Πλιάτσικο στο κορμί της γλώσσας
Του Μάνου Στεφανίδη
Το έργο τέχνης είναι πάνω απ' όλα σχόλιο θανάτου
Ο Δάντης, στη Θεία Κωμωδία, παρακαλεί το θεό του: “e fa la lingua mia tanto possente” (κάνε τη γλώσσα τόσο δυνατή)! Δυνατή ως προς τι; Μα για να χωρέσει το νόημα του θανάτου.
Η τέχνη δεν (μπορεί να) είναι τίποτε άλλο παρά το λεκτικό απείκασμα του θανάτου. Ο συνειδητός συγγραφέας γράφει (για) τον θάνατο του. Περιγράφει ό,τι τυπικά αγνοεί και ουσιαστικά ξέρει. Δεν χωρούν ναρκισσισμοί, ωραιοπάθειες ή πόζες εδώ. Τα πάντα (πρέπει να) είναι απλά, για να είναι αμείλικτα. Ο θάνατος ν' αφήνει στην πόρτα μας τα αυγά του όπως κάποτε ο γαλατάς το γάλα. Όρθρου βαθέος, όπως θα έλεγε ο Βαρβέρης. Η λογοτεχνία γίνεται τότε ένας διαμεσολαβητής του επέκεινα. Πραΰνει το φόβο, την απελπισία, τον θρήνο, το πένθος μέσα στον άπειρο ωκεανό της μόνης πραγματικότητας που υφίσταται. Συνομιλεί με τους νεκρούς από θέση ισχύος.
Θα το πω ευθέως: Το βιβλίο του Γιώργου Αριστηνού “Flash στη νύχτα” είναι ένα κείμενο που λαμπρύνει τη νεωτερική μας λογοτεχνία, ένας λόγος αναφοράς για την σύνολη τέχνη μας στο νέο αιώνα. Και τούτο γιατί ο πειραματισμός συμβαδίζει με μιαν υψηλής ποιότητας αισθητική και η έκφραση γονιμοποιείται από λογής παράδοξες όσο και γοητευτικές πηγές. Ιδιαίτερα τώρα που πορευόμαστε μέσα σε μια πλημμυρίδα ασήμαντων ή αδιάφορων βιβλίων τα οποία γράφονται μόνο και μόνο για τις ανάγκες της αγοράς, το “Flash στη νύχτα” αναβοσβήνει τόσο δραματικά όσο και παρήγορα, καταθέτοντας ένα πολύτιμο credo γραφής.
Σκεφτείτε: Υπό μιαν έννοια το έργο τέχνης δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφού και μετά την υλική περάτωσή του, κάθε εποχή το εμπλουτίζει με τη δική της ανάγνωση, έτσι ώστε αυτό που αποκαλούμε «νόημα», ν΄ αποτελεί ένα ανοιχτό σύνολο ή ό,τι ο Umberto Eco ονομάζει «opera aperta».
Σκεφτείτε επίσης, τη περίπτωση εκείνου του καλλιτέχνη που επιστρέφει ξανά και ξανά στο δημιούργημά του, πίνακα, κείμενο, γλυπτό, θεατρική παράσταση κλπ. προσθέτοντας ή αφαιρώντας στοιχεία, έτσι ώστε η κάθε τελευταία εκδοχή να αποτελεί απλώς ένα σταθμό αλλά όχι το πέρας της πορείας προς τη δημιουργία. Έτσι, ο Picasso δεν μεταγράφει απλώς κλασικά έργα όπως οι Meninas ή οι «Γυναίκες στο Αλγέρι», αλλά δίνει πολλαπλές εκδοχές των έργων αυτών –μερικές φορές ξεπερνώντας τις 30 ή 40- και δημιουργώντας κατ’ ουσίαν ένα «δίκτυο σχεδίων αναφοράς» ώστε έργο να είναι το σύνολο τους ενώ ο καθένας, χωριστά, πίνακας ν΄ αποτελεί μιαν ενδεικτική χειρονομία, ένα σχόλιο, ένα μετακείμενο, ένα σπάραγμα έννοιας.
Αν το νόημα, το σημαινόμενο σύμφωνα με τους μεταδομιστές, είναι ένα παροδικό, κυλιόμενο αποτέλεσμα λέξεων ή σημαινόντων, συνεχώς μετατοπιζόμενων, εν μέρει παρόν και εν μέρει απόν πώς θα μπορούσε να υποστηριχθεί μια τελεσίδικη εκδοχή του; Μια κυρίαρχη σημασία του νοήματος αυτού; Μια και μόνη αλήθεια; Τι γοητευτικό, αλήθεια, αδιέξοδο!
Εφόσον τέχνη είναι το σκοτεινό κι άγριο πράγμα που έχει ελάχιστη ή μηδαμινή σχέση με την «καλαισθησία». Η καλαισθησία διευθετεί, η τέχνη ανατρέπει. Τέχνη είναι οτιδήποτε ορίζει τον εαυτό του σαν τέχνη. Τ' αξιολογικά κριτήρια έπονται. Και βέβαια η ζυγαριά του χρόνου.
