Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Η αλληλεγγύη ως κατ’ εξοχήν ζητούμενο σε καιρούς στενούς
Μιαν ιστορία καθημερινών ανθρώπων σε μιαν υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας, πραγματεύεται με το νέο του μυθιστόρημα ο συγγραφέας.
Ο χρόνος της αφήγησης είναι το σήμερα. Η εποχή του Μνημονίου, της οικονομικής κρίσης, της κοινωνικής αποσύνθεσης. Ο χώρος της αφήγησης είναι οι περιοχές του Βοτανικού, του Γκαζιού, του Ελαιώνα και του Ρουφ, στο νοτιοδυτικό κομμάτι του κέντρου της Αθήνας. Ακόμη πιο προσεγγιστικά, ο χώρος προσδιορίζεται ένθεν και ένθεν των γραμμών του τρένου, στην καρδιά της Αθήνας, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως. Η αφήγηση γίνεται στο τρίτο πρόσωπο, με εσωτερικό μονόλογο της κεντρικής ηρωίδας. Ο τρόπος της αφήγησης είναι ρεαλιστικός, με ήρεμη γραμμική, ως επί το πλείστον, ροή, χωρίς εξάρσεις, χωρίς κραυγές, χωρίς σχήματα περίπλοκα και στριφνά, έτσι που να προξενείται η συγκίνηση με αυξανόμενο ρυθμό και να κερδίζεται η συμπάθεια στα πρόσωπα των ηρώων. Δεν έχουμε αρνητικό πρότυπο σε κανένα από τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ακόμη κι εκείνοι οι χαρακτήρες που οι επιλογές τους μας προξενούν ερωτηματικά, στην αρχή, δικαιώνονται από τον συγγραφέα στην εξέλιξη της μυθιστορηματικής δράσης.
Μυθιστορηματικός χρόνος είναι το σήμερα. Η Ελλάδα, η Αθήνα, του σήμερα, της εποχής που δυναστεύεται η κοινωνία μας από την οικονομική κρίση, της εποχής των Μνημονίων. Περίοδος που οι άνθρωποι της εργασίας, η εργατική και η μεσαία τάξη, χάνουν προοδευτικά τη δυνατότητα να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ασφάλεια και οδηγούνται στην εξαθλίωση. Εποχή κρίσης γενικευμένης που συμπαρασύρει και τον εσωτερικό κόσμο εκείνων που πλήττονται, διαφοροποιώντας την οπτική τους για τη ζωή, για τις αξίες της, ωθώντας τους να αναζητήσουν κάβους αλληλεγγύης, συμπαράστασης, αναγνώρισης, ψυχικής αποδοχής, ώστε να προσδέσουν την τσακισμένη βάρκα της ύπαρξής τους.
Κεντρικό πρόσωπο είναι η Έλλη. Μια γυναίκα στη μέση ηλικία, λίγο πάνω από τα 50, καθηγήτρια της γαλλικής διορισμένη σε πολυπολιτισμικό σχολείο της γειτονιάς της στην Αθήνα, έχοντας πρωτοδιοριστεί στη Λήμνο και στη συνέχεια έχοντας θητεύσει για 3 χρόνια σε ελληνικό σχολείο του Ζαΐρ. Το μεταπτυχιακό της το έκανε στο Παρίσι, όπου έζησε για 3 χρόνια. Έχοντας ζήσει έντονα στη νεότητά της, και έχοντας κεφαλαιοποιήσει την πλούσια εμπειρία της από τις ερωτικές σχέσεις της με το άλλο φύλλο, έχει επιλέξει να παραμείνει ανύπαντρη και, ιδεολογικοποιώντας την επιλογή της αυτή, έχει προχωρήσει σε ηθελημένη απουσία αρσενικού από τη ζωή της, από μιαν ηλικία και μετά. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που δίνει η Έλλη όταν ένας παντρεμένος σύντροφός της, στο παρελθόν, της λέει την πρόθεσή του να χωρίσει για να ζήσουν μαζί: «Ούτε να το διανοηθείς», του λέει, «δεν θέλω να ζήσω σαν όλους εκεί έξω. Μου φτάνει μια φέτα απ’ το ψωμί σας».
