Της Μαργαρίτας Φρανέλη
«Δράμα δεν είναι παρά η αναμέτρηση της προσδοκίας με την πραγματικότητα.». Να ένας από τους –ελάχιστους, μην πανικοβάλλεστε– ορισμούς που περιλαμβάνονται στο νέο μυθιστόρημα του Νίκου Παναγιωτόπουλου και ταιριάζει γάντι σε όλες τις προβολές που κάνει ο συγγραφέας: στη χώρα, τη γενιά και την παιδεία μας, αλλά και σε κάθε λογής λιγούρα για ευρωπαϊκό προφίλ, για μουράτο ανφάς, για χλιδάτη εξάρτυση.
Φυσικά, δεν ήταν πάντα έτσι. Τριάντα χρόνια πριν, όταν η παρέα των Παιδιών του Κάιν ξεκίναγε τη ζωή της, μπήγοντας το δικό της σημαιάκι σ’ ένα νησιωτικό χωριό, ονόματι Καινούργιο, δεν υπήρχε λιγούρα. Υπήρχε υγιής, υγιέστατη όρεξη. Όρεξη για όλα τα συστατικά που κάνουν τη ζωή να αξίζει τον τίτλο της: τα ωραία και τα μεγάλα, τα συνταρακτικά πλην αδιατάρακτα στο πέρασμα του χρόνου. Αλλά και όρεξη για όλα τα μικρά που νοηματοδοτούν τα μεγάλα. Για μια ματιά, για μια βουτιά, για μια φωτογραφία. Για μια μερίδα κολοκυθοκεφτέδες.
Να μη σας μπερδεύω όμως: ο Νίκος Παναγιωτόπουλος σνομπάρει, και αμέσως και σαφώς, όλη τη φιλολογία περί κουζίνας. Τα τηλεφαγητά και τους τηλεμαγείρους, τα ιλουστρασιόν πιάτα και τους σοφιστικέ τσελεμεντέδες, τα χαϊκλασάτα εστιατόρια και τους νεοεπαΐοντες της γεύσης. Όσο όμως κι αν αποκηρύσσει τη φιλολογία της κουζίνας, αγαπάει και το δείχνει την κουζίνα του λόγου, συγγραφικού ή και σεναριογραφικού.
Ίσως γι’ αυτό, στα «Παιδιά του Κάιν», ανοίγει όλα τα ντουλάπια της δικής του κουζίνας, όπου έχει συλέξει κάθε λογής υλικά. Άλλα νωπά και φρεσκοκομμένα, άλλα αποξηραμένα και φυλαγμένα με στοργή, άλλα αλεσμένα στο συγγραφικό του μούλτι κι άλλα κατεψυγμένα, που όμως δεν έχουν χάσει καθόλου τη δροσιά τους. Και μάλιστα, δεν ντρέπεται καθόλου, τουναντίον, καμαρώνει κιόλας, όταν φανερώνει τα μυστικά του: τι υλικά χρησιμοποίησε αυτή τη φορά –όλα από την πρόσφατη, αμάσητη (μικρο)ιστορία μας–, πώς τύλιξε το ρολό και το ΄βαλε όλο με τέχνη στο δίχτυ –μια δεμένη παρέα–, πώς το σιγόψηνε μέσα-έξω, επί τριάντα χρόνια –στη θράκα του νεοελληνικού αντι-θαύματος–, πώς έδεσε τη σάλτσα –με αίμα αντί ντομάτας και μπόλικο ξύδι για τις πληγές–, πώς γαρνίρισε κάθε πιάτο για να το κάνει ελκυστικό ─ με τίτλους κεφαλαίων, αντλημένους και χαριτωμένα παραφρασμένους, από τις ταινίες, τα βιβλία, τα λόγια, τις ιστορίες μας...
Τα μάτια της κουζίνας, όπως και του συγγραφέα, καίνε ακόμα, τίποτα δεν έχει κρυώσει. Κι ό,τι σκοπεύει να βγάλει από το no frost ψυγείο του δεν έπιασε ποτέ πάγο ή μούχλα. Ο φούρνος του προθερμαίνεται χρόνια τώρα – ψήνεστε για μια καλή ιστορία; Γιατί ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ξέρει να σκαρώνει ιστορίες: δεν κωλώνει να σου δείξει τι και πώς το χρησιμοποιεί, σε αφήσει να ανακατευτείς στο νεροχύτη του και να περιεργαστείς τα μυρωδικά του, και παρόλ’ αυτά, ξέρει ότι δε θα χάσεις το ενδιαφέρον σου, γιατί εκτός από το να σκαρώνει ιστορίες, ξέρει και να τις αφηγείται. Ακόμα και πού πετάει τα σκουπίδια του μας δείχνει, κι ας είναι το πιο ένοχο κομμάτι κάθε συγγραφικής παραγωγής... Πιο ένοχο κι από κείνο που φυλάει στο μεγάλο γωνιακό ντουλάπι, εκεί όπου κρύβει τον απαραίτητο σκελετό...