Η τέχνη είναι κοινωνία, επικοινωνία, αλλά όχι δημοσιότητα. Αφήστε που θα 'ρθει μια εποχή, ήρθε ήδη, στην οποία η δημοσιότητα θα είναι το άκρον άωτον της banalité. Η τέχνη επίσης δεν επιτρέπει ελεημοσύνες και σιχαίνεται τη φιλανθρωπία. Το έργο τέχνης είναι δημόσιο αγαθό και κατά παράβαση ή συγκυριακά «ιδιωτικό». Μ' ενοχλεί η προβολή ιδιοκτησίας πάνω σ' ένα έργο τέχνης. Μοιάζει σαν να δηλώνει κάποιος κάτοχος του Πολικού Αστέρα. Η καλύτερη θέση για ένα έργο τέχνης βρίσκεται στο μυαλό μας. Η κοινωνία του θεάματος επείγει να καταστεί κοινωνία του βλέμματος. Διαφορετικά, οι νεοβάρβαροι της εικόνας παραμονεύουν.
Έργο τέχνης είναι ένας θεσμός έξω από τους θεσμούς. Το έργο τέχνης, πάνω απ' όλα, είναι εκείνος ο αιφνιδιασμός που εισβάλλει στη συζήτηση ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου. Είναι το ξάφνιασμα που κεντρίζει τη γλώσσα ώστε να υπερβεί την απλή, επικοινωνιακή της λειτουργία και να καταστεί ποίηση που αναγκάζει την εικόνα να σημάνει πολλά περισσότερα από όσα αναπαριστά. Μοντερνισμός πάλι είναι η εκ νέου ανάγνωση των στερεότυπων της παράδοσης -όμως με μια ματιά ριζοσπαστικά καινούρια- ενώ το μοντερνιστικό έργο πάλι, έχοντας το δύσκολο στόχο να υποκαταστήσει τη θρησκεία και να διεκδικήσει την αλήθεια με κύρος αντάξιο της επιστήμης, μοιραία ανάγεται σε ένα βάθρο σχεδόν μεταφυσικό και η δύναμή του καθίσταται, τρόπον τινά, ολοκληρωτική. Εδώ ακριβώς βρίσκονται και οι ερμηνείες για τις τυχόν υπερβολές της avantgarde που συχνά άγγιξαν τα όρια της φασιστικής αυθαιρεσίας. Και τούτο γιατί οι μοντερνιστικές ιδέες διακινούνταν από μικρές ομάδες «φανατικών» -θυμηθείτε τον κύκλο του Dada, τους διδάσκοντες στο Bauhaus ή τους σουρεαλιστές- που ευαγγελίζονταν τη μία και μόνη αισθητική αλήθεια και που υιοθετούσαν το ρόλο του διαφωτιστή ή του μύστη για τις ευρύτερες, ανεξοικείωτες μάζες (Cézanne, Malevich, Breton, Picasso, Pollock) μέσω μιας φόρμας που χλευάζει, ανατρέπει και διαβουκολεί την όποια παράδοση. Κάθε παράδοση; Μόνον εκείνες τις μορφές που ταυτίζονται με τον ακαδημαϊσμό, δηλαδή την πεπερασμένη και μηχανική περί τέχνης αντίληψη που βιάστηκε να κλείσει το έργο τέχνης σε ένα αυστηρό παιδαγωγικό σύστημα και σε εξαντλητικούς ορισμούς γραφειοκρατικής, το μάλλον ή ήττον, νοοτροπίας.
Το μοντέρνο και στις πλέον αισιόδοξες στιγμές του εξέφραζε ένα δράμα γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το μεταφυσικό κακό: δηλαδή πως ό,τι κερδίζεται με τον χρόνο, χάνεται με τη στιγμή. Αντίθετα, το μεταμοντέρνο διαστέλλει το παρόν με αφέλεια σαν κάτι που δεν υφίσταται και το εκλαμβάνει ως ιστορικό χρόνο. Έτσι εκσυγχρονίζει, νομίζει, το curriculum vitae των ανθρώπων παραχωρώντας πιστοποιητικά ευτυχίας -κάτι μάθαμε και εμείς ως έθνος πρόσφατα από αυτό- αλλά όμως δεν εξορκίζει τη μοίρα του θανάτου τους. Το μοντέρνο έχει επίγνωση θανάτου και γι' αυτό μπορεί να αναφωνεί σαν τον Νίκο Εγγονόπουλο, το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου, πως «κατ' εμέ θάνατος δεν υπάρχει».
Ο υποψιασμένος πεζογράφος, ό,τι κι αν γράφει σήμερα, δεν επιτρέπεται να αγνοεί την ιστορική εξέλιξη του είδους που υπηρετεί. Δεν μπορεί δηλαδή να γράφει σαν να μην έχουν γραφεί ακόμη η «Αισθηματική Αγωγή», ο «Πόλεμος και Ειρήνη», ο «Ηλίθιος» ή το «Ζερμινάλ». Θέλω να πω ότι είναι ανόητο όσο και άσκοπο να χάνεται χρόνος και να κόβονται δέντρα για να κυκλοφορούν θηριώδεις τόμοι που υπηρετούν απλώς το αυτονόητο που αναπαράγουν τις ίδιες, τυποποιημένες ιστορίες, που μπερδεύουν τη γραφή με το εξιστορείν, που φιλοδοξούν να (ξανα)πουν την (ίδια) ιστορία χωρίς καν να έχουν διόλου καρυκεύσει την διαδικασία αφήγησης, ώστε να αντέξει λίγο ακόμη ο μακρόθυμος αναγνώστης.
