
Για τη συλλογή διηγημάτων της Γιούλης Αναστασοπούλου «Η προθεσμία του νερού» (εκδ. Ενύπνιο).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στα καινούργια διηγήματα της Γιούλης Αναστασοπούλου Η προθεσμία του νερού (εκδ. Ενύπνιο, 2022) η γλώσσα γίνεται ακόμη πιο κοφτερή και άμεση, ενώ είναι αναγνωρίσιμο πλέον το προσωπικό της ύφος. Σπαράγματα από τις πιο χυμώδεις περιοχές του ανθρώπινου σώματος συνθέτουν ένα σκληρό ψυχαναλυτικό υπόβαθρο αφήγησης, όπου κάθε λεπτομέρεια συντείνει στην ίδια, σταθερή αίσθηση: πως ένας κανιβαλισμός επικρατεί στις ανθρώπινες σχέσεις, και ιδιαίτερα στις σχέσεις που είναι λιμπιντινικά φορτισμένες.
Το ρέον, συνεκτικό στοιχείο του βιβλίου είναι το υγρό στοιχείο, στις ποικίλες εκφάνσεις του -ομίχλη, πάχνη, χιόνι ή βροχή-, στις πιο απρόσμενες, δυσδιάκριτες πτυχές και υποστάσεις του -νερό θάλασσας, νερό πισίνας ή πηγάδι όπου καταδύεται η ηρωίδα κατά την ερωτική συνεύρεση («Πηγάδι»)-, στην αφθονία των μεταστοιχειώσεών του -αίμα, σπέρμα, ούρα, κολπικά υγρά, αμνιακά υγρά, εκκρίσεις των αδένων, χολή, ιδρώτας-, υπό μορφήν αλοιφών με ελαιώδη σύσταση («Χλώριο», «Στόμιο»), σε ψυχρές, υδαρείς υφές, σε κρυστάλλους και σε γαλακτώδεις εκχυμώσεις, στη θερμή, ενοχλητική υγρασία που ευνοεί τους μικροοργανισμούς και τις μυκητιάσεις, τέλος έως και στην πλημμύρα: σαν να είναι το κορμί του ανθρώπου μια σύμπτυξη του σύμπαντος και σαν η κίνησή του να ρυθμίζει τη χρονικότητα, προσδίδοντάς της διαφορετικές «ανθρωποσμές».
Οι ηρωίδες της, με πυξίδα τη γυναικεία τους αισθαντικότητα, αντιπαραθέτουν διαρκώς την ανθρωπινότητα και την αγάπη στο σκηνικό συναισθηματικής στειρότητας και ένδειας ενσυναίσθησης που βιώνουν.
Η ματιά της Αναστασοπούλου παραμένει κινηματογραφική («Ζεστό») όπως συνέβαινε και στα προηγούμενα βιβλία της: αυτό σημαίνει πως ο κόσμος αντικρίζεται από μιαν oblique οπτική γωνία λήψης, υπό ένα λοξό, παραμορφωτικό πρίσμα που κατά περίπτωσιν ποικίλλει, εστιάζει όμως σταθερά στην ηβική χώρα και εδώ ευαγγελίζεται το συναίσθημα της αγάπης. Οι ηρωίδες της, με πυξίδα τη γυναικεία τους αισθαντικότητα, αντιπαραθέτουν διαρκώς την ανθρωπινότητα και την αγάπη στο σκηνικό συναισθηματικής στειρότητας και ένδειας ενσυναίσθησης που βιώνουν. Στο διήγημα «Τσατ» γίνεται πιο απτή αυτή η διαπίστωση, καθώς η ανδρική παρουσία-με υπαινιγμούς για τον παλιό κινηματογράφο-κομίζει ειδήσεις πολέμου, χωρισμού και καταστροφής και το υποκείμενο αναδιπλώνεται στον εαυτό του.
