Για το συλλογικό μυθιστόρημα «Ηφαίστειο» (πρόλογος – επιμέλεια: Κώστας Β. Κατσουλάρης, εκδ. Ιωλκός).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο συλλογικό μυθιστόρημα Ηφαίστειο (εκδ. Ιωλκός) των δέκα (όχι απολύτως) πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων της ομάδας του Κώστα Κατσουλάρη, η πλοκή συνίσταται σε μια σειρά ψυχικών συμβάντων, άλλοτε αποκαλυπτικών και άλλοτε ιδιαίτερα κρυπτικών, πάντως συνομολογημένων, θεματολογικά συγκλινόντων και αρκούντως συναρπαστικών.
Έπειτα από ενάμιση χρόνο διαδικτυακών μαθημάτων λόγω καραντίνας, παραμονές Πάσχα, δέκα επίδοξοι συγγραφείς αναχωρούν μαζί με τον δάσκαλό τους της λογοτεχνίας για ένα τριήμερο get to know us better σε παραδοσιακό ξενώνα της ηφαιστειογενούς Νισύρου, όπου αποκλείονται λόγω έκτακτων καιρικών συνθηκών –τρεις διαζευγμένοι, τρεις ανύπαντροι, τρεις παντρεμένοι και μια χήρα– «αφήνοντας τον κόσμο απέξω». Αυτές οι εσχατιές στην άκρη του Αιγαίου είναι το σκηνικό και η κεντρική ιδέα-ερέθισμα για να συγγραφούν δέκα διηγήματα από δέκα πραγματικούς μαθητές της ομάδας δημιουργικής γραφής του Κώστα Κατσουλάρη και ένα ακόμη διήγημα, επιλογικό, από τον ίδιο.
Έπειτα από ενάμιση χρόνο διαδικτυακών μαθημάτων λόγω καραντίνας, παραμονές Πάσχα, δέκα επίδοξοι συγγραφείς αναχωρούν μαζί με τον δάσκαλό τους της λογοτεχνίας για ένα τριήμερο get to know us better σε παραδοσιακό ξενώνα της ηφαιστειογενούς Νισύρου...
Η Μαρία Καλιόρη γράφει με την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα φωνή μιας ανοικονόμητης Ουκρανής μετανάστιδος, που φέρει ενστιγματικά το τραύμα του Τσέρνομπιλ και του πρόσφατου πολέμου και έχει κληρονομήσει, ως χήρα που είναι, ένα μεγάλο ποσόν που στην Ελλάδα θα την ενθαρρύνει να επιδοθεί στη λογοτεχνία. Η επιδείνωση του καιρού την ωθεί να παραμείνει στο νησί και ν’αναζητήσει τη σωτηρία της ψυχής της. Η Μαρία Καλιόρη είναι η πρώτη που δίνει διακριτή «φωνή» στην ηρωίδα της.
Η Νάνσυ της Μάριας Διαμάντη είναι η δεύτερη αλλοδαπή της ομάδας. Γραφίστρια, μητέρα ενός δεκατετράχρονου παιδιού που θα υποβληθεί σε αιμοκάθαρση και μεταμόσχευση νεφρού, είναι κυρίως η συγγραφέας μιας ιστορίας με καγκουρώ, αμπορίτζιναλς, μπούμερανγκ, ντίτζεριντού και άλλα δηλωτικά της ημι-αυστραλιανής καταγωγής της και της μεγάλης της νοσταλγίας για την πατρίδα.
Η Ιωάννα Περλίγκα βάζει τη διαζευγμένη πιανίστα ηρωίδα της να επανεπισκέπτεται τη Νίσυρο, κουβαλώντας τις μνήμες μιας χαμένης φίλης του παρελθόντος. Φωτογραφική ματιά στις νιτρώδεις πλαγιές του ηφαιστείου, μια κυρίαρχη, ενοχογόνος πατρική φιγούρα, χρήση ecstasy και χασίς, συμπαντικές αναζητήσεις και –κυρίως– πάλη με τη συγγραφή είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της Αγάπης.
Φωτογραφική ματιά στις νιτρώδεις πλαγιές του ηφαιστείου, μια κυρίαρχη, ενοχογόνος πατρική φιγούρα, χρήση ecstasy και χασίς, συμπαντικές αναζητήσεις και –κυρίως– πάλη με τη συγγραφή...
