
Για το μυθιστόρημα της Αντωνίας Μποτονάκη «Άσ’ το κι ας αποθάνει ή Το νεραγδαλλαγμένο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πυξίδα της Πόλης.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Γεννημένη σε έναν τόπο που δεν φτάνει ο ήλιος
Ένα από τα κριτήρια στα οποία βασιζόταν παλιότερα η ονοματοδοσία χωριών ή περιοχών ήταν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους, κάτι που διαφοροποιούσε τον συγκεκριμένο τόπο από άλλους και τόνιζε την, έως έναν βαθμό, μοναδικότητά του. Βρισκόμαστε λοιπόν στα Σκοτιδιανά, «έναν τόπο απόκοσμο, υγρό και σκοτεινό, που στραγγαλίζει την ψυχή ακόμα και των διαβατών που στέκονται να ποτίσουν τα μουλάρια τους στην κοινόχρηστη πηγή στο έμπα του χωριού». Σε αυτό τον τόπο, όπου το σκοτάδι σε λεκιάζει αν πας να το διαπεράσεις, γεννιέται η ηρωίδα του βιβλίου. Τη λένε Αντιγόνη και είναι το δεύτερο παιδί του Λευτέρη και της Ευτυχίας. Όμως κανείς δεν τη φωνάζει με το όνομά της. Για όλους είναι «η κόρη του ψεύτη, η και δεν βαφτίζω καλλιά έναν σκύλο, το άσ’ το κι ας αποθάνει, το νεραγδαλλαγμένο, το καημένο το φτωχάκι, το πουτανάκι μάς ξεφτίλισε».
Η πρώτη αντίδραση της μάνας της, όταν βλέπει ότι και το δεύτερο παιδί της γεννήθηκε κορίτσι, είναι ότι κατά λάθος της έπεσε και, από την πτώση, δημιουργήθηκε η σχισμή ανάμεσα στα πόδια της. «Άφηκά το και μου ‘πεσε κι αυτό κι έσκασε». Στην αρχή την αφήνει ατάιστη, κι απαντά «άσ’ το κι ας αποθάνει» όταν της υποδεικνύουν ότι το μωρό κινδυνεύει από ασιτία. Με τον καιρό, διαπιστώνει την ομορφιά της Αντιγόνης, και της προσφέρει μια υποτυπώδη φροντίδα. Θεωρεί όμως ότι δεν είναι δικό της παιδί. Ότι το δικό της παιδί το πήραν οι νεράιδες και στη θέση του άφησαν ένα δικό τους. Της άφησαν ένα όμορφο κορίτσι, με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια, ένα πλάσμα που δεν συναντάς συχνά στην περιοχή. Μα και η συμπεριφορά της Αντιγόνης είναι ασυνήθιστη. Η μικρή είναι αλλιώτικη, αλαφροΐσκιωτη, ένα ξωτικό, σαν κι αυτά που συναντούσε ο παππούς της στα ρυάκια και στις ρεματιές, όταν περνούσε από κει το σούρουπο.
Στο σχολείο όλοι την κοροϊδεύουν, τη χτυπούν, την ταπεινώνουν. Γιατί είναι διαφορετική, και γιατί ο πατέρας της είναι ο γιος της πόρνης, της γυναίκας που με την ομορφιά και την προκλητική συμπεριφορά της σκανδάλισε έναν άντρα και τον έκανε να την βιάσει. Ο Λευτέρης, με πολλές πληγές στο ασυνείδητό του, είναι ένας άνθρωπος ψυχικά άρρωστος, ένας μυθομανής, που δεν μπορεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του και παλεύει να λυτρωθεί από τον πόνο και τον θυμό για τη μάνα του. Καμιά από τις προσπάθειες που κάνει να βγάλει χρήματα για να φροντίσει την οικογένειά του δεν έχει αποτέλεσμα, αφού όλοι είναι εναντίον του, όλοι του βάζουν εμπόδια και γελούν με τις αποτυχίες του.
Η Αντιγόνη, αν και μεγαλώνει μέσα στη φτώχεια και στην ανέχεια, αν και κανείς δεν νοιάζεται για τις ανάγκες της και κανείς δεν της παρέχει ασφάλεια, δεν παραιτείται. Βρίσκει στη φύση ό,τι δεν μπορούν να της δώσουν οι άνθρωποι. Παρατηρεί τα δέντρα, τα πουλιά και τα λουλούδια, και περιμένει με υπομονή το αργοπορημένο ξημέρωμα της ζωής της, όπως βλέπει ότι συμβαίνει με όλα τα πλάσματα στη φύση.
