με την κόρη της χωρίς περιττές λεπτομέρειες και συναισθηματολογίες. Αν ήταν θεατρικό θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εδώ για δραματουργική οικονομία.
Το «Δωμάτιο υπηρεσίας» της Κέλλυς Θεοδωρακοπούλου στηρίζεται σε μια πολύ ωραία, κατά τη γνώμη μου, ιδέα: ένα δωμάτιο υπηρεσίας που ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ως τέτοιο όπως ήταν αρκετά συνηθισμένο κάποια εποχή στη μικροαστική Αθήνα. Ο φακός της συγγραφέως παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στο δωμάτιο αυτό που στέγαζε κατά καιρούς διάφορους ασθενείς συγγενείς της οικογένειας μέχρι να έρθει η ώρα και των ίδιων των γονιών. Πικρό και ρεαλιστικό, κλείνει μ’ ένα τέλος που ενώ κάποιοι θα μπορούσαν να το πουν αισιόδοξο, εγώ το βρήκα ακόμα πιο πικρό.
Στο «Έντονο μαύρο» της Μαργαρίτας Καλαϊτζάκη, στο ΜΑΤ-ness της Μαρίας Καλλιόρη και στο «Ελεύθεροι υπηρεσίας της Μαρίας Τζαμπούρα πρωταγωνιστούν ένστολοι σε επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας. Ενώ το πρώτο υιοθετεί μια πιο ρομαντική και ίσως λίγο αναμενόμενη οπτική (ένας ματατζής και μια διαδηλώτρια που γνωρίζονται σε μια συμπλοκή), το δεύτερο, βάζοντας στο κέντρο της πλοκής μια αγελάδα (εδώ τα Ματ έχουν απέναντί τους αγρότες που έχουν φέρει και τα ζώα τους) νομίζω θα κερδίσει το χαμόγελο του αναγνώστη αν μη τι άλλο για την πρωτοτυπία του. Την προσοχή μου τράβηξε το τρίτο για το ρεαλισμό και τη σωστά δουλεμένη γλώσσα του που απέδωσε με αρκετή ακρίβεια το πώς θα μονολογούσε από μέσα του ένας ματατζής, χωρίς το αποτέλεσμα να υποπίπτει σε κλισέ.
Το διήγημα που κέρδισε το δικό μου χαμόγελο είναι το «Σ όπως σχέση» του Γιάννη Καρκανέβατου, όχι μόνο για την πρωτοτυπία του – η δομή του είναι στηριγμένη σε μια σειρά από λέξεις παραταγμένες με αλφαβητική σειρά, σαν τα λήμματα ενός λεξικού, το καθένα από τα οποία ανακαλεί αναμνήσεις και ανασυνθέτει αποσπάσματα από τη ζωή μιας σχέσης. Εξαιρετική γλωσσική ευαισθησία και δύναμη εκφραστικών μέσων. Το διήγημα πάλλεται από αίσθημα.
Το Countdown της Μέμης Κατσώνη, το Magie the cat της Άλκηστης Μαυράκη κι η Ομίχλη της Αλεξάνδρας Μαραγκοπούλου, αρκετά διαφορετικά ως προς τη θεματική τους, βασίζονται και τα τρία σε ενδιαφέρουσες ιδέες, στα όρια του φανταστικού η πρώτη και στα όρια του ρεαλισμού η δεύτερη κι η τρίτη, που όμως ίσως ήθελαν λίγο διαφορετική ανάπτυξη για να πραγματωθούν.
Το «Κέικ γεωγραφίας» της Παυλίνας Μάρβιν, απ’ την άλλη πλευρά, όχι μόνο πλέχτηκε γύρω από μια αρκετά παιχνιδιάρικη κι έξυπνη ιδέα –η Έλλάδα μετά από απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων ξεκολλάει σαν αυτοκόλλητο από τον χάρτη και ταξιδεύει προς άγνωστη κατεύθυνση– αλλά και η πραγμάτωσή της είναι εξαιρετική. Με γλώσσα εξίσου χαριτωμένη και παιγνιώδη (πάλι αυτή η λέξη) όσο και το θέμα, μας δείχνει μέσα απ’ τον καθρέφτη του φανταστικού πλευρές της κοινωνικής πραγματικότητας αρκετά ρεαλιστικές. Πολύ ισορροπημένο το παιχνίδι ανάμεσα στο απογειωμένο θέμα και τις προσγειωμένες παρατηρήσεις.
