
Για το μυθιστόρημα της Βασιλικής Ηλιοπούλου «Το αθώο» (εκδ. Πόλις).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Ποια είναι η χειρότερη πληγή όλων; Γι’ αυτούς που έχουνε παιδιά, υπάρχει χειρότερη πληγή από το να τα χάσουν; Κάποιος που προκαλεί τον θάνατο του άλλου άθελά του, είναι αθώος ή ένοχος;
Όταν χάθηκε η αδερφή της η Ειρήνη, η Εύα ήταν έξι χρονών. Την Ειρήνη την είχαν πάρει μαζί τους τα παιδιά για να παίξουν, και η Εύα δεν την ξαναείδε. Μετά, χάθηκε και η μάνα τους. Η Εύα πρόλαβε να δει τα πόδια της μάνας της να αιωρούνται στο πλυσταριό, προτού το χέρι της γιαγιάς Ρηνακιώς μπει μπροστά στα μάτια της για να της κρύψει την εικόνα. Λίγο καιρό αργότερα, ένα άλλο χέρι, ανδρικό αυτή τη φορά –όχι του πατέρα της, αυτόν τον είχε καταπιεί η θάλασσα– την πήρε από το νησί της και την έφερε στην πρωτεύουσα, σε ένα ίδρυμα. Από εκεί έφυγε μετά από έντεκα χρόνια, όταν παντρεύτηκε τον Χρύσανθο, τον κηδεμόνα της. Εκείνη στα δεκαεπτά κι εκείνος πολύ μεγαλύτερος.
Στα τρία χρόνια της κοινής τους ζωής, ο Χρύσανθος «της διάλεγε ρούχα που να την προστατεύουν από το κρύο, από τη ζέστη κι από τα βλέμματα», της μάθαινε να μην μιλάει πολύ, γιατί η σιωπή είναι αρετή, της δίδασκε όλους τους κανόνες της ευπρέπειας.
Τώρα ο Χρύσανθος έχει πεθάνει. Η Εύα αποφασίζει να κάνει την κηδεία του στο νησί της, μιας και οι δυο τους έχουν κοινή καταγωγή, παρουσιάζοντάς το σαν τελευταία επιθυμία του. Έχει ανάγκη να επιστρέψει εκεί. Στα τρία χρόνια της κοινής τους ζωής, ο Χρύσανθος «της διάλεγε ρούχα που να την προστατεύουν από το κρύο, από τη ζέστη κι από τα βλέμματα», της μάθαινε να μην μιλάει πολύ, γιατί η σιωπή είναι αρετή, της δίδασκε όλους τους κανόνες της ευπρέπειας. Εκείνη ήταν υπάκουη, και ποτέ δεν έκανε πράγματα που θα προκαλούσαν τον θυμό του.
Εκτός από τα κρυφά τηλεφωνήματα σε μια χαρτορίχτρα. Πλήρωνε για να υπάρχει μια Φωνή που να της απευθύνει τον λόγο, κάποιος να ασχολείται μαζί της. Κάποιος που να λύνει τις απορίες της. Παρά το γεγονός ότι ούτε η διαμονή στο ορφανοτροφείο ούτε ο γάμος με τον Χρύσανθο ήταν δικές της επιλογές, και στις δύο αυτές συνθήκες ένιωθε προστατευμένη και ασφαλής. Τώρα είναι μόνη.
Οι απωθημένες μνήμες ξυπνούν
Συνοδεύοντας το φέρετρο του άντρα της, φτάνει στο νησί, κι εκεί, η Εύα γίνεται πάλι το Βαγγελιό της Ρούσας, της ξενομερίτισσας με τα κόκκινα μαλλιά, της διαφορετικής, εκείνης που κρεμάστηκε. Όλοι την κοιτούν περίεργα, όμως, εκείνη νιώθει ότι βρίσκεται εκεί που πρέπει. Περνάει από το πατρικό της και καθαρίζει τα αγριόχορτα της αυλής, περπατάει στο ρέμα του Χάλαζα και ακούει τον ήχο που κάνουν τα παπούτσια της πάνω στις κροκάλες, πάει στο κτήμα με τις ροδιές. Οι απωθημένες μνήμες της ξυπνούν, μαζί με τα φυλακισμένα της συναισθήματα. Το παρελθόν την κατακλύζει με την τρομακτική του δύναμη. Κι είναι τόσο ζωντανό, που τότε η αφήγηση αλλάζει, και ενώ όλο το βιβλίο είναι σε αόριστο, εκείνες τις στιγμές έχουμε χρόνο ενεστώτα. Βλέπει την αδερφή της να φοράει το κόκκινο μπουφάν και να την παίρνουν από το χέρι τα παιδιά, εκείνα τα παιδιά που ποτέ άλλη φορά δεν είχαν παίξει μαζί της. Βλέπει να της φοράνε ένα άσπρο μαντήλι στο κεφάλι. Αλλά δεν βλέπει πού την πηγαίνουν. Έχει χρέος να μάθει. Να ενώσει τα κομμάτια από το παρελθόν. Πώς χάθηκε η αδερφή της και ποιος είναι υπεύθυνος για τον θάνατό της; Η Ειρήνη δεν ήταν ένα κανονικό παιδί, ήταν «αλλιώτικο», «λειψό», καθυστερημένο, και δεν αντιδρούσε ό,τι κι αν της έκαναν. Επίσης, δεν ήταν το μόνο παιδί που χάθηκε. Και «τα χαμένα παιδιά δεν ησυχάζουν. Θέλουν να γυρίσουνε σπίτι». Όμως το νησί, απομονωμένο από τον έξω κόσμο, έχει τους δικούς του νόμους. Όλοι σε αυτή την περίκλειστη κοινωνία ξέρουν, αλλά κανείς δεν μιλάει. Οι κάτοικοί του έχουν αποδεχτεί την παντοδυναμία και τον έλεγχο του Δημάρχου, και τηρούν το νόμο της σιωπής για να προστατέψουν την όποια κανονικότητα της ζωής τους.
