
Για το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Βινούσκα» (εκδ. Διόπτρα), μια έξυπνη παρωδία του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος με κοινωνικές προεκτάσεις.
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
Ο σπουδαίος αμερικανός ποιητής W.H Auden δημοσίευσε το 1948 στο Harper's magazine, λίγο πριν βραβευτεί με το Πούλιτζερ για την ποιητική του συλλογή The age of anxiety, ένα σύντομο δοκίμιο με τον τίτλο «The guilty vicarage: Notes on the Detective story, by an addict». Για ένα άτομο που δεν έχει έρθει σε επαφή με το έργο του μεγάλου ποιητή, ίσως η επιλογή του να καταπιαστεί με την ανάλυση του αστυνομικού μυθιστορήματος να φανεί παράλογη, στην πραγματικότητα όμως η αγάπη του Auden για το crime novel είχε εκφραστεί και πρωτύτερα μέσα από ποιήματα (π.χ. το «Detective story», γραμμένο το 1947).
Ο Auden περιγράφει την ανάγνωση crime μυθιστορημάτων ως «εθισμό», που ομοιάζει με την εξάρτηση από ουσίες όπως το ταμπάκο και το αλκοόλ και ακριβώς λόγω αυτής της περιγραφόμενης ομοιότητας των εξαρτήσεων, παρ’ όλη την ελαφρά κωμική χροιά που προσδίδει ο ποιητής στη διατύπωση της εν λόγω παρομοίωσης, συνάγεται το συμπέρασμα πως το σημαντικότερο προσόν ενός αστυνομικού μυθιστορήματος είναι η φόρμουλα και η συνταγή του, με τον ίδιο τρόπο που ένας αλκοολικός εμπιστεύεται ένα καλό και αξιόπιστο brand ουίσκι.
Ο Auden βεβαίως δεν αντιμετωπίζει το αστυνομικό μυθιστόρημα ως «κανονική λογοτεχνία» («detective stories have nothing to do with works of art») και μάλλον οφείλουμε να συμφωνήσουμε, ειδικά αν εξετάσουμε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του καιρού μας.
Τα αστυνομικά είναι βιβλία που βασίζονται κυρίως στην πλοκή. Κατά αυτόν τον τρόπο, η πρόζα, ο ρυθμός, το ύφος είναι στοιχεία που συχνά παραγκωνίζονται από τους συγγραφείς του είδους.
Υπό τον όρο «αστυνομικό μυθιστόρημα» έχουμε καταλήξει να κατατάσσουμε μια ευρεία γκάμα βιβλίων που, σχεδόν κατά κανόνα, υιοθετούν ορισμένα από τα συνήθη μοτίβα, τα οποία καθιερώθηκαν μέσα από το κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Φυσικά, η αστυνομική λογοτεχνία, ως τυποποιημένο πλέον είδος, φλερτάρει πολλές φορές με την παραλογοτεχνία, ενώ την ίδια στιγμή ακόμα και σε εξαιρετικά βιβλία του είδους κυριαρχούν αναπότρεπτα ορισμένα κλισέ. Τα αστυνομικά είναι βιβλία που βασίζονται κυρίως στην πλοκή. Κατά αυτόν τον τρόπο, η πρόζα, ο ρυθμός, το ύφος είναι στοιχεία που συχνά παραγκωνίζονται από τους συγγραφείς του είδους. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν σπουδαία έργα λογοτεχνίας που τυγχάνει να είναι αστυνομικά, αλλά πως το συγκεκριμένο είδος είναι ευεπίφορο στην ανάδυση τυποποιημένων πονημάτων που δεν στοχεύουν απαραίτητα στη λογοτεχνική ποιότητα, αλλά στην παραγωγή μιας εύπεπτης κινηματογραφικού τύπου αφήγησης που αποσκοπεί στη μαζική κατανάλωση.
![]() |
Ο W.H. Auden |
Ωστόσο, όπως ακριβώς επισημαίνει και ο Auden, η ανάλυση των στοιχείων που συστήνουν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μπορεί να μας δώσει καίρια συμπεράσματα τόσο για την τέχνη όσο και για την σχέση του αναγνώστη με ένα βιβλίο γενικότερα.
