Του Μάκη Πανώριου
Ένα κείμενο που ονομάζεται-χαρακτηρίζεται ‘μυθιστόρημα’, πρέπει, σύμφωνα με τα λογοτεχνικά δεδομένα, να επιβεβαιώνει απόλυτα τον χαρακτηρισμό του. Πρέπει δηλαδή να αφηγείται μια φανταστική ιστορία, ανεξαρτήτου είδους, και ανεξαρτήτων διακλαδώσεών της, που συνήθως επιβάλλει η φόρμα του, η επιλογή της οποίας ανήκει αποκλειστικά στον συγγραφέα της. Αναμφισβήτητα πρέπει να το διαπνέει από αρχής μέχρι τέλους του μια κάποια ιδεολογία που προκάλεσε την οικοδόμησή του.
Στο προσκήνιό του, όμως, πρέπει να εκτυλίσσεται η ιστορία που την υποστηρίζει, η οποία όσο πιο άμεση είναι ως προς τα συμβάντα της, τα επί μέρους γεγονότα της, τις στάσεις, τις κινήσεις, τις συμπεριφορές, ενέργειες και πρακτικές των προσώπων, όλα αυτά που την συνιστούν και που είναι οι ‘προεκτάσεις’ της προαναφερθείσας ιδεολογίας ή, εν πάση περιπτώσει, της έμπνευσής της, τόσο πιο εύστοχα βρίσκει το στόχο της. Που είναι η επικοινωνία της με τον αναγνώστη. Διαφορετικά κινδυνεύει να μεταμορφωθεί σε πολιτικό, φιλοσοφικό ή γενικά σε διανοουμενίστικο μανιφέστο. Στη χειρότερη περίπτωση, σε δημοσιογραφικό ρεπορτάζ.
Το σύγχρονο νεοελληνικό μυθιστόρημα, αν δεν καταφεύγει στον ανούσιο και άγευστο μελοδραματισμό του τηλεοπτικού μυθιστορήματος, μοιάζει να ενδιαφέρεται μόνο στον μάλλον ύποπτο σχολιασμό της Ιστορίας, πραγματικής ή φανταστικής, γεγονός που συνήθως ακυρώνει τη σημασία του και γίνεται δήθεν ‘αποκαλυπτική μαρτυρία’, την οποία παρασιωπά η επίσημη Ιστορία. Στις εν λόγω περιπτώσεις οι ήρωες χάνουν την υπόστασή τους και γίνονται φερέφωνα κομματικών απόψεων. Η μελέτη, όμως, του ανθρώπινου τοπίου έχει καταδείξει ότι ο κάτοικός του λειτουργεί συνήθως απρόβλεπτα∙ κάποιες κινήσεις του παραμένουν ανεξήγητες και ανερμήνευτες. Ακόμη και ο πλέον διαβρωμένος ιδεολογικά, κάποια στιγμή λειτουργεί ως ‘Άλλος’. Αυτόν ακριβώς τον Άλλο πρέπει να συναντά, να προσεγγίζει και να συνομιλεί μαζί του ο συγγραφέας της λεγόμενης ‘δημιουργικής γραφής’, όπως ονομάζεται το λογοτεχνικό κείμενο τα τελευταία χρόνια. Το μυθιστόρημα, λοιπόν, καλείται να τον παρακολουθήσει, αν όχι να προσπαθήσει να τον ερμηνεύσει ή να τον ιχνηλατήσει. Και φυσικά να παρακολουθήσει την πορεία του με όλες τις ξαφνικές διακλαδώσεις της, μέσα σε ένα εντελώς ρεαλιστικό τοπίο και σκηνικό, στο υπόγειο του οποίου απλώς να ‘κυματίζει’ ο όποιος κοινωνικο-πολιτικός ορίζοντας υπαγόρευσε την αφηγούμενη ιστορία. Θύμα του οποίου είναι ο υπαρξιακός άνθρωπος ως άτομο και η κοινωνία ως σύνολο.
