Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Επτά γυναικών το πάθος και τα πάθη ιστορούνται στα καινούργια διηγήματα της Έρσης Σωτηροπούλου. Τα πάθη που υφίστανται από εξωγενείς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τη ζωή τους. Τα πάθη στα οποία υποβάλλονται από την ιδιοσυγκρασία και τον ψυχισμό τους. Το πάθος τους για πνευματική δημιουργία, για τον έρωτα, για την ατομική ελευθερία και αυτοδιάθεση, για τη ζωή.
Επτά γυναίκες: μια νεαρή μαθήτρια η Μιράντα, μία ποιήτρια, μια παντρεμένη η Μάγδα, η Λίλα, μια συγγραφέας μητέρα δύο παιδιών, μια ακόμη συγγραφέας η Λέα, μια αλλοδαπή στην Ελλάδα η Τάνια.
Γύρω τους σκιαγραφούνται κι άλλοι χαρακτήρες, δευτερεύοντες. Άλλοι αδρομερώς όπως οι γονείς και ο γιατρός της Μιράντας ή ο θαυμαστής του λογοτεχνικού έργου της Λέας κι άλλοι έντονα, όπως ο σύζυγος της Μάγδας ή ο γιος της συγγραφέως ή, ακόμη, η Κλαίρη, μία καλλιεργημένη αστή στο σπίτι της οποίας η Τάνια ζητάει εργασία. Τέλος περιγράφεται το άλγος ενός εγκλωβισμένου εντόμου με ονομασία γένους θηλυκού. Μιας σφήκας.
«Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα». Ένας τίτλος που θα μπορούσε, όπως ήδη έχει ειπωθεί, να είναι σύνθημα σε τοίχο. Τι να σημαίνει; Αν προσεγγίσουμε τη σημειολογία των χρωμάτων, το μπλε σημαίνει ρεαλισμό, ορθολογισμό, ηρεμία, πίστη, αφοσίωση. Το κόκκινο υπερρεαλισμό, υπερβατικότητα, πάθος, φλόγα, διεκδίκηση, εξέγερση, επανάσταση, ανατροπή.
Μια γυναίκα, από τη χρονική θέση ωριμότερης ηλικίας, αναθυμάται τη διαδρομή και τις επισκέψεις που έκανε κάθε Πέμπτη απόγευμα, μετά το σχολείο, από την επαρχία, κάπου από την Πελοπόννησο ίσως την Πάτρα, στην Αθήνα, συνοδευόμενη από τον πατέρα της, προκειμένου να την παρακολουθεί ο ψυχίατρος. Πηγαινοέρχονταν με την Citroen του πατέρα. Οι συνεδρίες και η φαρμακευτική αγωγή δεν θα διορθώσουν πολλά πράγματα. Η μαθήτρια προβάλλει, σε ώτα μη ακουόντων, ένα αίτημα ελευθερίας απέναντι στις συμβατικότητες την υποκρισία και τον κονφορμισμό της οικογένειας, του κοινωνικού περίγυρου, του συστήματος εκπαίδευσης, των θεραπευτικών μεθόδων. Η επιστροφή από την Αθήνα γίνεται πάντοτε νύχτα. Τα φώτα της Citroen –μάτια μέσα στη νύχτα- φωτίζουν ένα περιορισμένο βάθος του σκοταδιού. Όσο το όχημα προχωρά ό,τι φωτίζεται στη μονάδα του χρόνου ξανατυλίγεται στο σκοτάδι την επόμενη στιγμή. Ο ψυχίατρος δεν καταφέρνει να φωταγωγήσει τα σκοτάδια της νεαρής γυναίκας.
Στον προθάλαμο του ιατρείου συναντά, κάθε Πέμπτη, ένα μογγολικό αγόρι το οποίο κάθεται πειθαρχημένο κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας του. Τα σημάδια σ’ εκείνο είναι εμφανή. Σε κοινή θέα. Κάποια φορά καταφέρνουν και το σκάζουν για λίγο. Η μαθήτρια του δίνει ένα τσιγάρο. Εκείνος το παίρνει. Είναι η πρώτη φορά. Όταν, σε λίγο, τους ανακαλύπτουν η κοπέλα δίνει, συνομωτικά, το πακέτο στο αγόρι. Ο μογγόλος το παίρνει. Μια χειρονομία αλλαγής σκυτάλης στον αγώνα για διεκδίκηση αυτοδιάθεσης.