Καταρχάς, οι παρατηρήσεις του Auden για τη συσχέτιση που έχουν οι φαινομενικά απλοϊκές αφηγήσεις του είδους με το αριστοτελικό ιδεατό για την τέχνη, είναι αναγώγιμες και για επιμέρους είδη (π.χ. το αισθηματικό μυθιστόρημα) και αξίζει να τις αναλογιστεί κάθε κριτικός που προσεγγίζει ένα έργο υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Στον τομέα του αστυνομικού μυθιστορήματος, ωστόσο, βρίσκουμε κατά βάση ένα ηθικό ή έστω ηθικολογικό διακύβευμα. Ειδικά στα σπάργανα του είδους, η μανιχαϊστική διαφοροποίηση του καλού και του κακού παρέδιδαν αναγκαστικώς λιγότερο ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Παρόλα αυτά, με την άνθηση που γνώρισε το είδος την περίοδο που έγραψε ο Auden αυτό το κριτικό σημείωμα, εμφανίστηκαν πολλές νέες φόρμες και χαρακτήρες που εμπλούτισαν το συγκεκριμένο πεδίο.
Η χειριζόμενη βία εντός των συγκεκριμένων μυθιστορημάτων, σε αντίθεση με την πραγματική ωμότητα των πολεμικών συρράξεων, οδηγούσε ψευδαισθητικά σε μια κατάληξη κάθαρσης που δεν υπήρξε ποτέ στις πραγματικές φρικαλεότητες.
Ο Αuden άλλωστε έγραψε το παρόν δοκίμιο τη «χρυσή εποχή» του συγκεκριμένου είδους, τόσο για το βρετανικό detective novel, όσο και, λίγο αργότερα, για το αμερικανικό νουάρ. Η αφοσίωση του κοινού της εποχής -καθώς και του ίδιου του Auden- στα αστυνομικά βιβλία μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από την αβεβαιότητα που προξένησαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Η χειριζόμενη βία εντός των συγκεκριμένων μυθιστορημάτων, σε αντίθεση με την πραγματική ωμότητα των πολεμικών συρράξεων, οδηγούσε ψευδαισθητικά σε μια κατάληξη κάθαρσης που δεν υπήρξε ποτέ στις πραγματικές φρικαλεότητες. Άλλωστε αυτή ακριβώς η ανάγκη του κοινού καλλιτεχνικοποιείται, θετικά ή αρνητικά, ακόμα και σήμερα, μέσα από το είδος των πολεμικών μυθιστορημάτων και ταινιών. Συνεπώς, είναι βάσιμο να υποθέσουμε πως η άνθιση του αστυνομικού μυθιστορήματος εκείνες τις δεκαετίες σχετιζόταν με την έμμεση διαχείριση ενός συλλογικού τραύματος.
Αφήνοντας, όπως και να 'χει στην άκρη το παρελθόν, πιστεύω πως αυτό συμβαίνει πάνω κάτω και σήμερα: το αστυνομικό μυθιστόρημα, επικοινωνεί, αναπότρεπτα με την κοινωνική πραγματικότητα είτε επιτυχώς είτε ανεπιτυχώς – αυτό καθορίζεται από την δουλειά του εκάστοτε συγγραφέα. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτός ο διάλογος ελλοχεύει και κινδύνους: μπορεί να πλήξει ένα βιβλίο ως τρομερά λαϊκιστικό ή εντελώς επιφανειακό στον τρόπο προσέγγισης ενός κοινωνικού θέματος.
Βινούσκα
Στην περίπτωση του Βινούσκα του Βαγγέλη Γιαννίση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, έχουμε καταρχάς μια έμμεση παρωδία του είδους. Ο Γιαννίσης εξαρχής τοποθετεί μια συνθήκη που καυτηριάζει μια σύγχρονη κοινωνική κατάσταση: ένας υποψήφιος διδάκτορας φιλολογίας καταφεύγει στο οργανωμένο έγκλημα για να τα βγάλει πέρα οικονομικά. Η ίδια η υπόθεση του βιβλίου, λοιπόν, προδιαθέτει τον αναγνώστη ελαφρώς χιουμοριστικά. Ο φιλόλογος/δολοφόνος δεν έχει χρόνο να μελετήσει ούτε καν να διαβάσει για απόλαυση. Αντιθέτως, υποφέρει από ένα ολέθριο σύμπτωμα των αναγνωστών, το reading slump: «Δεν ξέρει την ελληνική ονομασία – υπάρχει άραγε;», αναρωτιέται ο ήρωας στη σελίδα 20 (τολμώ εδώ να προτείνω την μετάφραση του όρου ως «αναγνωστικό βάλτωμα»).