Ο νεώτερος και πιο εκκεντρικός μαθητής της ομήγυρης, ο λιμοκοντόρος Ορέστης της Μαργαρίτας Γ., φέρει ανεξίτηλη την ενοχή ενός μοιραίου ομαδικού μαστουρώματος και του τραυματισμού της –συνομήλικης– εικοσιτριάχρονης αγαπημένης του, αναλώνεται σε μιαν υπόσχεση ανεκπλήρωτη και λιώνει στον μυστικισμό των αναθυμιάσεων του ηφαιστείου αγκαλιά με τη δίμετρη Ουκρανή, επιδιδόμενος σ’ έναν οχετό αναθέματος του σύγχρονου τρόπου ζωής και αντίληψης. A broken heart, ένα διεγνωσμένο σύνδρομο Τουρέτ και, κυρίως, ένας ρομαντικός αντικαπιταλιστής, που καθιερώνει τη δεύτερη αναγνωρίσιμη αφηγηματική «φωνή» του βιβλίου.
Το ίχνος της καταδικασμένης, παρθενικής αγάπης του ισχνού νεαρού ανιχνεύεται διαφορετικά στο διήγημα της Χριστίνας Μουκούλη, όπου ο Ορέστης απαγγέλλει ένα ποίημα αφιερωμένο στην απρόσιτη «Αγαπημένη» του, σχεδόν «υφαρπάζοντάς το» από τη δημιουργική φαντασία της ηρωίδας της: η δική της Ανδριάνα θα παραμείνει επίσης στη Νίσυρο μετά την ανακοίνωση της απαγόρευσης απόπλου και, μέσα από ονειρική περιπλάνηση στον κρατήρα του ηφαιστείου, θα ανακαλύψει μια βαθύτερη, ψυχική σύνδεση με τον Ορέστη.
Η Γιώτα Κόκκινου θα φιλοτεχνήσει την –επίσης επιρρεπή στις καταχρήσεις και παρφουμαρισμένη με Chanel– Κάτια συνδέοντάς την με τον αμφιφυλόφιλο επιστάτη του ξενώνα, διηθώντας την ανεπεξέργαστη έλξη τους στο φίλτρο ενός παράταιρου για την πασχαλινή περίοδο γλεντιού και σκηνοθετώντας μια κοσμογονική κακοκαιρία. Εδώ προκύπτει ένας αθροιστικός –και διαολεμένος– συνειρμός προς τη Μέρα των Νεκρών στο Κάτω από το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λάουρι.
...διηθώντας την ανεπεξέργαστη έλξη τους στο φίλτρο ενός παράταιρου για την πασχαλινή περίοδο γλεντιού και σκηνοθετώντας μια κοσμογονική κακοκαιρία. Εδώ προκύπτει ένας αθροιστικός –και διαολεμένος– συνειρμός προς τη Μέρα των Νεκρών στο Κάτω από το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λάουρι.
Με ξεκαρδιστικό χιούμορ ο Μάνος Μπονάνος θα περιγράψει τη μαστούρα του Αντίνοου, που για δεύτερη φορά εκτίθεται θανάσιμα στις αναθυμιάσεις του ηφαιστείου: μια εμμονή τον κατατρύχει σχετικά με το «βουνό» αυτό. Στη δική του εκδοχή η Κάτια κάνει σεξ με τον Μάριο και με τον Αντίνοο και μετά εξαφανίζεται με τον επιστάτη, κάνοντας τους πάντες να ανησυχήσουν. Είναι η τρίτη –και τελευταία– από τις ιστορίες που φέρνει επιδεικτικά την πλοκή σε πρώτο πλάνο και προσδίδει ξεχωριστή, σπαρταριστή «φωνή» στον αφηγητή.
Στην κατηγορία των παντρεμένων κατατάσσει και η Λήδα Μιχαλοπούλου τη δική της Μαρίνα, την οργανωτική, επιφυλακτική «παρατηρήτρια» της παρέας. Το ομαδικό παιχνίδι που προτείνει υπό τη μουσική υπόκριση του «Roxanne» δεν είναι παρά διπλότυπος υπαινιγμός της συγγραφικής τακτικής της ομάδας, ενώ με έντονο εξπρεσιονισμό και σε ρυθμούς θρίλερ αποκαλύπτει τον διάχυτο ερωτισμό που διακατέχει τους πάντες και δίνει διαστάσεις μεταφυσικές στα αποσπάσματα από τον Βίο του Γαλιλαίου του Μπρεχτ που απαγγέλλει δεξιοτεχνικά ο ηθοποιός Μάριος υπό τους ήχους της καταιγίδας.
Ο χαρακτήρας του Μάριου προσλαμβάνει σεναριακή μορφή στο κείμενο του Γιάννη Μπουγιούκα, όπου εκτίθενται οι προθέσεις συγγραφής και ο χρόνος εκτυλίσσεται κατά ημέρες, ενώ η αναπάντεχη έκρηξη του ερωτισμού συμβαίνει μόνο στο απαγγελλόμενο με συνοδεία Λέοναρντ Κοέν κείμενο, «κείμενο εν κειμένω», με απρόσμενη τροπή σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Κατά τον Μπουγιούκα, η Κάτια κλείνει το ενδιαφέρον διάλειμμα απευθύνοντας στον δάσκαλο δημιουργικής γραφής το «Βακχικόν» του Κ.Π. Καβάφη.