Μας δίνει λοιπόν να φορέσουμε μια μεγάλη πετσέτα φαγητού και να παίξουμε κι εμείς ένα ρόλο στο ιβέντ, και μάλιστα όχι κομπάρσου. Στο σινεμά, λέει, το πιο σημαντικό είναι αυτό που κρύβεται στα «cuts», αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στις σκηνές. Γι’ αυτές τις πιο σημαντικές στιγμές της ιστορίας του, μας έχει εφοδιάσει και με πιρούνι και με μαχαίρι. Από τα καλά, αυτά που κόβουν σαν έξυπνα μυαλά. «Αγαπητοί μου αναγνώστες», μοιάζει να λέει, «εδώ που μπήκατε, θα βρείτε πολύ ψαχνό. Σας δίνω τα εργαλεία, δεν χρειάζεστε καμία άλλη βοήθεια. Ανασκουμπωθείτε και απολαύστε!».
Μια παρέα δεκαεφτάχρονων, τότε. Μια τοποθεσία μαγευτική και τότε και τώρα, αλλά για άλλους λόγους τότε και άλλους τώρα. Ένας δημοσιογράφος θέρτι σάμθινγκ. Ένας παλιός αριστερός sixty plus. Μια ευκολοερμήνευτη Σουηδέζα διερμηνέας. Ντόπιοι διάφοροι. Μια μαγείρισσα ανάμεσά τους. Ένα μούλτι έθνικ σεμινάριο σεναρίου. Δυο Αμερικάνοι στόρι μέικερς. Η παρέα που λέγαμε, 30 χρόνια μετά. Κι ένας αγνοούμενος, κάθε άλλο παρά αγνοημένος. Που πέφτει στο κενό μαζί με πολλά άλλα. Απόβλητα και μη. Κι όποιος ξέρει να πει γιατί ακριβώς αποβλήθηκε, και αυτός και τα πολλά άλλα, να μη σηκώσει το χέρι. Η μέθοδος δεν αποδίδει πια. Ξεπεράστηκε ακόμα και στο Καινούργιο.
«Τα παιδιά του Κάιν» είναι μια ταπισερί της Ελλάδας των τελευταίων 30 χρόνων, με άφθονες παραστάσεις για τον σύγχρονο εαυτό της. Πού και πώς ξέφτισε. Πού και πώς ξέπεσε. Ποιος και γιατί έπεσε. Κυριολεκτικά. Αλλά όχι κυρίως. Αναγνωρίζουμε τις φάτσες και τις μούρες. Τα ύφη και τα ήθη. Τα τραγούδια και τους ύμνους. Τα ντυσίματα και τα καμώματα. Τις γκομενο-καταστάσεις και τις δηθενο-ζωές. Τα φαγητά και τα αποφάγια. Τα ποτά και τους απόπατους. Και κυρίως: αυτούς που αναρριχήθηκαν, αλλά και τους άλλους, που γκρεμοτσακίστηκαν. Όλο και κάποιον ξέρουμε. Διαβάζοντας, ίσως μας πιάσει μια μικρή κρίση υψοφοβίας. Ίσως παγώσουμε και ακινητοποιηθούμε, μη μπορώντας να πάμε ούτε προς τα πάνω –προς τους πρώτους– ούτε προς τα κάτω – προς τους δεύτερους. Όμως, κλείνοντας το βιβλίο, «Το Καινούργιο», ο συγγραφέας έχει καταφέρει κάτι: σ’ έχει βγάλει από την κουζίνα του, όπου σου μαγείρεψε και σε τάισε, και σ’ έχει ανεβάσει στον ψηλότερο βατήρα: «Πήδα» σου λέει. «Αν δεν πέσεις στα βαθιά, δε θα μάθεις ποτέ κολύμπι. Αλλά, ακόμα κι αν πνιγείς, ποιο το πρόβλημα; Τόσα και τόσα δε σε πνίγουν χρόνια τώρα;».
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Μεταίχμιο 2011