Του Κώστα Αγοραστού
Έντεκα διηγήματα περιλαμβάνει το καινούργιο, δεύτερο βιβλίο της Ευγενίας Μπογιάνου που μόλις κυκλοφόρησε. Έντεκα διηγήματα που θα μπορούσαν να διαβαστούν και σαν σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Αλλά αυτή θα ήταν μια λάθος ανάγνωση.Στις έντεκα ιστορίες που μας αφηγείται η συγγραφέας πρωταγωνιστούν κατά βάση μοναχικοί άνθρωποι, οι οποίοι μονολογούν συνεχώς, αναρωτιούνται για τη ζωή τους, αναμοχλεύουν γεγονότα, σκέψεις, λόγια και βλέμματα που εισέπραξαν. Είναι άνθρωποι συνηθισμένοι, άνθρωποι που ζούνε την καθημερινότητά τους ήσυχα, χωρίς να φωνάζουν το πρόβλημά τους. Χωρίς να επιζητούν την προσοχή των άλλων. «Άνθρωποι μονάχοι, σαν ξερόκλαδα σπασμένα...».
Η συγγραφέας, ευτυχώς, επιλέγει να μην ασχοληθεί με τους γνωστούς «περιθωριακούς» και «βασανισμένους» τύπους ανθρώπων. Το βιβλίο ξεκινάει με τη φράση «ακόμη και το βάδισμα θέλει κόπο», την οποια κάνει ένας ηλικιωμένος άνθρωπος καθώς δυσκολεύεται να περπατήσει από το σουπερμάρκετ μέχρι το σπίτι του, γιατι κρατάει δυο σακούλες με ψώνια. Ο ήρωας της κάθε ιστοριας έχει ένα μικρό και διακριτικό πέρασμα στο διήγημα που προηγείται. Έτσι, έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα τεχνική προικονομίας, η οποία προσδίδει συνοχή στο βιβλίο χωρίς να είναι προβλέψιμος ο πρωταγωνιστής του εκάστοτε επόμενου διηγήματος.
Η αρχή γίνεται με τον ηλικιωμένο πατέρα, περνάμε στην κόρη του με την οποία μιλάνε στο τηλέφωνο αρκετά συχνά και έπειτα στη διευθύντρια μιας Εφορίας στην οποια απευθύνεται η κόρη για τη διευθέτηση των κληρονομικών, μετά το θάνατο του πατέρα. Και από εκεί στον ένοικο του διπλανού διαμερίσματος της διευθύντριας κι έπειτα στη ρωσίδα κοπέλα που συναντά στο γυράδικο, όταν αυτός περνάει να πάρει φαγητό. Ακολουθεί ο κλειστός και μοναχικός συνάδερφός της από το γυράδικο και οι βραδινές του βόλτες, όπου λαθροκοιτάζει από το παράθυρο μιας μονοκατοικίας ενός ζωγράφου, ο οποίος φροντίζει την κατάκοιτη μητέρα του με την αρωγή μιας φοιτητριαςδιητριας της Φιλολογίας, που έφυγε από το χωριό της ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω της. Τέλος, ο από χρόνια χήρος πατέρας της φοιτήτριας και η υπέργηρη δασκάλα του χωριού (διήγημα με τον υπέροχο τίτλο «Τα γηρατειά μυρίζουν λιβάνι») είναι οι πρωταγωνιστές των δυο τελευταίων ιστοριών.
Το βιβλίο είναι κάτι παραπάνω απο καλογραμμένο και καταφέρνει να αποδώσει με ακρίβεια τα συναισθήματα και την ψυχολογική κατάσταση στην οποια βρίσκονται οι ήρωες. Η μόνη ένσταση είναι, μιας και όλα τα διηγήματα είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, το γεγονός ότι υπάρχει ομοιομορφία στο λεξιλόγιο και τις εκφράσεις των ηρώων. Δε συναντούμε κάτι παράταιρο αλλά μια διαφορετική γλωσσική αντιμετώπιση σε ορισμένα διηγήματα θα «ανέβαζε» τη θερμοκρασία του κειμένου.
Κλείνοντας να τονίσουμε και πάλι ότι το ισχυρό χαρτί του βιβλίου είναι οι ήρωές του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους, νέους ως επί το πλείστον συγγραφείς, η Μπογιάνου δεν επιλέγει ούτε περιθωριακούς τύπους, ούτε δύσμορφους, ούτε ναρκομανείς αλλά ανθρώπους καθημερινούς και παρ’ όλα αυτά ιδιαίτερους. Τους περιβάλλει με αγάπη αλλά και με την απαραίτητη συγγραφική σκληρότητα. Τους φωτίζει με φως ισχυρό και με γραφή ευθύβολη αποκαλύπτοντάς μας, μέσω αυτών, μια πολύ ενδιαφέρουσα συγγραφέα.
Κλειστή πόρτα
Διηγήματα
Εκδ. Πόλις, 2012
167 σελ.