
Του Παναγιώτη Γούτα
Ύστερα από την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του τελευταίου βιβλίου του Κορτώ είναι φανερό πως το κείμενο στερείται κάποιας ιδιαίτερης τραγικότητας (και ιδιαιτερότητας) στον πυρήνα του, για να αξιοποιηθεί επιτυχώς ως «σοβαρή» αυτοβιογραφία.
Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Ο βασικός ήρωας των επιμέρους ιστοριών είναι (σχεδόν πάντα) ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος, τρυφηλός και παχύτατος, ξεκινά από τη συμπρωτεύουσα και ως κακομαθημένο καρντάσι τρώει το καταπέτασμα, ξεπαραδιάζει τους γονείς του, τους κλέβει τσιγάρα, φοιτά στο πιο φημισμένο ιδιωτικό της πόλης, έχει πάντα τη σιγουράντζα του πατρός Κορτώ (αναγνωρισμένου οδοντίατρου της νύμφης του Θερμαϊκού), κι ενώ ο ίδιος αδειάζει τα ράφια των Μαρινόπουλου, Μασούτη, Κόντινεντ και δε συμμαζεύεται, μια ωραία πρωία παρατά την Ιατρική και, θανούσης της μητρός Κορτώ (εδώ πέπλο μυστηρίου καλύπτει τον χαμό της), πάλι με τον εύκολο και βολικό παρά τού άκρως ανεκτικού και ανοιχτών οριζόντων πατρός Κορτώ, κατεβαίνει στην Αθήνα, από την πρώτη μέρα δουλεύει οχτάωρο στον Καστανιώτη, μεταφράζει, γράφει ασύστολα, εκδίδει μυθιστορήματα, χάνει βάρος, γίνεται σένιος και στιλάτος (πάντα, όμως, με μια λανθάνουσα ροπή στο φαγητό και σε ό,τι άλλο υπονοεί εκείνο το πολλά του τίτλου του), κάνει κουμπάρα τη Λώρη Κέζα, δέχεται τηλεφωνικώς, επί καθημερινής βάσεως, διατροφικές συμβουλές της Σώτης Τριανταφύλλου, και γίνεται το γνωστό ευφυές Εξαρχειόπουλο που φοβάται πάντα τις κατσαρίδες και νοσταλγεί, πού και πού, κάποια παλιά συμβάντα της Θεσσαλονίκης, που τυγχάνει και γενέτειρά του.
Υπ’ αυτό το μονοδιάστατο και αυστηρό, σχεδόν ισοπεδωτικό, πρίσμα, και με δεδομένη τη σαλονικιώτικη παράδοση στη γύμνωση της ψυχής, τον ρεαλισμό, την εξομολόγηση και τη βιωματική πεζογραφία (όρα Χριστιανόπουλο, Ιωάννου, Καζαντζή, Σφυρίδη, πεζογράφους της Διαγωνίου κ.α), το βιβλίο του Κορτώ υστερεί καταφανέστατα. Όμως ο ίδιος δεν στόχευε να γράψει «δύσκολα» και «δύσπεπτα» πράγματα – άλλωστε σε διάσπαρτα σημεία της αφήγησής του δηλώνει πως απεχθάνεται τη σοβαρή ή σοβαροφανή τέχνη, όλων των ειδών και εκφάνσεων. Στόχος του ήταν μια άλλου τύπου αφηγηματική αυτοβιογραφία, ένα δείγμα ανάκατα επιλεγμένων προσωπικών στιγμών του παρελθόντος, όπου το τραγικό με το κωμικό συνυφαίνονται και συνυπάρχουν αρμονικά, με χαλαρό, διασκεδαστικό ύφος τύπου Τσιφόρου, με το χιούμορ, ή καλύτερα το γέλιο, να καλύπτει τα πάντα, ν’ αποφορτίζει και να φαιδρύνει σοβαρές κι ενοχλητικές καταστάσεις, κι εντέλει, μέσω αυτού, να υποδεικνύεται ένας δρόμος, μια διέξοδος για την ίαση της ψυχής και των προβλημάτων που μας ταλανίζουν. Έτσι, μάλιστα… Υπό αυτό το ανεκτικότερο πρίσμα, το Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά αποκτά σημαντικό λόγο ύπαρξης.