Ενδιαφέρον θεματικά κι εκφραστικά είναι και το «Μην αγγίζεται» της Αθηνάς Μπαλή, ενώ στημένο σαν θεατρικό και με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ «Η συνέντευξη» του Μάνου Μπονάνου. Υπό μορφήν επιστολής είναι γραμμένο το ελαφρώς ειρωνικό «Έπιπλα και συμπάθεια» του Αθανάσιου Μυστακίδη, του οποίου το τέλος (αν όντως υπονοεί αυτό που φαντάζομαι πως υπονοεί) κλείνει αρκετά μελαγχολικά ένα κείμενο που αρχικά φάνταζε ελαφρύ, δίνοντας αναπάντεχα βαρύτητα στις πτώσεις που διατρέχουν το διήγημα. Εκφράζοντας μια προσωπική γνώμη θα ήθελα το τέλος –εφόσον είναι τόσο σημαντικό για την τελική γεύση– να είναι πιο σαφές.
Στο «Απώλεια ή κλοπή» η Χρυσοξένη Προκοπάκη επιλέγει ένα καφκικό ύφος για μια αντίστοιχη θεματική: μια γυναίκα, που μετά την απώλεια της ταυτότητάς της επιστρέφει σπίτι της για να διαπιστώσει ότι δεν αναγνωρίζει τίποτα ούτε κανείς την αναγνωρίζει. Παρ’ όλο που ως θέμα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη πρωτοτυπία, η συγγραφέας το έχει χειριστεί με χάρη και συνέπεια, προσθέτοντας κάποιες προσωπικές πινελιές, όπως το «θάνατο» της κούκλας που δημιούργησαν στιγμές στιγμές αυτό το αίσθημα ανατριχίλας που απαιτεί το είδος.
Το καλογραμμένο «Πρωινό ξύπνημα» της Βιλελμίνης Φατούρου δεν χρειαζόταν πιστεύω ένα βίαιο τέλος για να μιλήσει για τη βία της τρίτης ηλικίας, με όσα αυτή μπορεί να περιλαμβάνει. Δυσκολεύτηκα ν’ αφεθώ στη γοητεία της πρωταγωνίστριας του διηγήματος της Λήδας Μιχαλοπούλου «In session» ίσως γιατί ποτέ δεν μου άρεσαν οι γυναίκες-γάτες που συχνάζουν στη λογοτεχνία. Δεν αμφιβάλλω όμως πως άλλοι μπορεί να ενδώσουν. Αντιθέτως, ενέδωσα στη γοητεία του έφηβου που είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα «επιδειξία» στο τελευταίο διήγημα της συλλογής «Ο τοίχος του», της Ελένης Φουρνάρου. Παρ’ όλο που η σειρά που εμφανίζονται οι συγγραφείς με τα διηγήματά τους είναι αλφαβητική, μοιάζει ευτυχές που η συλλογή κλείνει με μια τόσο φρέσκια και λαμπερή παράγραφο όπως η τελευταία αυτού του διηγήματος.
Θέλω να σας εξομολογηθώ πως όσο έγραφα αυτές τις σκέψεις για το βιβλίο, ένα κομμάτι του εαυτού μου, η γλυκιά κι ενθαρρυντική καθηγήτρια, προσπαθούσε να με αποθαρρύνει με φράσεις όπως «Καλά, δεν μπορούσες να αρκεστείς ν’ αναφερθείς στο σύνολο της πολύ αξιοπρεπούς αυτής προσπάθειας; Έπρεπε να πιάσεις έναν έναν και να τον ξεψαχνίσεις;». Ξέρω. Έγνοια αυτής της φωνής είναι να μην αποθαρρυνθούν οι μαθητές. Δεν βλέπει όμως πως έτσι τους υποτιμά. «Δεν είναι μαθητές, βρε» της λέω. «Είναι πρωτοεμφανιζόμενοι. Εκδόθηκαν πια». «Κι η κριτική σου είναι η τιμωρία τους;». «Όχι, η επιβράβευσή τους» λέω τότε εγώ και μ’ αυτό το δεξί κροσέ τη βγάζω νοκ άουτ.
Ιστορίες μιας ρευστής εποχής
Επιλογή κειμένων: Κώστας Κατσουλάρης
Εξώφυλλο: Μαρία Τζαμπούρα
Διορθώσεις-επιμέλεια κειμένων: Μάνος Μπονάνος
Εκδόσεις Κέδρος 2013
Σελ. 176 , τιμή € 9,90
Δείτε επίσης:
- Την ποιητική συλλογή της Ελένης Γαλάνη "Παρκούρ".
- Τη συλλογή διηγημάτων της Μέμης Κατσώνη "Ο Λένιν στον Άγιο Αντώνιο".
- Τη νουβέλα της Χρυσοξένης Προκοπάκη "Μέλαινα χολή".