Όταν ο Λευτέρης πεθαίνει, η Ευτυχία με τις δύο κόρες της μετακομίζει στην πόλη, κι εκεί η Αντιγόνη ανακαλύπτει τη χαρά του να μεγαλώνει και να έχει όλους τους δρόμους ανοιχτούς μπροστά της.
Όταν ο Λευτέρης πεθαίνει, η Ευτυχία με τις δύο κόρες της μετακομίζει στην πόλη, κι εκεί η Αντιγόνη ανακαλύπτει τη χαρά του να μεγαλώνει και να έχει όλους τους δρόμους ανοιχτούς μπροστά της. Όμως και πάλι, οι κινήσεις της είναι περιορισμένες, βρίσκεται πάντα κάτω από τη στενή παρακολούθηση της αδερφής της, μη τυχόν και παραβεί τους κανόνες της οικογένειας, μη τυχόν και γίνει σαν τη γιαγιά της την Αντιγόνη. Μέχρι που γνωρίζει τη λογοτεχνία και την ποίηση, η οποία φέρνει στη ζωή της κάτι σαν ελπίδα, κάτι σαν ασφάλεια και παρηγοριά.
Παρελθόν βαρύ και σκοτεινό
Τόσο η οικογένεια του Λευτέρη όσο και η οικογένεια της Ευτυχίας, κουβαλούν ένα παρελθόν γεμάτο θανάτους, κι ο θάνατος, όταν έρχεται τόσο συχνά και, τις περισσότερες φορές άδικα, κάνει το νου του ανθρώπου να σαλεύει. Πολύς ο πόνος, και, τις περισσότερες φορές, βουβός. Η μικρή Αντιγόνη νιώθει αυτό τον πόνο και, για χρόνια, δεν μιλάει πολύ. Παρατηρεί. Ακούει. Υπακούει. Δέχεται. Υπομένει. Όμως δεν αφήνει το τραύμα να την καταβάλλει. Έχει πείσμα και επιμονή, και μια άσβεστη δίψα και λαχτάρα για ζωή. Στην αντίθεση ανάμεσα στη σκοτεινιά της ζωής της και την ομορφιά της φύσης, καταφέρνει να ισορροπήσει την ύπαρξή της και να επιβιώσει μέσα σε μια κοινωνία που είναι απέναντί της επικριτική, τιμωρητική, καταπιεστική, ελεγκτική.
Τώρα, που όλα αυτά έχουν τελειώσει, και ενήλικη πια παλεύει να επουλώσει τα τραύματά της στο ντιβάνι ενός ψυχοθεραπευτή, ανασκαλεύει το παρελθόν, επειδή θέλει να μάθει, να καταλάβει, να εξηγήσει τα ανεξήγητα, αλλά μαζί και «να φροντίσει, να αποκαταστήσει, να παρηγορήσει τους νεκρούς της», να τους τιμήσει με τον τρόπο της. Προσπαθεί να κατανοήσει τη συμπεριφορά του πατέρα της, που ήταν για όλους ο γιος της πόρνης, ο δακτυλοδεικτούμενος, εκείνος που όλοι τον κορόιδευαν, που ήταν το παιχνίδι τους, μα και τη συμπεριφορά όλων εκείνων που έζησαν την εποχή του πολέμου, ο οποίος την «όποια δίψα για καλύτερη ζωή, τη μετατρέπει σε δίψα για σκέτη ζωή, κι ας είναι δύσκολη και φτωχική». Σκύβει με τρυφερότητα πάνω από τα τραύματα που κουβαλούσαν ο πατέρας και η μητέρα της, οι οποίοι είχαν απέναντί τους μόνο ανθρώπους που έκλειναν τα μάτια και τα αυτιά τους στη δυστυχία που ζούσαν: «κατέω ‘γω, παιδάκι μου; Δεν κατέω».
Η ιστορία μιας κοπέλας που δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα, που άλλοι καθορίζουν τη ζωή της, που ζει μέσα στον φόβο, στον ασφυκτικό κλοιό ενός κόσμου σκληρού και αυταρχικού
Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2011 από τις εκδόσεις Ιβίσκος, και είναι η συγκλονιστική ιστορία ενηλικίωσης μιας ψυχής ξεχωριστής κι ευαίσθητης, μέσα σε ένα τοπίο άγριο και πρωτόγονο. Η ιστορία μιας κοπέλας που δεν έχει δικαίωμα σε τίποτα, που άλλοι καθορίζουν τη ζωή της, που ζει μέσα στον φόβο, στον ασφυκτικό κλοιό ενός κόσμου σκληρού και αυταρχικού, ξένου προς εκείνη και προς τη φύση της, όπου κυριαρχούν οι προλήψεις και η άγνοια. Ενός κόσμου στον οποίο οι αδύναμοι δεν έχουν καμία θέση, όπου η ύπαρξή τους είναι απαραίτητη για την επιβεβαίωση της υπεροχής των δυνατών. Όπου εκείνοι που μπορούν να σκοτώνουν, το κάνουν με ευκολία και χωρίς συνέπειες, όπου οι άνθρωποι εύκολα στιγματίζονται και, συνήθως, άδικα, όπου η μόνη παρηγοριά προέρχεται από την επαφή με τα ζώα και τη φύση.