![]() |
Η Βασιλική Ηλιοπούλου γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1948. Σπούδασε κινηματογράφο. Από το 1972 γράφει και σκηνοθετεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Έχει σκηνοθετήσει δύο ταινίες μεγάλου μήκους («Το πέρασμα», 1990, «Με μια κραυγή», 1995) καθώς και μικρού μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ. Έχει επιμεληθεί επίσης εκπομπές για το Β΄ και το Γ΄ Πρόγραμμα της Κρατικής Ραδιοφωνίας. Το πρώτο της βιβλίο, η νουβέλα «Η Λιούμπα και άλλα αρώματα», κυκλοφόρησε το 2000 από τις εκδόσεις Εστία. Η συλλογή διηγημάτων της «Η καρδιά του λαγού» κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Πόλις. Το 2010 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο της «Σμιθ» από τις εκδόσεις Πόλις. Το 2013 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το µυθιστόρηµά της «Η άσκηση του Ροτ» και το 2017 οι ιστορίες με τίτλο «Το τέρας στο μετρό». |
Ένα παράξενο αίσθημα ελευθερίας και μια ευκαιρία για επανεκκίνηση
Για πρώτη φορά στη ζωή της η Εύα καλείται να πάρει αποφάσεις. Δεν ξέρει ποιο είναι το σωστό, και προσπαθεί να κάνει ό,τι κάνουν και οι άλλοι, για να μην θεωρηθεί διαφορετική. Αναρωτιέται και για τα πιο απλά. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο με έναν εντελώς δικό της τρόπο. Πολλές φορές μπερδεύει αυτά που έχει δει στον ύπνο της, με αυτά που όντως έχουν συμβεί. Και είναι σίγουρη ότι τα πράγματα μπορούν να τακτοποιηθούν με την ίδια ευκολία που αυτό συμβαίνει στα όνειρα. Παρατηρεί τη φύση, την τελειότητα του καρπού της πικραλίδας, την κίνηση της σαύρας, το πέταγμα των πουλιών, στοιχεία που της δίνουν ηρεμία. Γιατί η φύση έχει τον τρόπο της να τακτοποιεί τα πράγματα και να επιφέρει ισορροπία. Στη φύση κάθε τι έχει τον ρόλο του. Μένει τώρα να βρει και η Εύα τον δικό της.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με την εικόνα μιας αρκούδας, που οδεύει προς τη θανάτωσή της. Το ζώο δείχνει τρομαγμένο, ανίσχυρο κι αθώο. Όπως ήταν κι η αδερφή της όταν την πήραν μαζί τους τα παιδιά. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου ανταλλάσσουν λίγα λόγια. Μετρημένα. Οι διάλογοι είναι μικροί και κοφτοί. Υπάρχουν όμως σκέψεις, προβληματισμοί και αμέτρητες σκηνές. Κινηματογραφικές, υποβλητικές, ανεπιτήδευτες, απόκοσμες. Τόσο ρεαλιστικές, που προκαλούν ανατριχίλα.
Εναλλάσσονται με εικόνες φανταστικές, εικόνες από παραμύθι. Ο αναγνώστης εισέρχεται σε έναν κόσμο ονειρικό και, σε αργή κίνηση, ακολουθεί την Εύα στο ταξίδι της, ακούει τις σκέψεις της, παρακολουθεί τους συλλογισμούς της, νιώθει τον σπαραγμό της, χωρίς εκείνη να τον εκφράζει ποτέ λεκτικά, και αγωνιά μαζί της για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Ένα βιβλίο για τις δυσκολίες εκείνων που φέρουν το στίγμα του διαφορετικού, για τη δύναμη της αδερφικής αγάπης, για την ενοχή και τη συγχώρεση, για την αλήθεια και την απόδοση ευθυνών. Ένα βιβλίο ιδιαίτερο, ατμοσφαιρικό, καθηλωτικό. Ένα βιβλίο το οποίο προκαλεί στον αναγνώστη έναν κόμπο στον λαιμό, που δεν τον αφήνει να σταματήσει την ανάγνωση μέχρι να φτάσει στο τέλος, ελπίζοντας πως θα αποδοθεί δικαιοσύνη και θα επέλθει η κάθαρση.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Εύα σκέφτηκε ότι μπορεί ο χρόνος των γέρων να είναι μια σειρά από μικρά διαστήματα ύπνου και ξύπνιου, που γλιστράνε ήσυχα το ένα μέσα στο άλλο, έτσι που να μην καταλαβαίνει κανείς τη διαφορά. Και σκέφτηκε ότι μπορεί και να μοιάζει μ’ αυτό που συμβαίνει και στην ίδια λίγο πριν την πάρει για τα καλά ο ύπνος, όταν κι εκείνη γλιστράει σ’ έναν χώρο όπου οι εικόνες και οι λέξεις ανάβουν και σβήνουν και αιωρούνται και χάνουν το νόημά τους, χωρίς όμως να χάνονται και οι ίδιες, όπου και το τίποτα δεν σημαίνει τίποτα, κι όλα υπάρχουν, είναι εκεί, χωρίς νόημα, αλλά κανένας δεν νοιάζεται γι’ αυτό. Και σκέφτηκε ακόμα η Εύα, ναι, μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα, μόνο που στους γέρους αυτό κρατάει περισσότερο από μερικές στιγμές και δεν τους προετοιμάζει για τον ύπνο, αλλά για τον θάνατο.»