Για το βιβλίο του Ιωάννη Κουτεντάκη «Στη λωρίδα του Möbius» (εκδ. Ροδακιό). Κεντρική εικόνα: ο Σίσυφος από τον Τιτσιάνο.
Γράφει ο Θεόδωρος Εσπίριτου
Θα ξεκινήσω από ένα γνωστό αν και κάπως παράδοξο ερώτημα: Από πού αντλούνται οι ιστορίες; Ποια είναι η μυστηριώδης πηγή από την οποία προέρχονται και ποια ανάγκη εξυπηρετούν; Και γιατί οι αναγνώστες δέχονται να γίνουν κοινωνοί της; Τα ερωτήματα αυτά μου φέρνουν στον νου τον ρομαντικό ποιητή Coleridge και το κείμενό του «Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού», όπου κάποιος ηλικιωμένος ναυτικός αναγκάζει τυχαίους διαβάτες ν’ ακούσουν την ιστορία του.
Εκείνοι στην αρχή αντιδρούν, αλλά η θέληση του γέροντα τους επιβάλλεται μέχρι το τέλος. Στη συνέχεια, οι σκέψεις αυτές με ωθούν σε ένα άλλο ερώτημα: Για ποιο λόγο ένας επιστήμονας, όπως ο Ιωάννης Κουτεντάκης, που έχει πραγματοποιήσει έρευνα στα στοιχειώδη σωματίδια στο CERN της Γενεύης και στο FERMILAB του Σικάγο, ένας χημικός μηχανικός που έχει εξειδικευτεί στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, σπαταλά ένα μεγάλο μέρος της ζωής του σε έναν πλασματικό κόσμο για ν’ ανασύρει από εκεί όνειρα και εφιάλτες που θα μεταπλαστούν σε ιστορίες;
Μία απάντηση θα μπορούσε να είναι: Επειδή έχει την ικανότητα να κινείται σε δυο κόσμους τόσο διαφορετικούς και συγχρόνως τόσο άρρηκτα δεμένους, με διαβατήριο τη γραφή. Όσοι έχουν το συγκεκριμένο χάρισμα, ανασύρουν και αφηγούνται ιστορίες. Δεν πρόκειται για επιλογή, αλλά για ευχή και κατάρα. Ο Όμηρος ξεδιπλώνει μπροστά μας ένα χαλί όπου έχει υφάνει νίκες και ήττες ηρώων, ερωτικά πάθη και, γενικώς, περιπέτειες που ωθούν τη φαντασία στα άκρα.
Πρόκειται για το ίδιο χαλί –ιπτάμενο αυτή τη φορά–, επάνω στο οποίο η Σεχραζάτ μάς ταξιδεύει για χίλιες και μία νύχτες. Πρόκειται για την πρώιμη επιστημονική φαντασία του Λουκιανού, για τη διεισδυτική ματιά του Ντοστογιέφσκι, για την τραγικότητα του Βιζυηνού, για τον αδιέξοδο λαβύρινθο του Κάφκα, για τη δεξιοτεχνία του Κόνραντ, για τον αποκαλυπτικό λόγο του Γιώργου Χειμωνά, για τις φαντασιακές διερευνήσεις της Γιουρσενάρ και της Γουλφ, και για πολλούς άλλους ακόμα, οι οποίοι εξερευνούν τις ασυνείδητες δυνάμεις του νου, πλάθουν ανύπαρκτους κόσμους, που μερικοί από αυτούς δεν πρόκειται να καταρρεύσουν ποτέ. Ένας ανύπαρκτος κόσμος μπορεί να χαράξει πορείες, να αφήσει ανεξίτηλα στίγματα, και τελικά να διαμορφώσει τον πραγματικό κόσμο.
Δύο παράδοξοι κόσμοι
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και εδώ: Ο Ιωάννης ενώνει δύο παράδοξους κόσμους. Γιατί ποιος λέει ότι και ο κόσμος τον οποίο μοιραζόμαστε δεν είναι παράδοξος;
Το βιβλίο αποτελείται από δεκατέσσερα αφηγήματα. Τα κείμενα αυτά δεν υπόσχονται ενότητα ύφους, αντίθετα, η ανομοιογένειά τους είναι το βασικό χαρακτηριστικό που προσλαμβάνεται κατά την ανάγνωσή τους.