Αντιθέτως, ο κλειστοφοβικός, εσωστρεφής και πένθιμος Μάρκος της Δήμητρας Πισκοπάνη, που έχει πρόσφατα χάσει και τους δύο γονείς του από κορονοϊό, αυτός απευθύνει το καβαφικό ποίημα στον ελκυστικό επιστάτη, εκθέτοντας, σε εσωτερικό μονόλογο και υπό αντίξοες καιρικές και κοινωνικές συνθήκες, τον έρωτά του γι’ αυτόν. Ομολογουμένως πολύ ενδιαφέρον διήγημα, όχι τόσο λόγω της τόλμης του θέματος, όσο λόγω του ελεγχόμενου τόνου της αφήγησης.
Ειρήσθω εν παρόδω: το λακωνικό, τελευταίο αφήγημα του Κώστα Κατσουλάρη δεν προδίδει ίχνος ομοφυλόφιλης επιθυμίας εκ μέρους του πρωτεϊκού, σέξυ επιστάτη – σαν να μην προέκυψε ποτέ αυτό το ειδύλλιο. Η ενύπνια αγωνία του μυθικού κρατήρα Πολυβώτη εδώ αναδεικνύεται σε ποιητική σφραγίδα που τον διαφοροποιεί από τους «Αθηναίους» – με μοναδική εξαίρεση την Ουκρανή που τελικά «έμεινε» στο νησί ώστε να γραφεί, εν καιρώ, το sequel.
Δεν προκύπτει ένας κεντρικός ήρωας σε κάποια καμπή της ζωής του αλλά μια πλειάδα προσώπων που βιώνουν εκρηκτικά τη συνύπαρξή τους δίπλα στο φωτισμένο από τα αστραπόβροντα και ασθμαίνον ηφαίστειο της Νισύρου...
Η εξέλιξη του κειμένου γίνεται όλο και πιο περίπλοκη καθώς προχωρεί η συλλογή: φαντάζομαι πως όσοι καθυστέρησαν να συγγράψουν το δικό τους διήγημα θα πρέπει να τα βρήκαν σκούρα, παρά το γεγονός ότι δεν δεσμεύονταν να συνεχίσουν τις ιστορίες των προηγουμένων αλλά είχαν το ελεύθερο να παρουσιάσουν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας.
Έτσι, με μια διπλή προβολή ιδιαίτερα δημιουργική και, ταυτόχρονα, επικίνδυνη, οι δέκα συν-συγγράφοντες αναπτύσσουν όλα τα εκφραστικά τους μέσα στο μονοπάτι που διανοίγει η δημιουργική φαντασία όσων προηγούνται: φυσικό επακόλουθο της μεθόδου αυτής δόμησης της υπόθεσης είναι να στενεύει, από διήγημα σε διήγημα και από συγγραφέα σε συγγραφέα, η χοάνη των αφηγηματικών επιλογών.
Δεν προκύπτει ένας κεντρικός ήρωας σε κάποια καμπή της ζωής του αλλά μια πλειάδα προσώπων που βιώνουν εκρηκτικά τη συνύπαρξή τους δίπλα στο φωτισμένο από τα αστραπόβροντα και ασθμαίνον ηφαίστειο της Νισύρου, που ήδη από τη μέση του βιβλίου αναδεικνύεται σε κοινό παρονομαστή όλων των αφηγήσεων και που –σε μια παρατραβηγμένη αναγωγή– γίνεται αυτόπτης μάρτυρας όλων των τεκταινομένων (παρέα με ένα λεκιασμένο κοραλί φουλάρι που επανέρχεται πεισματικά σε όλες τις ιστορίες).
Το Ηφαίστειο θα δυσκολευόμουν να το ορίσω ως «συλλογικό μυθιστόρημα», για τον επιπλέον λόγο ότι δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά μυθιστορήματος με συγκεκριμένη πλοκή – οι πραγματικότητες που παρουσιάζει παραμένουν έντεκα παράλληλα σύμπαντα που (με μοναδική εξαίρεση το εξόδιο κείμενο του καταξιωμένου δασκάλου) συμφωνούν ως προς το ότι ο πραγματικός «κόσμος» βρίσκεται εκτός λογοτεχνίας. Συνιστά, όμως, ένα ιδιαίτερο δείγμα δημιουργικής συνεργατικής δουλειάς, πρωτότυπο ως προς τη σύλληψη και απρόοπτο ως προς την εκτέλεση, ένα αξιόλογο εγχείρημα που αξίζει το χειροκρότημα όλων μας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).