Ο υποκειμενισμός κερδίζει έδαφος εκ πεποιθήσεως και συνιστά γνώρισμα των καλύτερων διηγημάτων της συλλογής, όπως ο «Ατμός», όπου η νοερή αντίληψη των κινήσεων και των αισθήσεων του ερωτικού αντικειμένου συμπίπτουν με την ανάδευση ή άμβλυνση του ερωτικού συναισθήματος. «Φοράει βρόμικα σουτιέν γιατί είναι κόρη της μάνας της. απ’έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα» («Σκόρος»): με τον σαρκασμό ως κύριο όπλο, η συγγραφέας χαϊδεύει με τρυφερότητα και λαγνεία τις κρυφές γωνιές του ανθρώπινου κορμιού, απενοχοποιώντας και τις πιο κρύφιες φαντασιώσεις γυμνότητας. Αυτό εντείνεται με την ακριβή, μεγεθυντική χαρτογράφηση κάθε ερωτογόνου ζώνης («Στόμιο»), ενώ εκχέεται σε κοσμογονικών διαστάσεων ποτάμια, υπονόμους, βάλτους, χειμάρρους και κατακλυσμούς (στα διηγήματα όπου καταλύεται η χρονικότητα και μαζί και το ανθρώπινο πολιτισμικό σκηνικό, αλλού ελληνοπρεπές και αλλού αγγλοσαξονικό , πχ. στο «Χλώριο»).
Σε κάθε περίπτωση οι αισθήσεις πρωταγωνιστούν, είτε πρόκειται για οσμές είτε για γεύσεις είτε για αφές είτε, ακόμη, για διαφορετικές θερμοκρασίες και ισχυρά ακουστικά ερεθίσματα.
Είναι φανερή η πρόθεση της συγγραφέως να αναγάγει κάθε επιμέρους περιστατικό σε υπαρξιακό συμβάν, και αυτό δικαιώνει τον υετό που διατρέχει (ήδη, από τίτλου της) τη συλλογή. Διάτρητη, εκτεθειμένη, διεγερμένη και επιδιδόμενη σε μιαν αυνανιστική αναβίωση ερωτικών στιγμών που ως βέλος εξακοντίζεται προς τον θάνατο, μια ηρωίδα βιώνει καθήλωση στο (φροϋδικό) στοματικό στάδιο, αίσθηση που οδηγεί στη σιελόρροια («Αλμυρό») και κατατάσσει την οικειότητα των συναισθημάτων με γνώμονα την πιο επιθυμητή γευστική ποιότητα. Σε κάθε περίπτωση οι αισθήσεις πρωταγωνιστούν, είτε πρόκειται για οσμές είτε για γεύσεις είτε για αφές είτε, ακόμη, για διαφορετικές θερμοκρασίες και ισχυρά ακουστικά ερεθίσματα: «το ουρλιαχτό του νερού» είναι αναγνωρίσιμο, μεν, αλλά μόνο με τον κοινό παρονομαστή της ανάκλησης της μνήμης, που θα συντεθεί στη βάση μιας συνεχούς παροντικότητας.
Σ’αυτήν τη μικρο-κοσμολογία, που επιτελείται με περιήγηση στις πιο ερμητικές περιοχές του σώματος, η σφύζουσα γυναικεία υπόσταση μεταμορφώνεται –σε κάθε διήγημα η ταυτότητά της μετακυλίεται και σχηματίζει μια νέα περσόνα. Οι κινήσεις της γυναίκας, της έφηβης ή του κοριτσιού είναι ανεπαίσθητες διελεύσεις ανάμεσα σε αντικείμενα του πολύ οικείου, προσωπικού φεμινικού διαστήματος. Στον φακό αυτής της τυπολογίας που καθιστά έκτυπη την ανδρική παρερμηνεία, που καταγγέλλει τη γλοιώδη ιδιοσυγκρασία του αιμομείκτη βιαστή («Ταμπόν») και που εξαίρει την καμπυλότητα, τη γλυκύτητα και τον πρωτεϊκό χαρακτήρα της θηλυκότητας, ο χρόνος παραμένει απατηλός και τα μεγέθη, οι αποστάσεις, τα διαστήματα σχετικοποιούνται.
Έτσι δικαιώνεται ο τίτλος: προσωποποίηση του ύδατος, που θέτει όρια στο αέναο αυτής της αιμάσσουσας αναζήτησης μιας αγκαλιάς και αυτού του εγρηγορότος συναισθήματος που μεταστοιχειώνεται σε δάκρυα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).