Ξεφορτώθηκε το παρελθόν και ησύχασε
Απήλαυσα μέσα σε λίγες μόνο ώρες τα 20 αφηγηματικά κομμάτια του βιβλίου, όπου η ιστορία πάντα ρέει σπαρταριστά κι αβίαστα στις σελίδες του, με δαιμονικό χιούμορ και υπονομευτική, ανατρεπτική διάθεση, ίσως λίγο παραπάνω ναρκισσιστική του αναμενόμενου, αλλά με ειλικρίνεια, αυτοσαρκασμό κι ένα εξομολογητικό ύφος που ξενίζει. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ένιωσα πως χάζευα σε γκαλερί πίνακες του Φερνάντο Μποτέρο, ενώ ένα αχνό χαμόγελο διαγραφόταν μονίμως στα χείλη. Η βουλιμία, η καταναλωτική μανία, η εντομοφοβία, η αποδόμηση των ερωτικών στάσεων, εικόνες από τη ζωή της Θεσσαλονίκης του ογδόντα και της Αθήνας στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, ευτράπελα σε θερινούς σινεμάδες της συμπρωτεύουσας, η ερωτική του κλίση που κι αυτή γίνεται αντικείμενο σαρκασμού, μεθύσια από την κοιλιά της μάνας μέσω του ομφάλιου λώρου, γυναικούλες που τερατολογούν ασύστολα, ταξίδια στην Κοπεγχάγη, τη Λειψία και τη Στοκχόλμη, αλλά και η εύστοχη διακωμώδηση ασήκωτων στιγμών σοβαρών βιβλίων ή σοβαροφανών συγγραφέων ή κινηματογραφικών ταινιών «βαριάς» κουλτούρας, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που θα συναντήσει ο αναγνώστης στο τελευταίο βιβλίο του Κορτώ. Στο τέλος των αφηγηματικών σπονδύλων (εδώ να επισημάνω πως σωστά εκδότης και συγγραφέας δεν ονόμασαν το βιβλίο διηγήματα, αφήνοντάς το αχαρακτήριστο) υπάρχει συχνά μια συνόψιση της ιστορίας, μια ηθελημένα χιουμοριστική νουθεσία, μια πετυχημένη ατάκα που αναμένουμε ή κάποια συμβουλή που δίνει ο Κ. στους αναγνώστες του, με την άνεση ανθρώπου που ξεφορτώθηκε το παρελθόν του και ησύχασε.
Στη σπαρταριστή αφήγηση υπάρχουν εμβόλιμες λέξεις ή φράσεις του αθηναϊκού λάιφ στάιλ (ξεπαρταλιάστηκα, καταπιόνας κτλ.), με τις οποίες πιθανόν να ξεκαρδίζονταν οι «ιέρειες» των τηλεοπτικών ριάλιτι, αν διάβαζαν, φυσικά, το βιβλίο, αλλά αυτό δεν ενοχλεί και τόσο ούτε αποδυναμώνει το αιχμηρό, καυστικό και σαρκαστικό τόνο τού όλου εγχειρήματος.
Ο πρόλογος του Τζούμα λειτουργεί μεν ως κράχτης σ’ ένα κοινό που σχετίζεται με το λάιφ στάιλ και την ημιλογοτεχνία, αλλά νομίζω πως περίττευε.
Τέλος, προσυπογράφω ανεπιφύλακτα τις απόψεις του συγγραφέα για τον μεγάλο παραγκωνισμένο των γραμμάτων μας, τον Τσιφόρο, που χάρισε άφθονο γέλιο σε αρκετές γενιές αναγνωστών με τα δροσερά βιβλία του, και, τελικώς, καταχωνιάστηκε κάτω από το βάρος σκοτεινών και δυσκοίλιων συγγραφέων βαρύγδουπων και ακαταλαβίστικων έργων.
Τελικά, μάλλον καλώς γράφηκε το συγκεκριμένο βιβλίο. Είτε κατόπιν συστάσεως των 2 (δύο) ψυχιάτρων του που απαλύνουν την κατάθλιψή του (γίνεται σχετική αναφορά από τον Κ, σε κάποια σημεία του βιβλίου), είτε κατόπιν αιτήματος του εκδότη του, είτε με πρωτοβουλία του ίδιου του συγγραφέα για ξέπλυμα μαύρου (και παχουλού) παρελθόντος, γνωρίσαμε μια άλλη πτυχή του αστείρευτου ταλέντου του Κορτώ. Την κωμική, τη σατιρική, την παιγνιώδη. Και, το σημαντικότερο: Γελάσαμε με την ψυχή μας.

Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2012
Τιμή: € 10,65σελ. 186