Μία ποιήτρια βρίσκεται, μαζί με άλλες, προφανώς συναδέλφους της, για έναν μήνα διακοπών στην Ανδαλουσία. Στην επαρχία της Αλμερίας, κάτω από την οροσειρά της Σιέρα Καμπρέρα, στο θέρετρο του Μοχάκαρ. Η γυναίκα νιώθει ν’ αποστραγγίζεται από έμπνευση και επιχειρεί να αναστρέψει την κατάσταση. Ονειρεύεται ένα ποίημα. Το ίδιο ποίημα από ύπνο σε ύπνο. Οι στίχοι της δίνονται στο όνειρο. Όταν ξυπνά τους ξεχνάει. Η βάσανος της έμπνευσης. Η βάσανος της γραφής. Αναρωτιέται αν αυτό που της συμβαίνει είναι κατάθλιψη. Πιστεύει ότι δεν είναι. «Ακόμη κι αν δεν μπορούσε να γράψει, υπήρχαν άλλα πράγματα που μπορούσε να κάνει», σκέφτεται. «Να διαβάζει, (…), να κάνει περιπάτους, να σκέφτεται. Να σκέφτεται τι; Όλες οι σκέψεις της ήταν γύρω από το γράψιμο. Τελικά είμαι σχεδόν ανάπηρη, αναλογίστηκε».
Το διήγημα είναι γεμάτο από διακειμενικές αναφορές. Πώς θα μπορούσε να μην ήταν, άλλωστε, αφού πραγματεύεται το ζήτημα της γραφής. Το πρόθεμα (moto) είναι ένα τετράστιχο από ποίημα της Αν Γιάντερλουντ, Σουηδής ποιήτριας (γεν. 1955) –στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μερικά ποιήματά της από την ενότητα «Σύντομα στο καλοκαίρι θ’ αποχωρήσω». Στο τετράστιχο, αν το αποκωδικοποιώ σωστά, προβάλλεται η άποψη πως κάθε έκφραση αγάπης, κάθε ερωτική πράξη συναισθηματικής, εξομολογητικής ή σωματικής φύσης, για να έχει αξία χρήσης είναι ανάγκη να προσλαμβάνεται σωματικά, να εισπράττεται απτά. Ίσως όμως να θέλει η ποιήτρια να πει και κάτι εντελώς αντίθετο. Ότι τα μεγάλα λόγια και οι θεαματικές κινήσεις στον έρωτα δεν αποκλείεται να έχουν μονάχα επιδερμικό χαρακτήρα. Ίσως τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά. Η ποίηση θέλει προσήλωση για να σου αποκαλυφθεί. Πόσο μάλλον όταν η ποίηση γίνεται μέρος αναπόσπαστο ενός άλλου λογοτεχνικού είδους, όπως εν προκειμένω στο διήγημα για το οποίο μιλάμε. Η γυναίκα, στο διήγημα, διαβάζει το βιβλίο «100 και μία νύχτες στη Βαγδάτη». ίσως εδώ η αναφορά να γίνεται για το βιβλίο της Νορβηγίδας Όσνε Σέιερσταντ του οποίου ο πρωτότυπος τίτλος είναι «100 και μία μέρες» και στην ελληνική έκδοση «Πεθαίνοντας στη Βαγδάτη». Διαβάζει επίσης ένα βιβλίο της Άννα Κονσουέλο. Πρόκειται ίσως για την συγγραφέα Άννα Κονσουέλο Ματιέλα.
Ένα απόγευμα, η ποιήτρια, κάνει ένα μεγάλο περίπατο, από την παραλία ως το χωριό του Μοχάκαρ στην πλαγιά του λόφου. Ανεβαίνοντας ένας τύπος της ψιθυρίζει στα αγγλικά τη φράση «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα». Εκείνη φορούσε μαύρα. όμως το μπλε του ουρανού, στα μάτια της γυναίκας, συνέθλιβε με την ακαμψία του την κοιλάδα μέχρι κάτω τη θάλασσα. Ένα πλοίο που γλιστρούσε στα μπλε ζαχαρένια νερά της θύμισε μια κατάσταση λύπης. Καδράροντας το τοπίο που αντίκριζε, από την οπτική του λόφου όπου στεκόταν, της φάνηκε ότι, βγαίνοντας το πλοίο από το κάδρο πλέοντας προς τον ορίζοντα, η θάλασσα μένει με το μπλε της χρώμα εγκλωβισμένη στο κάδρο. Το μπλε, μάλλον, δεν της ταίριαζε. Η καταπιεστική ηρεμία του μπλε. Η γυναίκα, εκείνη τουλάχιστον την ώρα, δεν ένιωθε μπλε.