Κατά αυτόν τον τρόπο, θίγεται ένα γενικότερο πρόβλημα αναγνωστικής και γενικότερα πολιτιστικής δυσπραγίας που αγγίζει τους κατοίκους της σύγχρονης Ελλάδας. Παρά την ιδιότητα του ήρωα ως φιλολόγου, τα βιβλία εμφανίζονται στο μυθιστόρημα ως διακοσμητικά, ξεχασμένα πάνω στα κομοδίνα των στόχων, αλλά και του ίδιου του εκτελεστή, ή, ακόμα, και στο αχνό φόντο μιας σκηνής εγκλήματος (ο ήρωας του μυθιστορήματος, Λάζαρος, θαυμάζει τον πλούτο της βιβλιοθήκης ενός θύματός του λίγο πριν το σκοτώσει).
«Η νέα κανονικότητα μετά την πανδημία είχε γεμίσει τον Λάζαρο ανασφάλειες. Κανένα χρηματικό ποσό δεν έμοιαζε να τον εξασφαλίζει δια βίου. Η ζωή γινόταν κάθε μέρα όλο και ακριβότερη»
Το θέμα της διδακτορικής διατριβής του Λάζαρου («Η έννοια του χρέους στο τραγούδι του νεκρού αδερφού και το δημοτικό τραγούδι») προοικονομεί μερικώς την υπόθεση, ωστόσο η συσχέτιση με το φιλολογικό και ακαδημαϊκό πεδίο δεν περιορίζει τον κοινωνικό σχολιασμό μόνο εκεί, αλλά αγγίζει γενικά στην αδυναμία των νέων, παρά τις σπουδές τους, να βρουν δουλειά σχετική με το αντικείμενό τους ή, γενικώς, εργασία που να τους αποφέρει έναν αξιοπρεπή μισθό: «σίγουρα δεν θα ήταν κάτι που θα έκανε, εάν μπορούσε να βρει δουλειά στον τομέα του, ή αν είχε γράψει μερικές χιλιάδες μόρια παραπάνω για να έμπαινε σε διαφορετική σχολή» (σελ 46), «Η νέα κανονικότητα μετά την πανδημία είχε γεμίσει τον Λάζαρο ανασφάλειες. Κανένα χρηματικό ποσό δεν έμοιαζε να τον εξασφαλίζει δια βίου. Η ζωή γινόταν κάθε μέρα όλο και ακριβότερη» (σελ 47), αλλά και το χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη συνέντευξη που δίνει ο ήρωας στον εργοδότη της εγκληματικής οργάνωσης: «Πόσες δουλειές σου έχουν προσφερθεί; Πόσες είχαν ανθρώπινο μισθό και ωράριο; Πόσες θα σου επέτρεπαν να ζήσεις, όχι απλώς να επιβιώσεις;» (σελ. 244) και συνεχίζει: «Τι σου έχουν προσφέρει; Πεντακόσια; Εξακόσια ευρώ; Αυτή είναι η αξία που δίνουν στην εργασία σου – και κατ' επέκταση σ’ εσένα τον ίδιο».
Φυσικά, αυτό το στοιχείο ο Γιαννίσης το συστρέφει στο άλλο άκρο, για αυτό και μιλάμε, παράλληλα, για παρωδία. Δεν σχολιάζεται απλώς το φαινόμενο της ανεργίας, της εργασιακής εκμετάλλευσης, της οικονομικής ανισότητας, αλλά ο συγγραφέας παρωδεί με ένα εξτρεμιστικό σενάριο την εγκληματικότητα του ίδιου του καπιταλισμού, καθώς η κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο Λάζαρος είναι μια κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα νεαρά άτομα στην Ελλάδα. Και αυτή η καυστική προσέγγιση είναι που χαρίζει εντέλει στον Γιαννίση πολύτιμους πόντους πρωτοτυπίας.