Το βιβλίο αποτελείται από δεκατέσσερα αφηγήματα. Τα κείμενα αυτά δεν υπόσχονται ενότητα ύφους, αντίθετα, η ανομοιογένειά τους είναι το βασικό χαρακτηριστικό που προσλαμβάνεται κατά την ανάγνωσή τους. Και είναι ακριβώς αυτή η ανομοιογένεια, που, σε δεύτερο πλάνο, δημιουργεί στο μυαλό του αναγνώστη την εντύπωση της συγγραφικής εμπειρίας καθώς ο χρόνος εκτείνεται κατεδαφίζοντας και οικοδομώντας ιδέες και τρόπους, και, επομένως, χαρίζοντας αυτή τη γλυκόπικρη γεύση που ονομάζεται γνώση/απαραίτητο πρόπλασμα κάθε δημιουργίας.
Η πολύμορφη συλλογή περιλαμβάνει, εκτός των μικρών διηγημάτων, αφηγήματα θεατρικού τύπου και καθαρά θεατρικά έργα, όπως τα «Κάιν και Άβελ» και «Η Κούκλα». Περιέχονται επίσης κείμενα σε συνάρτηση όπως το «Σκοτεινό Δωμάτιο» και η «Έγχρωμη Μέρα», το κείμενο «Ατρείδης;» –που είναι σενάριο μεταγραμμένο σε αφήγημα, καθώς και ένα ποίημα με τίτλο «Η Υπόσχεση».
Ο Ιωάννης Κουτεντάκης γεννήθηκε στην Κρήτη και διαμένει στην Αθήνα.Συνέγραψε μαζί με την Γεωργία Αγγουριδάκη το έργο «Τραγέλαφος» που παρουσιάστηκε το 2013 στο θέατρο ΣημείοLAB και στο Αττικό Άλσος σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Εσπίριτου, και το έργο «Το Συμβάν» (εκδόσεις «Γαβριηλίδης», 2015) Έγραψε τη νουβέλα «Ο Κύριος 107» (εκδόσεις «Εύμαρος», 2019) και τη συλλογή αφηγημάτων «Στη Λωρίδα του Mobius» (εκδόσεις «ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ», |
Υπάρχουν, ως γνωστόν, πολλοί τρόποι αφήγησης μιας ιστορίας. Και κάθε τρόπος είναι το είδος, μέσω του οποίου θα αναπτυχθεί η ιστορία. Οι τρόποι δόμησης είναι δύο. Ο συνηθέστερος είναι αυτός ο οποίος συνθέτει λεπτομερώς την υπόθεση από την αρχή ώς το τέλος, και ακολούθως την αναπτύσσει με το ανάλογο ύφος. Ο άλλος είναι εκείνος που βασίζεται σε μία υποτυπώδη υπόθεση/πρόσχημα, σε έναν σκελετό απαραίτητο για το σώμα των ιδεών του. Στη συγκεκριμένη συλλογή ο Ιωάννης χρησιμοποιεί και τους δύο τρόπους για τη σύνθεση των αφηγημάτων του.
Eναλλακτικός δρόμος
Ο συγγραφέας δεν επιλέγει τον εύκολο/βατό τρόπο αφήγησης. Χωρίς να είναι δυσνόητος, ψάχνει έναν εναλλακτικό δρόμο, φεύγει από την κεντρική αρτηρία ακολουθώντας ενίοτε σκοτεινούς και δύσβατους παραδρόμους. Έτσι ο αναγνώστης βλέπει ένα συνηθισμένο αντικείμενο με καινούργιο βλέμμα. Ο συγγραφέας στα κείμενά του αναφέρεται με παραβολικό τρόπο στην ερημιά των ψυχών, στη συναισθηματική εξάρτηση καθώς και στα μέσα που την κάνουν υποφερτή. Κάποια κείμενα έχουν «στρωτή» αφήγηση, εξομολογούνται τα πάντα τοις μετρητοίς, ενώ κάποια άλλα λειτουργούν υπαινικτικά – τα σκοτεινά τους σημεία εκτίθενται με μισόλογα–, και, άλλα, είτε δεν θέλουν καθόλου να εκφραστούν, είτε αφήνουν τα συμπεράσματα στον αναγνώστη.
