Tου Κώστα Αγοραστού
Με την ψυχολογία δύο έφηβων κοριτσιών επιχειρεί να αναμετρηθεί η Βασιλική Πέτσα στην πρώτη της νουβέλα με τίτλο Θυμάμαι.
Ένα ειδεχθές έγκλημα σε μια επαρχιακή κωμόπολη, με θύμα έναν ηλικιωμένο και θύτες δύο μαθήτριες, είναι η ιστορία της νουβέλας, η οποία «φωτίζεται» αφηγηματικά από πολλές και ετερόκλητες οπτικές γωνίες. Μέσα από τις μαρτυρίες φίλων, συγγενών, συγχωριανών, της αστυνομίας και των καθηγητών σκιαγραφούνται οι προσωπικότητες των κοριτσιών. Οι φιλοδοξίες, τα όνειρα, η καθημερινότητα, η μοναξιά και η απομόνωση που αισθάνονται οι δυο φίλες στην ασφυκτική κωμόπολη περιγράφονται ελλειπτικά και αποσπασματικά από τους δορυφορικούς χαρακτήρες της ιστορίας.
Η Κάτια, η μικρότερη από τις δυο είναι ένα παιδί φοβισμένο, χωρίς φίλες, με πολλά όνειρα και μεγάλη αγάπη για το θέατρο. Άμεση φιλοδοξία της να παρακολουθήσει την παράσταση «Λεωφορείον ο Πόθος» στο Εθνικό Θέατρο και τα επόμενα χρόνια να σπουδάσει ηθοποιός. Η αγάπη και η αφοσίωση που δείχνει στη Φανή αγγίζουν τα όρια της παθολογικής εξάρτησης. Μαζί οργανώνουν ένα ταξίδι στην Αθήνα. Πριν από αυτό όμως πρέπει να περάσουν από το σπίτι του κυρίου Χρήστου, του χήρου γεροντάκου που μένει στο διπλανό σπίτι.
Η νεαρή συγγραφέας, μόλις είκοσι οκτώ χρόνων, επιχειρεί να αφηγηθεί σφαιρικά την ιστορία της με τη μέθοδο των διαφορετικών «φωνών» ανά κεφάλαιο. Η νουβέλα αποτελείται από τριάντα έξι μικρά κεφάλαια-καταθέσεις-απολογίες των ανθρώπων που γνώριζαν τις δύο ηρωίδες. Φιλόδοξο, από άποψη τεχνικής, το εγχείρημα να προσπαθήσει να αποδώσει τις λεπτές αποχρώσεις της «φωνής» του κάθε χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα επιτυχημένο. Οι ντοπιολαλιές σε συνδυασμό με τον προφορικό λόγο και τον τρόπο σκέψης των ηρώων δύσκολα δίνουν ένα αισθητά διαφορετικό «χρώμα» σε κάθε κεφάλαιο. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί ούτε την ενδιαφέρουσα ιδέα της νουβέλας, ούτε τη ριψοκίνδυνη επιλογή της να την αναπτύξει με αυτόν τον τρόπο. Ενδεικτικό παράδειγμα πιστότητας ύφους είναι το εξής (μιλάει η ψυχίατρος του σωφρονιστικού καταστήματος):
«Χτες είδα τις δύο μικρές. Τη μία μετά την άλλη. Η μία σε σοκ, η άλλη σε άρνηση. Η μία να φλυαρεί ασταμάτητα, η άλλη νεκρό σώμα. Το ίδιο είναι, τελικά. Τι πρέπει να καταθέσω, μου λες; Μου ζήτησε η δικηγόρος, όταν γίνει η δίκη, να διαγνώσω κατάθλιψη. Για ελαφρυντικό. Διαταραγμένη ψυχική υγεία. Χωρισμένοι γονείς, ψυχικό τραύμα, η ίδια ιστορία. Είναι έφηβες, για όνομα του Θεού. Δείξε μου εσύ έναν έφηβο χωρίς κατάθλιψη. Το μαύρο και το λευκό το είδα. Και στη μία και στην άλλη. Χωριστά. Το παιδί και τον ενήλικα. Σε κοστούμι εφήβου. Αν είχαν πλήρη συνείδηση κατά την τέλεση του εγκλήματος; Γιατί, εσύ τώρα, έχεις;»
ΥΓ. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ουδέποτε το Εθνικό Θέατρο ανέβασε το θεατρικό του Tennessee Williams «Λεωφορείον ο Πόθος».
Θυμάμαι
Εκδόσεις Πόλις
Αθήνα, 2011, σελ. 89