Το ανά χείρας μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, έργο υψηλών πνευματικών προδιαγραφών, κατορθώνει, ελέγχοντας απόλυτα τον ενθουσιασμό της έμπνευσης, να τιθασεύσει το εύρημά της και να το μετουσιώσει σε έργο τέχνης, μέσω του οποίου το βλέμμα της συναντά τον προαναφερθέντα άνθρωπο. Βαθύτατα φιλοσοφικό το εν λόγω κριτικό της βλέμμα επικεντρώνει την προβληματική του πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, υπεύθυνη για την οποία είναι η διαστρεβλωμένη ανθρώπινη ιδεολογία. Η παράδοξη ιστορία της εξάλλου που εκτυλίσσεται σαν ένα σύγχρονο γοτθικό μεταμοντέρνο οδοιπορικό ‘παραμύθι’ το επιβεβαιώνει.
Στο κέντρο του η συγγραφέας συναντά τον αλλοτριωμένο και διαβρωμένο οδοιπόρο, συμβολικό είδωλο του αιώνιου ανθρώπου που από καταγωγής του φέρεται και άγεται από ιδεολογικές σκοπιμότητες, με αποτέλεσμα να μεταλλάσσεται σε υβρίδιο φραστικών πυροτεχνημάτων. Σκηνικό εντός του οποίου κινείται μια ‘μυθική’ Ευρώπη της οποίας το φιλοσοφικό-πολιτικό καθεστώς είναι η… Συντεχνιακή Δημοκρατία. Βασικό φιλοσοφικό ιδεολόγημα θρησκευτικής απόχρωσης, παράδοξο και αλλόκοτο, που φιλοδοξεί να προσδώσει ένα κάποιο υπαρξιακό νόημα σε έναν νευρασθενικό κόσμο που έχει απωλέσει προ πολλού αξίες και στοιχειώδη ανθρωπισμό. Το εν λόγω ‘νόημα’ συνίσταται στην παγιωμένη βεβαιότητα ότι η ανθρωπότητα είναι εκ φύσεως αμαρτωλή και ως εκ τούτου κανένα μέλος της δεν είναι αθώο. Άρα ο κόσμος είναι… ένοχος.
Πώς μπορεί να εξορκιστεί το ‘Κακό’; Πολύ απλά. Επιλέγεται ένας οποιοσδήποτε κάτοικος της Γης ως εξιλαστήριο θύμα που θα θυσιαστεί οικειοθελώς, δεχόμενο την ενοχή του, και ως εκ τούτου την τιμωρία-εκτέλεσή του. Το παρανοϊκό συμβάν οργανώνεται και εκτελείται με τις πομπώδεις διαδικασίες και προδιαγραφές ενός τυπικού θρησκευτικο-πολιτικής τελετουργίας. Πρόκειται για μια παράδοξη δίκη που θυμίζει Ιερή Εξέταση, αλλά και μοντέρνο στρατοδικείο. Στην ψηφοφορία, «ένοχος» ή «αθώος», που χλευαστικά και υποκριτικά την ονομάζουν «απόδοση δικαιοσύνης», λαμβάνουν μέρος όλες οι κάστες και συντεχνίες που συγκροτούν το σώμα αυτής της παρακμασμένης Ευρώπης, και οι οποίες βρίσκονται σε επιφανειακή αλλά και υπόγεια θανάσιμη διαμάχη μεταξύ τους. Η πορεία του «ενόχου», προς τον τόπο εκτέλεσης της ποινής του –η οποία και θεωρείται δεδομένη– προς τον σύγχρονο Γολγοθά του, που είναι απείρως αγριότερος από τον διάσημο της Γραφής, διέρχεται μέσα από «πόλεις-κάστρα, πόλεις-θέατρα, πόλεις-σανατόρια, πόλεις μοναστήρια, πόλεις-βιβλιοθήκες, πόλεις-οίκοι ανοχής, που αποτελούν τα μέλη (αυτού) του (εφιαλτικού) δικαστηρίου».