Η καταγωγή της έλκεται από την πλευρά του πατέρα της από τον Πόντο και από τη μητέρα της από την Πόλη. Η μητέρα της γεννήθηκε στη Δράμα και εκεί διατηρεί η οικογένεια ένα μικρό σπίτι με κήπο. Η Έλλη γεννήθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα στον μυθιστορηματικό χρόνο δεν ζει. Ο πατέρας της Έλλης, με προβλήματα υγείας που επισωρεύει η ηλικία του, κατοικεί μόνος, με τη φροντίδα της κόρης του, εκεί στο Ρουφ. Υπάρχει και η Χρύσα, μικρότερη αδελφή, παντρεμένη με παιδί. Ζει κι εκείνη στην Αθήνα κι ερίζει συχνά πυκνά με την Έλλη για τη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας και για τη διαχείρισή της.
Δεύτερο, εξίσου σημαντικό, πρόσωπο της μυθιστορηματικής δράσης είναι ο Αντώνης. Τριαντάχρονος, άνεργος εργοδηγός δομικών έργων, μαυριδερός, όμορφος, παντρεμένος με ένα κοριτσάκι. Δεν έχει γνωρίσει γονείς. Γεννήθηκε κι αυτός στην Αθήνα. Σύζυγός του είναι η νεαρή Νατάσσα. Εργάζεται σε μια καντίνα και πάσχει από μικρής έντασης ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται σωματικά με κεφαλαλγίες και λιποθυμικές τάσεις. Η Βιολέτα, η κόρη τους είναι μαθήτρια της ΣΤ’ Δημοτικού. Τέλος υπάρχει και ο αδελφός της Νατάσσας ο οποίος μετέχει στην εξέλιξη του μυθιστορήματος χωρίς να προβάλλει στο προσκήνιο, αλλά πληροφορούμαστε γι’ αυτόν από την επίδραση των πράξεών του στις ζωές των άλλων ηρώων.
Το πλαίσιο της αφήγησης συμπληρώνεται από τα πρόσωπα του φιλικού κύκλου της Έλλης, τα οποία προέρχονται από τον χώρο της εκπαίδευσης και είναι γυναίκες με ταυτόσημες επιλογές με την Έλλη, ως προς το αντρικό φύλλο.
Η Έλλη, κόντρα στην απόφασή της να συνεχίσει μονήρη βίο, δημιουργεί ερωτική σχέση με τον Αντώνη. Η σχέση αυτή ξεκίνησε «σαν ένα επιπόλαιο στοίχημα για τις αντοχές της», από μέρους της Έλλης, γιατί δεν πίστευε ούτε ότι ένας τριαντάχρονος, όπως ο Αντώνης, «ένας όμορφος, πλήρης –ας πούμε ερωτικά- άντρας, ένα πρόσωπο βγαλμένο από το εικονοστάσι του Ρίτσου», θα έπεφτε για καιρό και με θέληση για ψυχική επαφή, στην αγκαλιά μιας γυναίκας είκοσι χρόνια μεγαλύτερής του ούτε κι ότι η ίδια θα περνούσε από το επίπεδο της εφήμερης σχέσης σε εξάρτηση ψυχική, όχι μονάχα με τον Αντώνη αλλά και με τα μέλη της οικογένειάς του. Γιατί αυτό συνέβη στην εξέλιξη αυτής της γνωριμίας.
