Του Κωστή Παπαδημητρίου
Δύο γιατροί, από τη μια ο μεγαλύτερος σε ηλικία Στάθης που είναι διάσημος διευθυντής πολυτελούς ιδιωτικής κλινικής, και από την άλλη ο σαραντάρης Φίλιππος που εργάζεται σε δημόσιο νοσοκομείο, δένουν τις ζωές και τα πεπρωμένα τους μέσα από έναν αναπάντεχο φόνο. Ένας μυστηριώδης και ισχυρός επιχειρηματίας, γνωστός ως «ο Μάγος», σαν ένας σύγχρονος θεός, βρίσκεται πάνω απ' όλους και όλα.
Γύρω του μεγαλοαστοί και δημοσιογράφοι συναλλάσσονται και συγκρούονται, η ιατρική και η επιστήμη συναντούν τον κόσμο του θεάματος και της κατευθυνόμενης ενημέρωσης, μια σειρά από πρόσωπα οργανώνουν τις δομές της εξουσίας του Μάγου αλλά και τα δικά τους μικρότερα ή μικροσκοπικά φέουδα. Σε έναν κόσμο όπου μόνον ο νικητής μετράει, ο Μάγος δημιουργεί τους «χαμένους» και τους «κερδισμένους» ενός παιχνιδιού όπου η αλληλοεξόντωση φαντάζει ως η μοναδική διέξοδος.
Το μυθιστόρημα «Ο Μάγος» της Ελένης Χατζή είναι ένα πολιτικό θρίλερ με την πλοκή να αρθρώνεται γύρω από έναν φόνο που αντί να διαλευκανθεί μας οδηγεί όλο και πιο βαθιά στα σκοτεινά μονοπάτια της επιχειρηματικής και πολιτικής εξουσίας.
Όπως στην κλασική ταινία του Τζον Χιούστον «ο Θησαυρός της Σιέρρα Μάδρε», όπου η αναζήτηση του χρυσού οδηγεί τους πρωταγωνιστές στην δυσπιστία και τελικά την αλληλοεξόντωση, στον κόσμο του «Μάγου» η δίψα για την εξουσία, για κάθε μορφής εξουσία, είναι η κινητήριος δύναμη. Ο «Μάγος» δεν διστάζει να ξεφορτωθεί και τους πιο στενούς του συνεργάτες, αν αυτό εξυπηρετεί τα σχέδιά του. Δεν διστάζει να βάλει να συγκρουστούν μεταξύ τους οι ίδιες οι επιχειρήσεις του ομίλου του και οι βαρόνοι στους οποίους έχει εμπιστευτεί τη διοίκησή τους. Με τον ίδιο τρόπο φέρονται και όσοι βρίσκονται κάτω από αυτόν, στο μέτρο που τους είναι δυνατό: όλοι θέλουν να είναι μικροί Μάγοι και αυτό είναι ένα μεγάλο μέρος της δύναμής του πραγματικού «Μάγου».
Στο παιχνίδι αυτό οι τύχες των πρωταγωνιστών αλλάζουν συνεχώς σε μια διαρκή περιπέτεια. Ο θηρευτής γίνεται ξαφνικά θήραμα και το αντίθετο. Κανείς δεν μπορεί να νιώθει ότι πατάει σταθερά αλλά, σε αυτόν τον ανελέητο αγώνα κανείς τελικά δεν χάνεται, κανείς δεν οδηγείται στην απόλυτη ήττα. Η συνδιαλλαγή και ο συμβιβασμός είναι αυτό που κρατάει τους παίκτες πάντα μέσα στο γήπεδο. Εκτός βεβαίως από τους νεκρούς... αλλά και αυτοί ακόμη, με έναν ιδιαίτερο ποιητικό τρόπο, παραμένουν παρόντες στη δράση μέσα από τις μνήμες και τις αγωνίες των ζωντανών.
Στον «Μάγο» η συγγραφέας μελετάει όχι μόνο πώς δομούνται οι εξουσίες αυτές αλλά και τι κάνουν τελικά στην ψυχή των ίδιων των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτό το άγριο κυνήγι για την επιτυχία. Ποιες είναι οι επιθυμίες τους, τα κίνητρά τους, οι αδυναμίες και τα συναισθήματά τους, πώς σκέφτονται; Είναι άνθρωποι σκληροί - αλλά παρόλα αυτά άνθρωποι. Γι' αυτό, ο κόσμος της συγγραφέως δεν είναι μανιχαϊστικός. Δεν υπάρχουν απόλυτα καλοί ούτε απόλυτα κακοί ήρωες στον κόσμο του «Μάγου». Η συγγραφέας μας προσφέρει διαρκώς πρόσωπα με τα οποία θα μπορούσαμε εμείς οι αναγνώστες να ταυτιστούμε για να μας τα πάρει πίσω λίγο αργότερα καθώς διαπιστώνουμε ότι κανείς δεν είναι εντελώς αθώος.