Όλα αυτά τα ‘αποστήματα’, που αενάως κακοφορμίζουν, διαβρώνοντας ολοένα και περισσότερο το σώμα του κοινωνικοπολιτικού ιστού, θα βιώσουν την ψευδαίσθηση της απενοχοποίησής τους, βαυκαλιζόμενα ότι ‘έπραξαν το καθήκον τους’, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν ότι δολοφόνησαν έναν αθώο. Έναν αθώο που το σύστημα του έχει διαμορφώσει την διαστρεβλωμένη πεποίθηση-πίστη ότι είναι άνωθεν επιλεγμένος να λειτουργήσει ως μεσσίας, ως θυσιαστήριος αμνός, ως ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου. Η θανάτωσή του αποκαθιστά την κοινωνικοπολιτική τάξη και σταθερότητα επιβεβαιώνοντας την εν λόγω «φιλοσοφίας ζωής». Το δόγμα της οποίας είναι σαφέστατο: «Ο κρατούμενος δεν αυτοκτονεί… αλλά οδεύει σε οικειοθελή θάνατο… και η Ευρώπη δεν δολοφονεί έναν αθώο, αλλά εκπληρώνει την επιθυμία ενός συνειδητοποιημένου μελλοθάνατου που βλάπτει με την ύπαρξή του και μόνο, όπως ένας λοιμός, και έχει την ωριμότητα να επιζητήσει την εξολόθρεψή του» (σελ. 319). Μόνον έτσι χειραγωγείται ο αφελής, απλούς λαός και μόνον έτσι διαμορφώνεται η σκέψη του από τα κέντρα εξουσίας με όποια μορφή και ιδεολογία κι αν εμφανίζονται στο προσκήνιο της Ιστορίας, η οποία με τέτοιες ακριβώς πρακτικές και διαδικασίες διαμορφώνεται.
Το γοητευτικό μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου λειτουργεί –και εκτυλίσσεται– ως ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος διανοουμενίστικων αφηρημένων παράδοξων ιδεολογημάτων, εντός του οποίου οι ήρωες, έχοντας απωλέσει εαυτόν, περιφέρονται μέσα στους αδιέξοδους διαδρόμους του ως μεταλλαγμένα νευρόσπαστα, φερέφωνα ιδεών, αναζητώντας ματαίως μια κάποια λογική διέξοδο που όμως δεν υπάρχει. Υποσυνείδητα ίσως να αναζητείται το χαμένο νόημα της ύπαρξης, αλλά και μια δικαιολογία του εαυτού. Υπό αυτή την έννοια το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα, μέσω του ευφάνταστου, ευρηματικού μύθου του, παρουσιάζει με τον πλέον προκλητικό τρόπο την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ιδεολογικής περιπέτειας μέσα στο χρόνο και τον χώρο, που είναι η μόνη υπεύθυνη, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, για τις ρεαλιστικές κινήσεις και πρακτικές της.
«Η ενοχή της αθωότητας», της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον λογοτεχνικό κείμενο, ένα από τα ωραιότερα των τελευταίων χρόνων, δεν είναι μόνο τέτοιο επειδή αφηγείται την ιστορία του με δημιουργική δεξιοτεχνία, αλλά διότι μέσω αυτού, καταδεικνύει την αποτυχία των πολιτικών συστημάτων, και, κυρίως, την αποκαρδιωτική αποτυχία του ανθρώπου να διαμορφώσει υγιή εαυτόν, «καλόν καγαθόν», σύμφωνα με την αρχαιοελληνική σημασία του. Η ρεαλιστική πραγματικότητα, που προκάλεσε τη ‘μυθοποίησή’ της το αποδεικνύει.
Η ενοχή της αθωότητας
Καστανιώτης 2011
Σελ.: 397