Κάθε γραφή οφείλει να είναι αποκαλυπτική: Να εξερευνά τα όρια του βλέμματος και κυρίως της αντίληψης. Πρόκειται ασφαλώς για δύσκολο εγχείρημα, ωστόσο ο Ιωάννης το προσεγγίζει αυτό. Διακρίνει τις αδιόρατες διαφορές μεταξύ των πραγμάτων, εξετάζει δυσεπίλυτους γρίφους, ακατανόητα φαινόμενα, λεπτές αποχρώσεις, παρατηρεί τις αντανακλάσεις στο νερό της βροχής, τον ήχο της που συνθέτει μια «φυσική» μουσική. Άλλοτε με κοντές ασθμαίνουσες φράσεις κι άλλοτε με μακροπερίοδο λόγο, συνομιλεί με το αόρατο ή με μια ανθρώπινη σκιά που εξομολογείται ταξίδια και όνειρα, όπως στο διήγημα «Η Μαύρη Κιθάρα». Αλλού περιγράφει παράξενα ή παράδοξα πλάσματα. Ωστόσο, τη στιγμή που το σύμπαν εμφανίζεται ως πολυμορφικό, εκείνη την ίδια στιγμή η συγκεκριμένη ιδιότητά του αμφισβητείται για ν’ αντικατασταθεί από μια ζοφερή μονή διάσταση. Τελικά ποιος γνωρίζει πού εδρεύει η Πραγματικότητα;
Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για ρεαλιστικές απεικονίσεις και για ατομικές ψυχολογικές προσεγγίσεις, αλλά για το μυστήριο που περιβάλλει την ύπαρξη και τον κόσμο.
Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για ρεαλιστικές απεικονίσεις και για ατομικές ψυχολογικές προσεγγίσεις, αλλά για το μυστήριο που περιβάλλει την ύπαρξη και τον κόσμο. Ωστόσο δεν δραπετεύει από το γνωστό μας επίπεδο της πραγματικότητας, αντιμετωπίζει το Ασύλληπτο, και, ενώνοντάς το με την απτή καθημερινότητα δημιουργεί ιστορίες. Το Άδηλο και το Άρρητο είναι μια μυστική πατρίδα που, ως συγγραφέας, επισκέπτεται συχνά με τη λιτή ενδυμασία του ποιητή. Κάποιες από τις ιστορίες του επιθυμούν να εκφραστούν μέσω ενός βατού αφηγηματικού δρόμου και κάποιες άλλες με μια εκφραστική ελευθερία που υπερβαίνει το σύνηθες μέτρο, όπως συμβαίνει στο κείμενο «η κούκλα».
Ο Μπέκετ
Η αγάπη του Ιωάννη για ορισμένους συγγραφείς δεν τον επηρεάζει σε ορατό βαθμό όσο ο Μπέκετ, ο οποίος διαφαίνεται στο βάθος ως υποβολέας έμπνευσης –αλλά και ως συνειδητή αναφορά του Ιωάννη προς τον Μπέκετ– όπως στο θεατρικού τύπου αφήγημα «Ένα Φύλλο». Και εδώ βρίσκεται το σημείο όπου η πεζή αφήγηση (η οποία συνήθως δεν επιλέγει ως πρώτιστο μέσο έκφρασης τους διαλόγους αλλά το βλέμμα του τριτοπρόσωπου αφηγητή), συναντά τον τρόπο του θεάτρου, που, ασφαλώς, απαλλάσσεται από τον αντικειμενικό αφηγητή/αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων, επιτρέποντας την απόλυτη έκθεση τον προσώπων, δηλαδή αποκλειστικά και μόνο τον διάλογο.
Όλα τα έργα, πέραν των υφολογικών ομοιοτήτων και θεματικών συγγενειών, έχουν ένα δομικό αλλά και φιλοσοφικό χαρακτηριστικό: την αέναη επανάληψη. Το στοιχείο αυτό μας φέρνει στον νου το έργο του Αλμπέρ Καμύ «Ο μύθος του Σίσυφου» –ένα δοκίμιο επάνω στην έννοια του παραλόγου– και, αναπόφευκτα, στην αρχαία ελληνική σκέψη. Τα κείμενα του Ιωάννη έχουν κάποια σχέση με τις ιδέες αυτές: Τα πάντα, μετά το τέλος, επιστρέφουν στην αρχή, με τέτοιο τρόπο ώστε πολλές φορές δεν φαίνεται ξεκάθαρο αν το τέλος προϋπήρξε της αρχής ή αν όλα δεν είναι παρά ένας κύκλος. Η επαναληπτικότητα παρουσιάζεται ελικοειδώς σε κάθε γεγονός πραγματικό ή πλασματικό. Η ιδέα της αέναης επανάληψης κυριαρχεί σε ολόκληρο το έργο, σε συνάρτηση με το παράδοξο της χωροχρονικότητας.
Εν κατακλείδι, το έργο του Ιωάννη Κουτεντάκη είναι ένα έργο που θέτει ερωτήματα εφόσον κανείς επιθυμεί να τα δει. Είναι ένα έργο που αξίζει να αγαπηθεί.
* Ο ΘEΟΔΩΡΟΣ ΕΣΠΙΡΙΤΟΥ είναι σκηνοθέτης και συγγραφέας.