Της Άλκηστης Σουλογιάννη
«Τα χάνομε όλα, τα χάνομε όλα, τα χάνομε όλα» Κοσμάς Πολίτης, Eroica
Ο χαμένος χωρόχρονος της ύστερης εφηβείας αποτελεί τον πυρήνα για τη θεματική ανάπτυξη του νέου από εκδοτικής πλευράς βιβλίου, αλλά στην πραγματικότητα ενός πρώιμου (1959) τεκμηρίου μιας ήδη μορφοποιημένης άποψης του Μένη Κουμανταρέα περί δημιουργικής γραφής.
Παρά τις σύγχρονες «επεμβάσεις» του συγγραφέα (σύμφωνα με δήλωσή του στο σύντομο προλογικό σημείωμά του), είναι φανερό ότι η δομή του κειμενικού κόσμου του βιβλίου εξ αρχής αποτέλεσε προληπτική αναφορά στην ποιότητα μιας συνειδητής δημιουργικής παραγωγής, την ανάπτυξη της οποίας σηματοδότησε το βιβλίο Τα μηχανάκια (1962) ως εναρκτήρια δήλωση προθετικότητας του Κουμανταρέα για τις επιλογές του σε επίπεδο θεματικής και υφολογικής οργάνωσης.
Στο βιβλίο Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ αναγνωρίζονται μερικά από τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη λογοτεχνική παραγωγή του Κουμανταρέα. Πρόκειται για τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην υποκειμενική πραγματικότητα και τον εξωτερικό, αντικειμενικό κόσμο, για την ισχύ του ονείρου και της φαντασίας ως κεντρικών τόπων της υποκειμενικής πραγματικότητας, για τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κειμενικά πρόσωπα ως εκδήλωση της βούλησης του ανθρώπου και ως δεσμευτική παρέμβαση της μοίρας, για την έννοια της ετερότητας τόσο στην ανθρώπινη ύπαρξη όσο και στον γεωγραφικό χώρο, για την πρόσληψη της ετερότητας με αυτό το διπλό περιεχόμενο, για τη διελκυστίνδα αφενός ανάμεσα στη φιλία και στον έρωτα και αφετέρου ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, για την υποκειμενική πρόσληψη του χρόνου και του χώρου, για τον διάλογο του ανθρώπου με τον χώρο και την τελική αποκορύφωση του χώρου ως προβολή του υποκειμενικού κόσμου, καθώς και για την αποτύπωση ενός διαπολιτισμικού τοπίου νοοτροπιών και συμπεριφορών.
Αυτά τα στοιχεία προσδιορίζουν την οργάνωση της δομής του βιβλίου σε δεκαοκτώ κεφάλαια. Ο αριθμός των κεφαλαίων μοιάζει να αντιστοιχεί στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών του κειμενικού Εγώ, που φαίνεται (λόγω ονόματος) να ταυτίζεται με το συγγραφικό Εγώ, πράγμα πάντως χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Το σημαντικότερο είναι ότι ο δεκαοκτάχρονος κειμενικός Μένης, αφού διασχίσει γεωγραφικά και κοινωνικά όρια στο πλαίσιο των συνθηκών της εξωτερικής πραγματικότητας, οργανώνει το περιεχόμενο ενός ατομικού χωρόχρονου με προϋπολογισμένη διάρκεια. Η νωρίτερα από το αναμενόμενο απώλεια του χωρόχρονου με ό,τι αυτή συνεπάγεται, αποτελεί τη δίοδο για τη μοναχική είσοδο στον κόσμο των ενηλίκων μέσα από μια θύελλα υλικού της μνήμης και των αισθήσεων.
Ο άμεσος, παραστατικός, βιωματικός, κριτικός λόγος του Κουμανταρέα, με τον υψηλό βαθμό διεισδυτικότητας σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του εξωτερικού κόσμου και με την ιδιαίτερη ευαισθησία σε ό,τι αφορά την απόδοση της εσωτερικής πραγματικότητας, αποδεικνύει μια εγγενή, βαθειά, συνειδητή σχέση του συγγραφέα με τη γλώσσα ως όχημα διατύπωσης της πλέον λεπτομερούς ανάλυσης εννοιών και νοημάτων.
Ακριβώς η εξαιρετική σημασία στη λεπτομέρεια προσδιορίζει την ποιότητα του κειμενικού κόσμου στο συγκεκριμένο βιβλίο (αλλά και γενικότερα στο σύνολο της συγγραφικής δραστηριότητας του Κουμανταρέα) ως αποτύπωση του ύφους του συγγραφέα με ιδιαίτερους δείκτες την ευρύτατη χρήση της μεταφοράς και την ευρηματική σύνθεση των γραμματικών εικόνων. Η μεταφορά και οι γραμματικές εικόνες αποδίδουν τη διαδικασία για την πρόσληψη της εξωτερικής πραγματικότητας και για τη μετάλλαξή της σε φορτίο του υποκειμενικού, δηλαδή εντέλει του κειμενικού κόσμου.
Είναι σαφές ότι το (κατά τεκμήριο τουλάχιστον) πρώτο αυτό λογοτεχνικό έργο του Κουμανταρέα λειτουργεί ως αποφασιστική είσοδος σε μια συνεπή ανάπτυξη δημιουργικής γραφής και επομένως περαιτέρω ως εισαγωγή σε έναν κανόνα αφηγηματικού λόγου σύμφωνα με τις επιλογές και την αισθητική του συγγραφέα.