Από την άλλη πλευρά, ο υποψιασμένος πεζογράφος αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χάσει το θάρρος του, αναμετρούμενος με τους τιτάνες του είδους ή να πέσει σ΄ έναν άλλου είδους ακαδημαϊσμό, αυτόν της καθ' υπαγόρευση πρωτοπορίας. Με άλλα λόγια, μιας γραφής που προωθείται μέσα από μοντερνιστικά κλισέ. Κάποιοι νομίζουν πως αν το γράψιμο δεν είναι μελό ή παλαιομοδίτικο, είναι κατ΄ ανάγκην υπναλέο και αδιάφορο. Όπου εδώ η δευτέρα πλάνη έσται μείζων της πρώτης.
Άποψή μου είναι πως δεν επιτρέπεται, δεν μπορούμε να γράφουμε αν διαρκώς δεν αναρωτιόμαστε γιατί γράφουμε και τι είναι η γραφή κι αν απλώς γράφουμε επειδή γράφει όλος ο κόσμος ή επειδή γνωρίζουμε ανάγνωση και γραφή και θέλουμε να το αποδείξουμε ή επειδή νομίζουμε πως η ιστορία της ζωής μας ή κάποιας θείας μας από τη Σμύρνη ή μιας πρώην μας που τώρα κάνει καριέρα τεχνοκριτικού στο τύπο είναι πράγματα που πρέπει καλά και σώνει να γίνουν βιβλία. Με κάθε κόστος. Άρα γράφουμε για την ανάγκη της γραφής κι όχι για να κατευνάσουμε κάποια ναρκισσευόμενη ματαιοδοξία μας. Σας διαβεβαιώ πως ο τίτλος «συγγραφέας» ούτε επίζηλος μπορεί να είναι πια στις μέρες μας ούτε καν κερδοφόρος.
Κι αυτό το γνωρίζει καλά ο συγγραφέας Γιώργος Αριστηνός, ένας από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους του μοντερνισμού στη γλώσσα μας κι ένας από τους ευάριθμους εκείνους εργάτες της γραφής που πιστεύουν ότι ο όποιος μύθος υπηρετεί το, κυρίαρχο, κείμενο κι όχι αντίστροφα. Ο Γιώργος Αριστηνός στο τελευταίο του κείμενο φτάνει στο απόγειο της προσωπικής του παθιασμένη σχέση με τη γραφή. Το ονομάζω επίτηδες “κείμενο” κι όχι “νουβέλα”, “μυθιστόρημας” ή “μετα-μυθιστόρημα, γιατί συνειδητά ο δημιουργός του αναμειγνύει τα διαφορετικά είδη γραφής, καταστρέφει τα κυρίαρχα στερεότυπα της αφήγησης, απελευθερώνεται μέσα από συνεχείς λεκτικούς συνειρμούς, προχωρεί σε διακειμενικές ζεύξεις με τους μεγάλους στιλίστες που θαυμάζει (π.χ του Joyce, τον Céline και τον Steiner), βακχεύει ενθουσιασμένος στην αυτοβιογραφία, την ημερολογιακή σημείωση, το δοκίμιο, την αλληγορία, την ειρωνεία, τον εσωτερικό, εξομολογητικό μονόλογο αλλά και το παραδοσιακό “ιστορίαν ξυγγράφειν”. Ο Αριστηνός δυναμιτίζει ή συναρμολογεί λέξεις και φράσεις, ταπεινώνει τους κεντρικούς ήρωες ενός λυμφατικού κατά τα άλλα στόρι για να εξυψώσει αφηγηματικές στιγμές που λάμπουν, παίγνια μια γραφής που άλλοτε σκοτάζει και άλλοτε ιριδίζει, πληγές πάνω στο σώμα της γλώσσας που όσο αιμορραγούν άλλο τόσο ανθοφορούν υακίνθους. Περισσότερο από το δράμα δυο ερωτικών συντρόφων έχουμε το δράμα της γλώσσα στην προσπάθειά της να καταστεί κείμενο.
Τι είναι το “Flash στη νύχτα”; Είναι η εξιστόρηση της ερωτικής ζωής του συγγραφέα; Μάλλον όχι. Είναι μια δική σας ή μια δική μου ιστορία; Μάλλον ναι. Είναι μια ακόμα ιστορία της γραφής που ψάχνει ασθματικά τον εαυτό της; Οπωσδήποτε.
ΥΓ. “Εγώ είμαι καλά κύριε ψυχαναλυτά, εσείς επινοήσατε τη νόσο!” σ.105
Μάνος Στεφανίδης
manosstefanidis.blogspot.com
Flash στη νύχτα
Τόπος, Αθήνα, 2011