Ένας παντρεμένος σκηνοθετεί υποτιθέμενες απιστίες φροντίζοντας να τις αντιλαμβάνεται ως πραγματικές η σύζυγός του. Το κάνει για να τονώσει το λαγγεμένο ερωτικό τους πάθος; Όχι, πιστεύω. Το κάνει για να ικανοποιήσει την εγωτική του προσωπικότητα. Εξαπατά τον εαυτό του και συνακόλουθα, ακούσια, τη γυναίκα του. «Στο βάθος ήταν ρομαντικός τύπος –διαβάζουμε στο διήγημα. Πόσο θα ήθελε να τα ξαναβρούν μετά από έναν μεγάλο καβγά και να ξαναζήσουν το πάθος του πρώτου μήνα της γνωριμίας τους! Να κάνουν έρωτα κι αυτή να γραπώνεται στο σώμα του και να σπαρταράει και στα μάτια της να βλέπει μόνο το βλέμμα του, να καθρεφτίζεται μόνο αυτός, τα όνειρά του, οι επιθυμίες του, σε μια αβυσσαλέα σπείρα που την καταβροχθίζει και την εξαφανίζει ενώ αυτός αναδύεται ακέραιος, υπέροχος, μοναδικός, ένας άνδρας που δεν χρειάζεται να ονειρευτεί γιατί ό,τι ευχήθηκε έγινε πραγματικότητα, ένας άνδρας που δεν ποθεί τίποτα γιατί είναι ο ίδιος η ενσάρκωση κάθε επιθυμίας». Ο Παράδεισος, απ’ ό,τι φαίνεται είναι, τελικά, χώρος για έναν. Ο καθείς και ο δικός του Παράδεισος.
Μια γυναίκα, η Λίλα, μέσα στο σπίτι. Αισθάνεται σαν σε γυάλινο κώδωνα –να πάλι τα διακείμενα, εδώ μακρινός ήχος από την Σύλβια Πλαθ. Η καθημερινότητα εξυφαίνει έναν ιστό μελαγχολίας, μια παγίδα θανάτου. Η Λίλα μετέρχεται τρόπους ν’ αλλάξει η καταπιεστική ρουτίνα της καθημερινότητας. Όμως η ζωή είναι θηριοτροφείο όπου ο ένας κατασπαράσσει τον άλλο. Η Λίλα θυμάται την εικόνα μιας ψησταριάς στην οποία πήγε ν’ αγοράσει κάτι να φάει. «Η αίθουσα ήταν μεγάλη και εντελώς άδεια, ο τελευταίος πελάτης πλήρωνε όρθιος το λογαριασμό. Πάνω σ’ όλα τα τραπέζια υπήρχαν παρατημένα κόκαλα, παΐδια, κατασπαραγμένα κρανία, το ανοιχτό οστεοφυλάκιο ενός θηριοτροφείου. “Είχαμε γάμο”, εξήγησε χαρούμενος ο ιδιοκτήτης». Η περιγραφή εδώ εξεικονίζει και την ωμοφαγία που θ’ ακολουθήσει μόλις το πάθος του πρώτου καιρού σβήσει στο νιόπαντρο ζεύγος.
Μια σφήκα ζουζουνίζει μέσ’ στο δωμάτιο. Η Λίλα την εγκλωβίζει ανάμεσα στο τζάμι και στο μεταλλικό πλέγμα του παραθύρου. Η σφήκα παραδέρνει στη φυλακή της. Η Λίλα είναι μια παγιδευμένη σφήκα. Ένα αίτημα ελευθερίας προβάλλει ξανά.
Η Λίλα παρακολουθεί ένα φιλμ στην τηλεόραση. Μια μοναχική γυναίκα κινείται με το αυτοκίνητό της. Ψάχνει σταθμούς στο ραδιόφωνο. Ακούγεται το «Another brick in the Wall». Ένα ακόμη τούβλο στον τοίχο. Στον τοίχο που υψώνει η τύρβη της καθημερινότητας και των εγκατεστημένων σχέσεων συμβίωσης των κοινωνιών και των κοινωνικών όντων. Η γυναίκα ψιθυρίζει τους στίχους των Pink Floyd: Δεν χρειάζομαι σπουδές / Δεν χρειάζομαι έλεγχο / όχι σκοτεινός σαρκασμός στην αίθουσα διδασκαλίας / Δάσκαλοι αφήστε τα παιδιά στην ησυχία τους. Ένα αίτημα ελευθερίας πάλι και πάλι.