Η Έλλη προσήλθε στη σχέση αυτή με την πεποίθηση ότι ο νεαρός την πολιορκεί «ως Ιάσων» που θα κουρσέψει το κορμί της και θα αποχωρήσει. Όμως, παρά ταύτα, εγκλωβισμένη στις ιδεολογικοποιημένες ανασφάλειές της, αργεί να ενωθεί σαρκικά με τον Αντώνη, παρ’ ότι το θέλει και παρ’ ότι η ίδια του έδωσε χώρο και την άδεια να μπει στη ζωή της. Και μετά την πρώτη τους ερωτική συνεύρεση αισθάνεται «πόρνη» του ενός, μοναδικού, πελάτη. Αυτή που θεωρούσε ότι η μέση ηλικία είναι μια άχρωμη περίοδος για τη γυναίκα και ότι καλύτερα από τη νεότητα να γίνεσαι κατευθείαν γριά, τώρα συνειδητοποιεί πως «αυτός ο άνθρωπος την ξανάνιωνε και την ανάγκαζε να αισθανθεί όσα είχε απωθήσει» κι ότι «την προστάτεψε στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής της, τη στιγμή που αφήνεις την ωριμότητα και βαδίζεις προς την άφεση των παθών».
Εκείνος που ήρθε στη σχέση ξέροντας τι θέλει –γνωρίζοντας πολύ καλά τι του λείπει- είναι ο Αντώνης. Έφτασε σαν ικέτης ζητώντας κατανόηση, σαν σκλάβος εκλιπαρώντας για λίγη σπιτική ελευθερία, ψάχνοντας μια μητρική αγκαλιά την οποία στερήθηκε. Είναι, συνεπώς, το μέγεθος της στέρησης που καθόρισε τις επιλογές του. Στο τέλος αυτής της σχέσης θα βγει ωριμότερος και θα επανακαθορίσει την παρουσία του μέσα στην οικογένειά του.
Προοδευτικά ο συγγραφέας μας εισάγει στην ψυχολογία της ώριμης ερωμένης που εκτός από τον νεαρό εραστή της γνωρίζει και συναναστρέφεται τα μέλη της οικογένειάς του, την κόρη του πρώτα κι ύστερα τη σύζυγο. Μας κάνει κοινωνούς της αγωνίας της, του άγχους της, της ζήλειας και των υστερόβουλων σκέψεων. Και με το κύλημα του χρόνου, όσο πιο καλά γνωρίζει την οικογένεια του Αντώνη και συνειδητοποιεί τα προβλήματά της, δίνεται, αφοσιώνεται στη στήριξή της, επειδή της προκύπτει ως εσωτερική ανάγκη, από την πίεση της δικής της στέρησης πια, για την οικογένεια που ποτέ δεν έκανε, ξεπερνώντας τις αρχικές υποψίες της μήπως όλο αυτό που της συμβαίνει και που της γνωστοποιείται προοδευτικά από τον Αντώνη –η κοινολόγηση δηλαδή των προβλημάτων του σπιτιού του- είναι μια στημένη υπόθεση για να την εκμεταλλευτούν. Έτσι θα στρατευτεί στην υποστήριξη αυτής της πυρηνικής οικογένειας με κάθε τρόπο και στο τέλος ο καθένας θα πάρει το δρόμο του σπρωγμένος στις αποφάσεις του από την πίεση του, καθοριστικού για την εποχή μας, παράγοντα της οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κρίσης.
Αυτός ο παράγοντας, η εφιαλτική προοπτική για τις ζωές των ανθρώπων, ιδιαιτέρως στην απρόσωπη και άξενη μεγαλούπολη, είναι το θεμέλιο και η λυδία λίθος του μυθιστορήματος. Σε μιαν άλλη εποχή, με μιαν άλλη ισορροπία ζωής, οι χαρακτήρες αυτού του βιβλίου θα συμπεριφέρονταν διαφορετικά, θα ήταν άλλες οι επιλογές και τα προκρίματά τους.
Ο Γρηγοριάδης, και σ’ αυτό το βιβλίο του, πείθει για την ψυχογραφική δεινότητα που διαθέτει στη δημιουργία και σκιαγράφηση χαρακτήρων. Ακόμη και αυτών που, σε πρώτη ανάγνωση, μοιάζει να κινούνται σε δεύτερο και τρίτο πλάνο στην μυθιστορηματική δράση, όπως της Νατάσσας, της νεαρής συζύγου του Αντώνη, που θεωρώ πως είναι ο χαρακτήρας με το μεγαλύτερο ηθικό έρμα στο βιβλίο, κι αυτό, φυσικά, γίνεται αντιληπτό επειδή ο συγγραφέας ξέρει πώς να το δώσει μέσα στο κείμενο.