Ο γιατρός Φίλιππος, για παράδειγμα, όσο δουλεύει στο δημόσιο νοσοκομείο ζει καθημερινά σε συνθήκες που θυμίζουν «τα χαρακώματα του Α' παγκοσμίου πολέμου», όπως τις περιγράφει ο ίδιος. Είναι ικανός και φιλόδοξος και φυσιολογικά νιώθει υποαμειβόμενος και αδικημένος – για αυτό όμως είναι ευάλωτος και χειραγωγήσιμος.
Η προσέγγιση και ο προσεταιρισμός του από τις –ας τις πούμε– «σκοτεινές δυνάμεις» είναι από τις αγαπημένες μου σκηνές στο βιβλίο.
Ίσως γιατί το έχω δει τόσες φορές να συμβαίνει στον επαγγελματικό μου περίγυρο. «Ικανοποιεί τις επιθυμίες τους. Κι έπειτα ξεχνούν και γίνονται κάποιοι άλλοι. Χάνουν τον εαυτό τους, τα θυσιάζουν όλα... Και δεν μένει τίποτα πια», εξηγεί για το «Μάγο» η Νίκη, δημοσιογράφος η ίδια και κόρη ενός νεκρού από καιρό, σεβαστού και αγαπητού διευθυντή μεγάλης και έγκυρης εφημερίδας.
Ο Φίλιππος παραβιάζει σιγά σιγά τα ηθικά όριά του χωρίς να το καταλαβαίνει, ή καλύτερα χωρίς να το παραδέχεται στον εαυτό του ότι κάνει ακριβώς αυτό.
Ο Αλέξης, ρεπόρτερ της πιάτσας, περιγράφει ως εξής τη μέθη της συναλλαγής με την εξουσία: «Ένιωσα δυνατός, πρώτη φορά στη ζωή μου. Αν γνωρίσεις αυτή την ικανοποίηση δεν μπορείς να σταματήσεις, είναι σαν το τζόγο, θυμάσαι που έπαιζα πότε πότε; Παίζεις και κερδίζεις, παίζεις και κερδίζεις, ξανά και ξανά, μετά θέλεις να τα πάρεις όλα».
Ακόμη και αν κατά στιγμές οι ήρωες γίνονται κυνικοί, δεν είναι αυτό που τους χαρακτηρίζει. Ο κυνισμός απουσιάζει από το βιβλίο αυτό. Αλλά η στάση που έχει απέναντι στους χαρακτήρες της η συγγραφέας του “Μάγου” δεν είναι ηθικοπλαστική. Η Χατζή προσπαθεί περισσότερο από όλα να καταλάβει παρά να κρίνει τους ήρωές της. Για το σκοπό αυτό, οι ήρωες ανά πάσα στιγμή κρίνονται μέσα από το δικό του ηθικό κώδικα ο καθένας. Και για να το πετύχει χρησιμοποιεί μια ενδιαφέρουσα τεχνική, αυτό που θα ονόμαζα –χωρίς υποθέτω να είναι δόκιμος ο όρος– πολυπρισματική αφήγηση.
Δηλαδή ενώ ο αφηγητής είναι τυπικά ένα και το αυτό ενιαίο (τρίτο) πρόσωπο από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου, μοιάζει κάθε τόσο σαν να μπαίνει στο μυαλό μια του ενός και μια του άλλου ήρωα για να επιστρέψει ταχύτατα ξανά στη θέση του εξωτερικού παρατηρητή. Η συγγραφέας το πετυχαίνει αυτό χωρίς να «λατρεύει» τα δημιουργήματά της, δηλαδή χωρίς να δικαιολογεί τους ήρωές της, παρά μόνο να τους κατανοεί. Αφήνει τον αναγνώστη να είναι εκείνος, αν το επιθυμεί, ο τελικός κριτής αφού του έχει παρουσιάσει περίτεχνα όλα τα δεδομένα.
Ποιος είναι, λοιπόν, ο Μάγος; Τον Μάγο θα τον γνωρίσουμε καλά αλλά δεν θα τον δούμε καθόλου. Θα μάθουμε τα πάντα για αυτόν αλλά μόνο μέσα από τα μάτια όσων τον περιστοιχίζουν και ποτέ με τα δικά μας.
Μοιάζει με πολλούς από αυτούς που εξουσιάζουν την σημερινή Ελλάδα αλλά δεν είναι κανένας από αυτούς. Η καταγωγή της ισχύος του ανάγεται στην ξεχασμένη πια «χρυσή» ή, καλύτερα, «επίχρυση εποχή» για την ελληνική οικονομία της εικοσαετίας 1953-73. Η ισχύς αυτή αναβαπτίζεται και αποκτά άλλη εμβέλεια στην «ξέφρενη δεκαετία» που ξεκινά περίπου στο μέσο της δεκαετίας του 1990 και τερματίζεται οριστικά το 2008. Τα περιστατικά που διηγείται η ιστορία του «Μάγου» συμβαίνουν λίγο πριν από αυτή τη μοιραία χρονική στιγμή. O «Μάγος» δεν είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη σημερινή κρίση. Αντίθετα, αφηγείται την Ελλάδα του θριάμβου, την Ελλάδα που ένιωθε περιφερειακή υπερδύναμη, την Ελλάδα που πίστεψε ότι είχε οριστικά καλύψει την (πραγματική ή φανταστική) απόσταση που τη χώριζε από τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
Σε μια σκηνή του μυθιστορήματος που βρήκα ιδιαίτερα πετυχημένη ως αποτύπωση αυτής της τεράστιας αυτοπεποίθησης της χώρας και των ισχυρών της μαθαίνουμε ότι ο «Μάγος», ως νέος Έλγιν από την ανάποδη, έχει καταφέρει να αποσπάσει τον περίφημο πίνακα του Νταβίντ «Η δολοφονία του Μαρά» από το Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών του Βελγίου ενώ παράλληλα διαθέτει μια σπάνια συλλογή εκδόσεων για τη Γαλλική Επανάσταση που ζηλεύουν τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου.