Η Λίλα είναι μόνη στο σπίτι. Είναι μόνη. Απέναντι από το παράθυρό της βλέπει την ατσαλάκωτη εικόνα μιας τυπικής πυρηνικής οικογένειας που ετοιμάζεται για το βραδινό φαγητό. Πατέρας, γιαγιά, ένα παιδί. Η μητέρα μπαίνει κρατώντας μία πιατέλα. Κάθεται κι αυτή στο τραπέζι. Αρχίζουν να τρώνε. «Όταν (η Λίλα) ξανακοίταξε έξω, το δωμάτιο στο απέναντι διαμέρισμα ήταν άδειο. Το φως έλουζε το γυμνό τραπέζι με τις τέσσερις καρέκλες και γλιστρούσε έξω στο μπαλκόνι, μια μοναχική λωρίδα από κρύα λάμψη που διαπερνούσε τα κάγκελα κι έπεφτε μονομιάς στο σκοτάδι».
Η τυπική οικογένεια με την κρύα λάμψη του καθωσπρεπισμού. Μια ακόμα εκδοχή καθημερινού θανάτου. Ομαδικού αυτή τη φορά.
Μια ελληνίδα συγγραφέας καλεσμένη να δώσει μια διάλεξη στο Άμστερνταμ. Είναι ντυμένη στα μαύρα. Έχει δύο παιδιά. Μια κόρη, η οποία την συνοδεύει στο ταξίδι, και έναν γιο που θα τις συναντήσει στο Άμστερνταμ. Τα παιδιά είναι από διαφορετικούς πατεράδες. Η συγγραφέας αναθυμάται τα νιάτα της και τη σχέση της με τον πατέρα του αγοριού της. Είχαν φύγει από την Ελλάδα της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Είχαν πάει στο Άμστερνταμ. Η μάνα διηγείται στον γιο της: «Νομίζαμε ότι θα κάνουμε την επανάσταση, ο πατέρας σου κι εγώ. Κι όχι μόνο αυτό αλλά πιστεύαμε ότι θα γινόταν αμέσως, δηλαδή στην εποχή μας. Ετοιμαζόμουν να πάω για εκπαίδευση στον Λίβανο, σ’ ένα στρατόπεδο Παλαιστινίων. Έμεινα έγκυος σ’ εσένα. Το ανέβαλα για όταν θα γεννιόσουν. Μπορείς να το πιστέψεις; Έπεσε η δικτατορία και μας χάλασε τα σχέδια. (…). Δεκαετία του ’70, είπε μέσα της. Τώρα φαινόταν έτη φωτός μακριά. Η βάρκα του έρωτα τσακίστηκε στην καθημερινή ζωή επάνω. Η βάρκα του έρωτα και της επανάστασης. Χοπ χοπ. Συντρίμμια, συντρίμμια».
Η γυναίκα θυμάται τις τρεις σταθερές που όριζαν τα νιάτα της. Την αυτοσυντήρηση, την ελευθερία, τον θάνατο. Τον θάνατο όχι ως φόβο θανάτου, αλλά ως ολοκλήρωση μιας πλημμυρισμένης από ευτυχία σύντομης ζωής. Όσο κρατούνε τα νιάτα. Συνισταμένη των τριών σταθερών ο έρωτας, η παράφορη αγάπη για τον άλλο. Ταξιδεύοντας, τότε, με το τρένο, μαζί με τον πατέρα του γιου της, «στη διαδρομή Ζυρίχη-Μιλάνο, (…) είχε βγάλει το κεφάλι της από το παράθυρο του τρένου κι είχε φωνάξει “Πεινάω… σ’ αγαπώ”, μέσα στο τούνελ του Μπέννερο ούρλιαζε “Είμαι ελεύθερη… σ’ αγαπώ”, έξω από τη Λωζάννη τραγουδούσε “Θέλω να πεθάνω… σ’ αγαπώ”».