Πέραν όλων αυτών η κεντρική ιστορία του βιβλίου αποτελεί αφορμή για μια σειρά σχόλια:
* για το δημόσιο σχολείο της Μεταπολίτευσης, επικεντρωμένο στο σημερινό σχολείο της μεγαλούπολης, στη μιζέρια του, σαν σύστημα εκπαίδευσης, σαν σύστημα διαχείρισης νέων ανθρώπων, σαν χώρο διδασκαλίας και σαν αύλειο χώρο.
* για την εσωτερική μετανάστευση, τη μετανάστευση στην Ελλάδα αλλά και για το νέο μεταναστευτικό κύμα των ελλήνων στις μέρες μας.
* για την εφιαλτική μεταμόρφωση της Αθήνας σε τσιμεντούπολη και τη μετατροπή της σ μιαν απρόσωπη, απάνθρωπη πόλη.
* για τις θρησκευτικές μειονότητες στην Αθήνα, με αφορμή τους έλληνες μουσουλμάνους στο Γκαζοχώρι.
* για τη ξενοφοβία, τη βία, την αποσάθρωση της κοινωνικής μέριμνας.
Κι ακόμη εντυπωσιακοί είναι τρόποι αναδιήγησης της ζωής κάποιων ηρώων, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, όπως το κρεμαστό συρμάτινο δεντράκι στο σπίτι της Έλλης απ’ το οποίο αιωρούνται φωτογραφίες της, και η συμφωνία της με την κόρη του Αντώνη, στην οποία διδάσκει γαλλικά σε ιδιαίτερο μάθημα, κάθε φορά που θα τραβάει η μικρή μια φωτογραφία, η Έλλη να της διηγείται περιστατικά της ζωής της που συνδέονται μ’ αυτή την παγωμένη στιγμή του χρόνου, ενώ η μικρή μαθήτρια, σε αντάλλαγμα θα έπρεπε να πει σε απλά γαλλικά ό,τι συγκράτησε από την εξιστόρηση της δασκάλας της.
Δεν λείπουν και οι διακειμενικές αναφορές, με πρωτεύουσες εκείνες που αναφέρονται σε δύο Γάλλους συγγραφείς: την Μαργκερίτ Ντυράς και τον Μισέλ Ουελμπέκ. Η μεταπτυχιακή εργασία της Έλλης, όταν σπούδασε στο Παρίσι, είχε τον τίτλο Η μοναξιά στο αφηγηματικό έργο της Μαργκερίτ Ντυράς. Εδώ, πέρα από τα διακείμενα ή καλύτερα μέσω αυτών, έχουμε και ευθείες συσχετίσεις με το μυθιστορηματικό πρόσωπο της Έλλης, αφού κι αυτή βιώνει τη μοναξιά και εντέλει συνάπτει ερωτική σχέση με νεότερο άντρα, όπως, κατά κόρον, έκανε η Ντυράς. Εκεί, κατά την παραμονή της στο Παρίσι, η Έλλη, παρ’ ολίγο να γνωριστεί με τον Ουελμπέκ.
Διαβάζουμε στο βιβλίο (σσ 240-241):
Ώρα για αυτορρύθμιση. Πρώτη κίνηση, διαβάζω λίγο από τον Ναύτη του Γιβραλτάρ. Ακούω Ζακ Μπρελ, χαλαρώνω στις σελίδες του βιβλίου που γράφτηκε έξι χρόνια πριν γεννηθώ. Μα γι’ αυτό δεν είναι τα βιβλία και οι μουσικές; Για να είναι πάντα εκεί, πριν από μας και μετά από εμάς.
Ταξίδεψε με τις ιστορίες της Ντυράς, είχε δει πολλές ταινίες της τότε στη Γαλλία, θεατρικά έργα αφιερώματα, και μια φορά που πήγε να τη συναντήσει, με τον Λουί, στην υπογραφή ενός βιβλίου της, εκείνη ήδη νοσηλευόταν αλκοολική. Η συγγραφέας ήταν στην ηλικία της γιαγιάς της Ελισάβετ μα κυκλοφορούσε με έναν νεότατο σύντροφο.