Με κίνδυνο να υπερερμηνεύσω την συγγραφέα, θα έλεγα ότι μας κάνει μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Δεν φαίνεται να συμμερίζεται την αντίληψη του συρμού ότι για όλα φταίει η Μεταπολίτευση και η γενιά της. Οι ήρωες της Χατζή ανήκουν κυρίως σε δύο άλλες γενιές – οι μεγαλύτεροι είναι εβδομηνταπεντάρηδες, περίπου στην ηλικία των γονιών των νεότερων, που είναι σαραντάρηδες. Απουσιάζει εντελώς η γενιά της Μεταπολίτευσης. Παρόλο που ένας από τους βασικότερους ήρωες ανήκει σε αυτήν ηλικιακά, δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά της. Ο γιατρός Στάθης έχει μεγαλοαστική καταγωγή και δεν έχει περάσει από τα μονοπάτια της πολιτικοποίησης και των κομματικών νεολαιών.
Μοιάζει να μας λέει η συγγραφέας: «Αν θέλετε να δείτε τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, ξεχάστε τη Μεταπολίτευση και κοιτάξτε λίγο πιο πίσω». Οι ισχυροί του κόσμου του «Μάγου», ο ίδιος και ο κύκλος του, έχουν την καταγωγή τους στην περίοδο 1953-73, όπως ήδη είπα. Παρακάμπτοντας, λοιπόν, την «πολυτραγουδισμένη» γενιά της Μεταπολίτευσης προχωράει σε αυτούς που είναι λίγο πάνω και λίγο κάτω από τα σαράντα. Δηλαδή αυτούς που ήταν έφηβοι στην αμφιλεγόμενη και παρεξηγημένη δεκαετία του 1980. Και, σε αντίθεση πάλι με τις αντιλήψεις του συρμού, η Χατζή μας θυμίζει ότι το ελληνικό όνειρο των εφήβων εκείνης της εποχής δεν ήταν η πρόσληψη στο δημόσιο, τουλάχιστον όχι για ένα μεγάλο μέρος τους, αλλά αντίθετα η ανάδειξη μέσα από τον ιδιωτικό τομέα, που υποτίθεται ότι είναι αξιοκρατικός και ξέρει να ανταμείβει τους ικανούς και εργατικούς, που προσφέρει τις πραγματικά μεγάλες ευκαιρίες για ανάδειξη. Σταδιακά η γενιά αυτή ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ιδανικά όσο παρουσιάζονταν και ότι υπάρχει το τίμημα, και μάλιστα βαρύ, όταν φυσιολογικά ωριμάζει ώστε να καταλάβει θέσεις εξουσίας.
Ωστόσο αυτές είναι αποκλειστικά δικές μου σκέψεις. Η συγγραφέας δεν φαίνεται καθόλου να σκέφτεται την κοινωνία μας με όρους «γενεών». Όπως ήδη προειδοποίησα, ίσως υπερερμηνεύω τις προθέσεις της συγγραφέως και δεν θα πρέπει να συνεχίσω ως παρουσιαστής του βιβλίου να υποπίπτω στο αμάρτημα που απέφυγε η ίδια, δηλαδή να υποβάλω τις ερμηνείες και τις κρίσεις μου στους αναγνώστες.
Παρόλο που οι περιγραφές της συγγραφέως αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, μια καλή ακτινογραφία των δυνάμεων που έφεραν την Ελλάδα στο σημείο που βρισκόμαστε, δεν περιορίζεται σε μια ανάλυση χρονικά, ιστορικά περιχαρακωμένη. Προσπάθησα στη φαντασία μου να αλλάξω τα σκηνικά και τα κουστούμια του βιβλίου τοποθετώντας τη δράση και κυρίως τις συμπεριφορές, τα πάθη και τα κίνητρα σε άλλους τόπους και άλλες εποχές και μπορώ να πω ότι δεν δυσκολεύτηκα. Που σημαίνει ότι περνάει με επιτυχία αυτή τη δοκιμασία. Άλλωστε, ο «Μάγος» δεν είναι ένα βιβλίο για την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, δεν πολιτικολογεί. Είναι μια μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ταυτόχρονα ένα συναρπαστικό θρίλερ.
Ο Μάγος
Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011
Σελ. 373