Όμως στο παρόν του αφηγηματικού χρόνου, στο διήγημα, μια κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο γιος που παίρνει ναρκωτικά από το coffee shop, θα οδηγήσει τη δράση σε μια εξέλιξη καφκική. Η μάνα θα συνθλιβεί από αισθήματα ενοχής απέναντι στα παιδιά της. Στην ερώτηση της κόρης της αν την αγαπάει, διστάζει να απαντήσει αμέσως, γιατί σκέφτεται ότι ίσως μια καταφατική απάντηση δεν θα την πείσει.
Η Λέα, συγγραφέας κι αυτή, γράφει ένα διήγημα σε ρυθμό «δάκρυα, λυγμοί, αναφιλητά». Βρίσκεται σ’ ένα τέλμα απελπισίας. Ένας νεαρός φοιτητής που θαυμάζει τα βιβλία της ζητά να την συναντήσει. Εκείνη δέχεται. Όμως κι ο νεαρός είναι ένα καινούριο τέλμα. Η Λέα, και σ’ αυτή τη συνάντηση, δεν καταφέρνει ν’ αποκοπεί από την ανάμνηση του έρωτα που καθόρισε τον ψυχισμό της, ρίχνοντάς την στο τέναγος της μελαγχολίας. Ενώ ο φοιτητής της μιλά εκείνη θυμάται: « “Ίσως συναντηθούμε πάλι σε πέντε χρόνια, σε δέκα…” είχε πει ο εραστής της. Στέκονταν αγκαλιασμένοι στην αποβάθρα του σταθμού, το τρένο της έφτανε σε λίγα λεπτά κι έφευγε αμέσως, κι η πιο παρήγορη εξέλιξη, το μόνο που μπορούσε να ευχηθεί η Λέα, ήταν ένα φρικιαστικό ατύχημα, μια τραγωδία, το τρένο να μπαίνει στο σταθμό και να εκτροχιάζεται, εκρήξεις και συντρίμμια να φλέγονται πλάι σε ακρωτηριασμένα πτώματα. “Αν αγαπήσω πάλι θα είναι μόνο εσένα”, είχε πει εκείνος και ξαφνικά φάνηκε να βιάζεται ν’ απομακρυνθεί. Μου λείπει τόσο πολύ, σκέφτηκε η Λέα, κάνουμε ακόμα έρωτα στη μυστική μου ζωή». Η συνάντηση με τον νεαρό θαυμαστή θα οδηγηθεί σε ναυάγιο. Η ψυχική επαφή δεν θα γίνει. Καθένας θα φύγει μόνος όπως ήρθε. Μόνος όπως κι όταν κάθονταν αντικριστά στο ίδιο τραπέζι. «Ακόμα χειρότερα –γράφει η Έρση Σωτηροπούλου- αυτά τα δάκρυα που μένουν κολλημένα στις κόγχες των ματιών και δεν κυλάνε. Τα μάτια λαμπυρίζουν, τα βλέφαρα είναι στεγνά, αυτά τα δύστοκα δάκρυα πονάνε πιο πολύ…»
Η Τάνια ζητάει δουλειά σε ένα αστικό σπίτι. Παραδουλεύτρα. Ήρθε στη Ελλάδα από μια διαλυμένη χώρα. Διαθέτει υψηλή μουσική παιδεία. Η Κλαίρη, η κυρία του σπιτιού, μια γυναίκα στην ηλικία της Τάνιας, όταν αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική φύση της αλλοδαπής μεταστρέφει τη συμπεριφορά της. Η Τάνια συναινεί σ’ αυτή τη μεταστροφή. Σχεδόν κολακεύεται…
Η Έρση Σωτηροπούλου, τεχνήτρα της μικρής φόρμας, φωτίζει αποτελεσματικά την εσωτερική ζωή των ηρώων της. Δεν αισθηματολογεί. Σκηνοθετεί κινηματογραφικά προσεγγίζοντας και απομακρύνοντας το φακό. Η γλώσσα είναι λεπτοδουλεμένη, οι φράσεις ευθύβολες, τα κείμενα λιτά. Μια ζελατίνα λεπτής ειρωνείας προστατεύει το κείμενο όπου υπάρχει κίνδυνος να εκτραπεί στο μελόδραμα.
Η Έρση Σωτηροπούλου δεν μπουκώνει τον αναγνώστη. Του δίνει το περιθώριο να σκεφτεί. Να οδηγήσει εκείνος την αφήγηση σε μια συνέχεια πέρα από το βιβλίο. Σέβεται εκείνο που αποφθεγματικά είπε ένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας, ο Αχιλλέας Κυριακίδης: «Όταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει».