Της Έλενας Χουζούρη
Δεν είναι σίγουρο αν είναι λίγοι και μιας κάποιας ηλικίας αυτοί που ακούνε ακόμη τζαζ, όπως πιθανολογεί με μελαγχολία ο ήρωας του ομότιτλου διηγήματος του Γιάννη Μπασκόζου, το σίγουρο είναι ότι δεν είναι εύκολο να «παίξεις» με τη μουσική και μάλιστα να την μετατρέψεις σε αφηγηματικό πεδίο διαφορετικών μουσικών αποχρώσεων και ιδιωμάτων.
Έχω τη γνώμη ότι ο γνωστός δημοσιογράφος, διευθυντής του ΔΙΑΒΑΖΩ και διηγηματογράφος από το 2005 ─ΜΕΖ (εκδ. Κέδρος) η πρώτη του συλλογή─ κερδίζει αυτό το δύσκολο στοίχημα στα περισσότερα από τα έντεκα διηγήματά του, όπου η μουσική χρωματίζει το ύφος της αφήγησης, αλλά και τη θερμοκρασία των συναισθημάτων και συμπεριφορών των ηρώων.
Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας ─σίγουρα φαν της μουσικής─ έχει λάβει σοβαρά υπόψη του την ρήση ενός μεγάλου της τζαζ, του Τσάρλι Πάρκερ, όπως τη διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: «Η μουσική είναι οι εμπειρίες σου, οι σκέψεις σου, η σοφία σου, αν δεν τη ζήσεις δε θα βγει από το κόρνο σου». Να προσθέσω ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη λογοτεχνία. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι κάποια από τα διηγήματα του Μπασκόζου έχουν βιωματικό υπόβαθρο («Ποιοι ακούνε ακόμη τζαζ», «Τα μαύρα μάτια», «Στην ταβέρνα», «Ο Βαγγέλης», «Ιστορίες από το Κόμμα».). Στα διηγήματα στα οποία η μουσική δένεται με τη λογοτεχνία, μπορεί κανείς να παρατηρήσει αλλαγές στο ύφος ανάλογα με τη μουσική που «ακούγεται» σ’ αυτά. Η τζαζ ή η ροκ προκαλεί ένα πιο κοφτό και γρήγορο ύφος, τα ρεμπέτικα και τα τσιφτετέλια απαιτούν ένα πιο χαλαρό και αργό ύφος εμποτισμένο μ’ έναν υπόγειο, και γι’ αυτό έντονο ερωτισμό («Η ταβέρνα»).
Ωστόσο υπάρχουν δύο διηγήματα που διεκδικούν τη δική τους ιδιαιτερότητα μέσα στο σύνολο των διηγημάτων του Μπασκόζου. Αυτά είναι τα εξής: «Στιγμές από το βίο του Πέτρου Πικρού» και «Κοτσυφάκι - μικρή αστυνομική ιστορία». Με τον «αιρετικό» Πέτρο Πικρό δεν είναι εύκολο να ασχοληθεί κανείς εκτός αν είναι ένας γερά αρματωμένος και γνώστης του αντιφατικού του βίου (βλ. Χριστίνα Ντουνιά). Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη τόλμη στο να τον πάρεις από τα χέρια του μελετητή και να τον παραδώσεις στη δικαιοδοσία της λογοτεχνικής συνθήκης. Μια μυθιστορηματική, λόγου χάριν, βιογραφία του Πικρού μπορεί να ακούγεται λιγότερο τολμηρή. Αλλά να τεμαχίσεις το βίο του, να εστιάσεις, ας πούμε, την λογοτεχνική σου «κάμερα» σε κάποιες στιγμές του τις οποίες εσύ επιλέγεις, ε, αυτό πια κι αν είναι ρίσκο!
Ο Γιάννης Μπασκόζος όμως το παίρνει και όπως γίνεται στις περιπτώσεις υψηλού ρίσκου ή κατακρημνίζεσαι στα τάρταρα ή πετυχαίνεις το στόχο σου. Με το διήγημα του Μπασκόζου συμβαίνει το δεύτερο: Ο συγγραφέας καταφέρνει μέσα από μια σειρά επεισόδια-σκίτσα που το ένα βγαίνει μέσα από το άλλο, όχι απαραίτητα με χρονική ακολουθία, να σκιτσάρει με αδρές, στέρεες γραμμές τις εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις του Πικρού, αλλά και να αναδείξει το ίδιο ελλειπτικά, αλλά καίρια, το περιβάλλον του συγγραφέα, τα πρόσωπα, είτε υπαρκτά είτε επινοημένα, που το απάρτιζαν. Στο τέλος, χάρη στο επινοημένο από τον Μπασκόζο όνειρο του Πικρού, ορμούνε στο διήγημα και το κατακλύζουν οι μυθιστορηματικοί ήρωες του δεύτερου, προσθέτοντας μια δοξαστική και αισιόδοξη νότα, αφού σύμφωνα με το όνειρο έχουν έρθει να του ευχηθούν για τη γιορτή του. Φυσικά όλοι ακούνε τα βαριά απαγορευμένα ρεμπέτικα. Τουτέστιν, τα χασικλίδικα.
Με το διήγημα «Το κοτσυφάκι» με επεξηγηματικό υπότιτλο «μικρή αστυνομική ιστορία» ο συγγραφέας στήνει μια… λοξή, ας την πούμε, ιστορία με πρωταγωνιστή ένα κάπως… λοξό νεαρό αστυνομικό, ο οποίος παραπλανάται πλήρως ως προς το στόχο που παρακολουθεί, για να ανακαλύψει ποιος έκλεψε μια ζωγραφισμένη πέτρα του Γιάννη Ρίτσου από μια ανοιχτή έκθεση έργων του ποιητή στη γενέτειρά του, Μονεμβασιά. Ο ήρωας μπερδεύει τις κινήσεις του στόχου του με τις κινήσεις που κάνει ένα κοτσυφάκι στο στηθαίο της βεράντας του. Ανεξάρτητα όμως από το έξυπνο εύρημα και το χαριτωμένο και απρόβλεπτο τέλος, όλο το διήγημα ακολουθεί με συνέπεια τους κανόνες της αστυνομικής λογοτεχνίας, αφήνοντας χώρο και για κάποια υπαινικτικά σχόλια, όπως στην περίπτωση της δυσθυμίας του αστυνόμου να κάθονται να ασχολούνται με κλεμμένες ζωγραφισμένες πέτρες! Μήπως πρέπει να περιμένουμε και ένα ολοκληρωμένο αστυνομικό μυθιστόρημα μετά «Το κοτσυφάκι»;
Κλείνω με τις «Ιστορίες από το Κόμμα». Ουσιαστικά τρία στιγμιότυπα. Περίοδος η μεταπολίτευση. Στο πρώτο επεισόδιο, ο Στάθης, πρωτοπαλίκαρο του Άρη στα νιάτα του και μέλος της θανατηφόρας ΟΠΛΑ, άτεγκτος φύλακας της ηθικής και προπαντός της κομματικής, παντρεμένος με παιδιά, τα παρατάει όλα στα εξήντα πέντε του και εξαφανίζεται με μια… δεκαεξάχρονη κνίτισσα, την οποία προσπαθούσε να επαναφέρει στον ίσιο δρόμο! Ωστόσο άλλαι αι βουλαί του γεροντοέρωτα του παλιού κομμουνιστή, και άλλαι της ζωής. Έτσι… η συνέχεια επί του διηγήματος. Στο δεύτερο, ο Τόλης από συνεπές μέλος του Κόμματος και συντηρητικός οικογενειάρχης μετατρέπεται σε… χορτοφάγο φρικιό όταν γνωρίζει μια Καναδή και… μην τον είδατε. Στην τρίτη, η Γιάννα, ζουμερή τριαντάρα κομμώτρια, άρτι οργανωθείσα στο Κόμμα, αλλά απ’ ότι φαίνεται μακριά ξημερωμένη από αυτό, αρχίζει να προσφέρει εκτός από κούρεμα και άλλης φύσεως υπηρεσίες στους συντρόφους της, οπότε επεμβαίνει η δαμόκλεια κομματική σπάθη και… η συνέχεια επί του διηγήματος.
Τα τρία αυτά διηγήματα-επεισόδια παραπέμπουν σε μια ολόκληρη εποχή και ο Μπασκόζος τα αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη τρυφερότητα, αλλά και ολίγον μαύρο χιούμορ. Άλλωστε όσοι ζήσαμε εκείνη την εποχή, και μάλιστα υπό τη σκέπη του Κόμματος, το τι ιστορίες μαύρου χιούμορ έχουμε να διηγηθούμε, δεν λέγεται. Ο Μπασκόζος, λοιπόν, με τις τρεις ιστορίες του ανοίγει έναν δρόμο και μάλιστα όχι νοσταλγικό, όχι μνησίκακο, όχι χολιασμένο, αλλά ανθρώπινο και ίσως κάπου στο βάθος σεβαστικό.
Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ
Κέδρος 2011