Αντιθέτως, πρόλαβε να γνωρίσει τυχαία κάποιον που είναι διάσημος σήμερα: Κάποτε, στην οδό ντε Γκρενέλ, σε ένα παγκάκι, κάθισε δίπλα της ένας μίζερος και δειλός άντρας που προσπάθησε να της μιλήσει. Όταν αργότερα αναγνώρισε τον Μισέλ Ουελμπέκ στο πρόσωπό του, ήταν αργά. Ακόμα και στο Μέγαρο, που είχε έρθει πρόπερσι να μιλήσει έτοιμος να καταρρεύσει, τι νόημα είχε να τον πλησιάσει για μια υπογραφή όταν τον είχε απορρίψει στις αρχές της καριέρας του;
Κάποια στιγμή μαθαίνουμε πως η Έλλη «ίσως να διάβαζε λίγες σελίδες από το καινούριο μυθιστόρημα του Ουελμπέκ». Εικάζοντας από τον μυθιστορηματικό χρόνο ότι η αναφορά γίνεται στο μυθιστόρημα «Ο χάρτης και η επικράτεια», βρίσκουμε κι εδώ συσχετίσεις, και με το ότι ο πρωταγωνιστής του Ουελμπέκ είναι ένας τύπος μονήρης αλλά και με το ότι στο τέλος εκείνου του άγριου μυθιστορήματος έχουμε έναν οργιώδη θρίαμβο της βλάστησης. Κάτι που κουμπώνει με την οικολογική διάθεση που διατρέχει το μυθιστόρημα του Γρηγοριάδη και την πίκρα που εκφράζεται για την τσιμεντοποίηση της Αθήνας. Άλλωστε μια εξαιρετική σκηνή ερωτικής συνεύρεσης του Αντώνη και της Έλλης δίνεται με σκηνικό χώρο ένα αδιαπέραστο κομμάτι βλάστησης ανάμεσα σε βιοτεχνίες, εργοστάσια και παλιοσίδερα, στον Βοτανικό.
Τέλος η διαμονή της Έλλης στην οδό Ντελάμπρ, στη Μονμάρτη, κατά την τρίχρονη παραμονή της στο Παρίσι, δεν μπορεί παρά να μας θυμίζει πως στα ξενοδοχεία και στα μπαρ αυτού του δρόμου έζησαν πλείστοι όσοι της πρωτοπορίας του Μεσοπολέμου καθώς και ο Σαρτρ, αργότερα, και η Σιμόν ντε Μποβουάρ.
Αλλά και τα αυτοαναφορικά στοιχεία δεν λείπουν: Η καταγωγή από την Ανατολική Μακεδονία της Έλλης, από την πλευρά της μητέρας της, και η εσωτερική μετανάστευση στην Αθήνα, καθώς και η επαγγελματική της ιδιότητα ως καθηγήτριας ξένων γλωσσών, παραπέμπουν, πλαγίως, στην καταγωγή, την μετανάστευσή του στην Αθήνα, και την επαγγελματική ιδιότητα του συγγραφέα.
Κι ακόμη στη σ. 240 βλέπουμε ότι η Έλλη:
(…) είχε διαβάσει και για μιαν Αλούζα που ζούσε εδώ γύρω στον Κεραμεικό με μια χιλιάδα εραστές – φαντασία που την είχε ο συγγραφέας.
ευθεία αναφορά, φυσικά, στο μυθιστόρημα του συγγραφέα Αλούζα, Χίλιοι και ένας εραστές, που εκδόθηκε το 2005.
To μυστικό της Έλλης, ένα αθηναϊκό μυθιστόρημα με χαμηλή φωνή για τα πάθη και τα πάθια ανθρώπων του σύγχρονου κοινωνικού περιθωρίου, κεφαλαιοποιείται στην ψυχή του αναγνώστη σαν μουσική τη νύχτα μακρινή που σβήνει.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2012
Τιμή: € 14,00, σελ. 272