Επί της ουσίας, ο Γιαννίσης θίγει το εργασιακό και προσωπικό τέλμα που βιώνουν οι τριαντάρηδες λόγω των λαθών προηγούμενων γενεών.
«Χάθηκαν οι άλλες δουλειές;» ρωτάει ένα από τα θύματα τον Λάζαρο για να απαντήσει εκείνος: «Οι δουλειές κάτω των οχτακοσίων όχι, την τελευταία φορά που έψαξα. Υπάρχουν ένα σωρό δουλειές για όσους θέλουν απλώς να επιβιώσουν. Να μην φύγουν ποτέ από το σπίτι των γονιών τους». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με την γενιά των 30+ που έχουν καταδικαστεί σε μια εξαναγκαστική διηνεκή εφηβεία. Το φόρουμ στο οποίο, μέσω του dark web, γράφουν τα εσώψυχά τους «συνάδελφοι» του Λάζαρου, ενισχύει το παρωδιακό στοιχείο και αναδυκνύει και άλλους χαρακτήρες που έχουν υποστεί τις συνέπειες του καπιταλιστικού συστήματος («live and let die» επί της ουσίας), αφού εκεί οι πληρωμένοι δολοφόνοι γράφουν τα προβλήματά τους, που παραμένουν τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Επί της ουσίας, ο Γιαννίσης θίγει το εργασιακό και προσωπικό τέλμα που βιώνουν οι τριαντάρηδες λόγω των λαθών προηγούμενων γενεών.
Σε περίπτωση, λοιπόν, που το σενάριο αυτό έμενε σε αυστηρώς «ρεαλιστικά» πλαίσια, ίσως και να κατέληγε σε κλισέ λούπες και σημεία μελό. Με τις απίθανες συνθήκες που περιγράφει ο Γιαννίσης, ο αναγνώστης μπορεί να αφεθεί στην ανάγνωση του συγκεκριμένου crime μυθιστορήματος ως μιας ευχάριστης παρωδίας ενός μείζονος κοινωνικού προβλήματος.
Ο Λάζαρος εδώ είναι ένας αποτυχημένος ακαδημαϊκός που τυγχάνει ο δολοφόνος του εγκλήματος αλλά όχι και ο εγκληματικός νους πίσω από αυτό.
Κλείνοντας, επιστρέφω στον Auden... Ακόμα και το αχνό ακαδημαϊκό πλαίσιο που επιλέγει ο Γιαννίσης έχει την χρησιμότητά του: «The basic premise of academic life is that truth is universal and to be shared with all. The gnosis of a concrete crime and the gnosis of abstract ideas nicely parallel and parody each other» παρατηρεί ο ποιητής και ο Γιαννίσης αξιοποιεί αυτή την παράδοξη συμμετρία μεταξύ ακαδημαϊκότητας και αναζήτησης του υπεύθυνου ενός εγκλήματος. Ο Λάζαρος εδώ είναι ένας αποτυχημένος ακαδημαϊκός που τυγχάνει ο δολοφόνος του εγκλήματος αλλά όχι και ο εγκληματικός νους πίσω από αυτό. Έχουμε λοιπόν μια κατά γράμμα αξιοποίηση αυτής της αναλογίας. Ο υποψήφιος διδάκτορας καλείται να εξιχνιάσει και να μεταφράσει την κοινωνική πραγματικότητα ενός πολιτικού εγκλήματος, από τη θεωρία στην βία, που παρότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται στοχευμένη και συγκεκριμένη, αποδεικνύεται εν τέλει εντονότερη και κοινωνική.
Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για την ασυγχώρητη βία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.
* Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ είναι συγγραφέας και αρθρογράφος.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Βαγγέλης Γιαννίσης εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο το 2014, Το μίσος, με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Άντερς Οικονομίδη.
Ακολούθησαν άλλα οχτώ βιβλία (Ο χορός των νεκρών, Το κάστρο, Η σκιά, Η γυναίκα του Ίσνταλ, Αμαρόκ, Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173, Ίνκουμπους, Ο άλλος αδερφός), τα πέντε με πρωταγωνιστή τον Ελληνοσουηδό επιθεωρητή. Ο Βαγγέλης αρθρογραφεί τακτικά για το true crime στο blog του.