Η συγγραφέας περιγράφει τη φύση και τα πλάσματά της τόσο έξοχα, που είναι σαν να ζωγραφίζει κάθε φορά μπροστά μας έναν πίνακα ζωντανό, κινούμενο, με αυξομειούμενη θερμοκρασία, με χρώματα και γεύσεις, με ήχους και μυρωδιές. Γνησιότητα, ρεαλισμός στις περιγραφές, βαθιά γνώση της κοινωνίας της ελληνικής περιφέρειας, των κανόνων της και των καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα εκεί, χρήση της ντοπιολαλιάς με μέτρο, και όπου κρίνεται απαραίτητο για να αποκτήσει μια ιδιαίτερη χροιά το κείμενο. Δεξιοτεχνικές εναλλαγές ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, και έντονα ποιητική γραφή, η οποία, σε συνδυασμό με την αλήθεια και τη δύναμη του κειμένου, καθηλώνει τον αναγνώστη και τον συγκινεί βαθιά, αποτυπώνοντας τη σκοτεινιά του τοπίου και της κοινωνίας ταυτόχρονα με τη λάμψη και το φως ενός ξεχωριστού πλάσματος.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ήμουν τυχερή κι ας μην το ‘ξερα τότε, γιατί είχα γεννηθεί πράγματι νεραγδαλλαγμένο όπως έλεγε η Μα, κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και ξωτικό, κι είχα την ευλογία να μπορώ να ανοίγω τα μάτια μου στην απεραντοσύνη, που περιέκλειε το ελάχιστο και τα πολλαπλάσιά του, το χνούδι μιας λεύκας που ταξιδεύει την άνοιξη και το νεφέλωμα του γαλαξία που μεσουρανεί τις καλοκαιρινές νύχτες. Κι αν ήμουν πληγωμένη και φοβισμένη από μια ζωή άδικη, αρκούσε να χώσω το πρόσωπό μου με τα μάτια ορθάνοιχτα στα ανθισμένα κλαδιά μιας ροδακινιάς, ώρα πολλή, νιώθοντας το χρώμα και τη μυρωδιά να προχωρούν μέσα απ’ τους νευρώνες ως τα τρίσβαθα της ψυχής μου, για να γίνεται και πάλι ο κόσμος μου στο χρώμα των ανθών της. Κι αν πάλι παρακολουθούσα τον αγώνα μιας μέλισσας ή μιας αράχνης, ακόμα κι ενός φύλλου να κρατηθεί στη ζωή, συγκλονιζόμουν βαθιά, έτρεμα σύγκορμη κι ένας φόβος πρωτόγονος, μια μοναξιά αβάσταχτη ανέβαινε σφίγγοντάς με απ’ τις πατούσες και με παρέλυε.»
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Αντωνία Μποτονάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Λαμπριανά της επαρχίας Σελίνου των Χανίων.
Σπούδασε οδοντοτεχνική, διαιτολογία και υποκριτική στη Δ.Σ. του Κ.Θ.Β.Ε. Το 2011 εμφανίζεται στα γράμματα με το μυθιστόρημα Άσ’ το κι ας αποθάνει ή «Το νεραγδαλλαγμένο» (εκδόσεις Ιβίσκος). Ακολουθεί το 2017 η πρώτη της ποιητική συλλογή Αγήτρα της σκιάς (εκδόσεις Ιωλκός), η οποία αποσπά το Βραβείο «Ζαν Μωρεάς» στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου στην ποίηση. Το βιβλίο Τέρμα Θεού (α΄ έκδοση, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2018) ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2020. Η τρίτη ποιητική συλλογή της με τίτλο, Τη γλώσσα της την πέταξαν στην γάτα, κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Θράκα. Το ίδιο έτος επανεκδόθηκε αναθεωρημένο το μυθιστόρημα της από τις εκδόσεις, Πυξίδα της πόλης – Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης.