
Στο μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα «Ο μπόγος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, πρωταγωνιστεί η ίδια η Ιστορία, με τα πολλαπλά της πρόσωπα και προσωπεία.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
«Υπάρχει ένας πίνακας του Paul Klee που ονομάζεται Angelus Novus. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο έχει στυλώσει το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό, τα φτερά του αναπεπταμένα. Έτσι, πρέπει να είναι η όψη που κατ’ ανάγκην έχει ο άγγελος της ιστορίας. Έχει το πρόσωπό του στραμμένο στο παρελθόν». Αυτά είναι μερικά από τα πιο διάσημα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν, απόσπασμα μιας από τις Θέσεις του για τη φιλοσοφία της Ιστορίας.
Στο νέο μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα (γεν. 1960) –όγδοο βιβλίο της από το 2003, οπότε κι έκανε την είσοδό της στα ελληνικά γράμματα με τις βραβευμένες νουβέλες Μακάο (εκδ. Πόλις)–, η Ιστορία είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής, ο απελευθερωτής και συνάμα ο δυνάστης των ηρώων της, που κινούνται μέσα της σαν υπνωτισμένοι, καθώς διατρέχουν τις δεκαετίες αλλάζοντας φορεσιές και τρόπους, μα παραμένοντας εξωτερικά σχεδόν απαράλλαχτοι.
Η Ιστορία είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής, ο απελευθερωτής και συνάμα ο δυνάστης των ηρώων της, που κινούνται μέσα της σαν υπνωτισμένοι.
Ένας τέτοιος άγγελος, πολύ πιο γήινος, σάρκινος κι ολοζώντανος, ονόματι Μανόλης, πέφτει «σαν από τον ουρανό» στη γη της Μακεδονίας το 1911, αναστατώνοντας, αρχικά ανεπαίσθητα, μα όλο και πιο δραστικά, τις ζωές των ανθρώπων μιας πολίχνης (όλες οι τάξεις και όλες οι πλευρές εκπροσωπούνται εδώ: ισχυροί και ανίσχυροι, αγωνιστές και πόρνες, μετανάστες και περαστικοί, τσιγγάνοι, σύζυγοι και ερωμένες, καθώς και τα παιδιά τους). Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε, κανείς δεν γνωρίζει γιατί βρίσκεται εκεί, ο ίδιος με προφορά απροσδιόριστα ξενική δηλώνει πως δεν θυμάται τίποτε για τον προηγούμενο βίο του, ενώ στο σώμα του, σώμα ρωμαλέο και ποθητό από γυναίκες και άντρες, υπάρχουν σημάδια από βασανιστήρια (σε σημεία που θα έκανε κάποιον με μεγάλη φαντασία να σκεφτεί ακόμη και την περίπτωση ο άνθρωπος αυτός να έχει υποβληθεί στο μαρτύριο της σταύρωσης).
Η Ιστορία σαρώνει τις ζωές των ανθρώπων
Καθώς αναρρώνει και ανακτά τις δυνάμεις του, ο «Μανόλης» (τίποτε δεν πιστοποιεί ότι αυτό είναι πραγματικά το όνομά του, ούτε και θυμάται το επίθετό του) εισέρχεται σιγά σιγά στις ζωές των ανθρώπων της κοινότητας: Κάνει θελήματα, αρχικά, δουλειές, στη συνέχεια, επιδεικνύει επινοητικότητα και πρακτικό πνεύμα στη διευθέτηση των κήπων και των χωραφιών, ενώ από κάποια στιγμή και μετά φανερώνει και σημαντικά καλλιτεχνικά χαρίσματα. Ο Μανόλης είναι διαρκώς κάπου εκεί κοντά, μέσα κι έξω από τα γεγονότα, μπροστά και πίσω από τη Σκηνή, καθώς η Ιστορία (με το Ι κεφαλαίο) σαρώνει την πολίχνη: Πρώτα το μικρόβιο του εθνικισμού, που αρχίζει να θεριεύει στο εσωτερικό των ποικίλων εθνοτήτων που συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό της εποχής, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ακολούθως ο Πρώτος Παγκόσμιος, θα ξεθεμελιώσουν ό,τι είχε απομείνει, ενώ η Μικρασιατική Καταστροφή δεν θα αργήσει…
«Δεν άργησε κι ο ίδιος να καταλάβει πόσα είχαν αλλάξει τα δύο τελευταία χρόνια. Ως τότε κατάφερναν παρά τις διαφορές τους να ζουν όλοι μαζί και οι γλώσσες τους γλιστρούσαν στην αγορά η μια μέσα στην άλλη, τούρκικες λέξεις που παντρεύονταν με βουλγάρικες κι ελληνικές μα και μ’ εκείνα τα τραγουδιστά σεφαραδίτικα. Πρώτη φορά πέρυσι, του είπε ο πατέρας του, ο Σελίμ μπέης δεν πούλησε κανένα απ’ τα ζωντανά του στο παζάρι, κι ας ήξεραν όλοι πως ήταν τα πιο γερά. Έτσι ξεκίνησε το κακό. Έπειτα από λίγο καιρό μάθανε πως ένα Τούρκος έκλεψε μια δικιά τους κοπέλα και τότε μαζεύτηκαν κάμποσοι μια νύχτα και πήγαν κι έβαλαν φωτιά στο χωριό του». (σελ. 41).
Και τελειωμό δεν έχει: Ο άγγελος της Ιστορίας μπορεί να έχει το βλέμμα του προσηλωμένο στο παρελθόν, αλλά τίποτε δεν μπορεί πια να σταματήσει το μέλλον που έρχεται ορμητικό. Με τα λόγια του Μπένγιαμιν: «Εκεί όπου παρουσιάζεται σ’ εμάς μια αλληλουχία γεγονότων, εκείνος βλέπει μόνο μία και μοναδική καταστροφή, η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει μπρος στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε βεβαίως να χρονοτριβήσει, να αφυπνίσει τους νεκρούς και να συνενώσει ό,τι είναι θρυμματισμένο».
Αυτή η συνένωση είναι, πλέον, αδύνατο έργο… Ο Μπόγος είναι ένα μυθιστόρημα ηθελημένου κατακερματισμού, που όμως οδηγεί σε μια μεγάλη εικόνα, με την τεχνική του ψηφιδωτού: Καταστατικά πολυφωνικό, πολυμορφικό: Αποτελείται από μερικές δεκάδες ολιγοσέλιδα κεφάλαια, που τιτλοφορούνται είτε με το όνομα του προσώπου που κυριαρχεί στην αφήγηση (που είναι πάντα τριτοπρόσωπη), είτε με το όνομα του ζώου ή του πράγματος που τη χαρακτηρίζει, μαζί με τη χρονιά στην οποία βρισκόμαστε. Έτσι, κάποια κεφάλαια παραπέμπουν ευθέως σε συγκεκριμένο χαρακτήρα, π.χ. «Ο καθηγητής Πέτρος Μεταλληνός, 1913», ενώ κάποια άλλα σε φυσικά φαινόμενα («Το ποτάμι», 1929) ή σε ζώα («Τα ποντίκια, 1949»). Αντιγράφω ένα απόσπασμα από αυτό το τελευταίο, για να γίνει αντιληπτό πώς οι μεταπτώσεις της γραφής καθορίζουν το βαθύτερο ύφος αυτού του βιβλίου:
«Βαθύ σκοτάδι είχε σκεπάσει τη πόλη. Είναι σαν κάποιος να πάτησε το λάθος κουμπί και τα πράγματα να αντιστράφηκαν. Τα σκουπίδια θάβουν τους ανθρώπους, τα φυτά οικειοποιούνται τα σπίτια κι εκείνα κυκλοφορούν ανενόχλητα μες στα αδειανά εμπορικά. Περπατάνε πάνω σε σπασμένα γυαλιά και χαλάσματα, σε λεηλατημένα μαγαζιά κι ερειπωμένα σπίτια. […] Όταν ξεμπερδεύουν με τα κουφάρια των ανθρώπων, τα περισσεύματα στις κουζίνες, τα εδώδιμα και αποικιακά του μπακάλη, παίρνουν σειρά τα βιβλία, τα τεφτέρια των εμπόρων, τα τετράδια των παιδιών, τα κρυμμένα ραβασάκια, τα χοντρά κατάστιχα του Δημαρχείου, τα αρχεία της Αλήθειας. Οι κοπτήρες τους παράγουν έναν ξερό, μονότονο ήχο που απλώνεται σ’ όλη την πόλη».
Αυτή η τολμηρή συγγραφική απόφαση, να δοθεί δηλαδή αφηγηματικός χώρος και φωνή, έστω με έμμεσους τρόπους, σε εξωανθρώπινους παράγοντες (στοιχεία της φύσης, φυτά, ζώα, ερπετά κ.ο.κ), αλλά και να μπολιαστεί η εξιστόρηση με στοιχεία της λαϊκής παράδοσης, βγαλμένα από το φαντασιακό των ανθρώπων της υπαίθρου (βλ. τη σκηνή με την επίθεση των καλικάντζαρων στην Παπαδιά), ή με άλλα μυθικά στοιχεία, αφήνει το στίγμα της στο πρώτο τρίτο του μυθιστορήματος κι αντιστοιχεί, χοντρικά, στα χρόνια της βίαιης μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από τον παραδοσιακό κόσμο στην σύγχρονη εποχή, καθώς οι άνθρωποι της υπαίθρου συρρέουν σταδιακά στις πόλεις, πρωτίστως στην υδροκέφαλη πρωτεύουσα. Στην πορεία, όσο η αφήγηση αναπτύσσεται, τα στοιχεία αυτά εξασθενούν, και δίνουν τη θέση τους στην ανάδυση άλλων χαρακτηριστικών, όπως είναι για παράδειγμα το πολιτικό ή και κομματικό φορτίο των ηρώων, την εισαγωγή τους στους τρόπους και τις μέριμνες της ζωής στις πόλεις, ενώ ο ατομικισμός κερδίζει έδαφος στις καρδιές των ανθρώπων.
Παιχνίδι με τον χρόνο
Αν ο ισότιμος καταμερισμός της αφήγησης σε «όντα και μη όντα» είναι το εύρημα που χαρακτηρίζει το πρώτο μέρος του βιβλίου, η συνέχεια καθορίζεται από ένα άλλο εύρημα, ακόμη πιο τολμηρό. Οι ήρωες ενηλικιώνονται, ωριμάζουν, αλλάζουν, αλλά δεν ακολουθούν αναλογικά το πέρασμα των δεκαετιών. Η αφήγηση απλώνεται σε περίπου 107 χρόνια (1911 – 2018), αλλά τα πρόσωπα που είναι ενήλικες στην αρχή βρίσκονται απλώς μεσήλικες ή γερασμένοι προς το τέλος. Αυτή η επιλογή, που ξεδιπλώνεται σταδιακά μέσα στη ροή των πολλαπλών εξιστορήσεων που συνθέτουν το μυθιστόρημα, διαβρώνει τον ρεαλισμό του, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι εδώ βρισκόμαστε στον χώρο της μακράς Ιστορίας, στον μεγάλο στρόβιλο των γεγονότων, κι όχι στη διεκδίκηση της νατουραλιστικής αληθοφάνειας των προσώπων. Μια άλλη συμπαραδήλωση θα ήταν ότι κάθε άνθρωπος έχει έναν σκληρό πυρήνα αμετακίνητο και απρόσβλητο από την Ιστορία και τα καπρίτσια της. Σε κάθε περίπτωση, το παραξένισμα που προκύπτει από αυτήν την «ανωμαλία» μπορεί να λειτουργήσει ερεθιστικά στην ανάγνωση.
Αυτή η επιλογή, που ξεδιπλώνεται σταδιακά μέσα στη ροή των πολλαπλών εξιστορήσεων που συνθέτουν το μυθιστόρημα, διαβρώνει τον ρεαλισμό του, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι εδώ βρισκόμαστε στον χώρο της μακράς Ιστορίας, στον μεγάλο στρόβιλο των γεγονότων...
Από τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Μπόγος δεν είναι μυθιστόρημα κλασικής δραματουργίας – δεδομένης της έκτασής του, το στοίχημα της Κονομάρα είναι φιλόδοξο αλλά και ριψοκίνδυνο. Η στόφα του, παρά τον όγκο της ιστορικής ύλης που κινεί και παρά τα εκατό και πλέον χρόνια που διατρέχει, είναι πρωτίστως ποιητική, παρά αναπαραστατική. Υπάρχουν μοτίβα, υπάρχουν πρόσωπα που εξελίσσονται και αλλάζουν, υπάρχει η κίνηση της Ιστορίας ως διαρκής απειλή, υπάρχει η φύση που πότε ως μαγική δύναμη και πότε ως εσωτερικευμένος φόβος επαναφέρει πρόσωπα και πράγματα στην πραγματική τους βάση· υπάρχει ο αιώνιος Μανόλης, η μορφή του οποίου ταλαντώνεται στη συνείδηση των ανθρώπων από το ένα άκρο στο άλλο: άγιος, εραστής και φονιάς (ή μήπως αποδιοπομπαίος τράγος;)· υπάρχουν δεκάδες σελίδες υποδειγματικής πρόζας και θαυμάσιας εικονοποιίας (εξαίσιο παράδειγμα, η σκηνή του σεισμού, με τους πελαργούς που αλληλοσπαράσσονται κι αυτοκτονούν), υπάρχει κέντημα στη λεπτομέρεια και δουλειά λέξη τη λέξη, σπάνια για εκτενές μυθιστόρημα.
Ανοίγουμε μια σελίδα, σχεδόν στην τύχη, προς το τέλος. Πέφτουμε πάνω σε μια ερωτική σκηνή.
«Φιλήθηκαν ξανά και ξανά. Η πυκνότητα της στιγμής τής έφερε λιποθυμία. Είδε τον εαυτό της να γίνεται δέντρο, να τυλίγεται γύρω του κι ύστερα να απλώνει τις ρίζες του στο νερό, μα την ίδια στιγμή να γίνεται το ίδιο το νερό, διάστικτο και θολό από τη λάσπη, κι εκείνο το πρασινωπό σκουλήκι που έβγαινε από μέσα κουνώντας το κεφάλι του για να παραμερίσει, θαρρείς, τον ασάλευτο αέρα που είχε κατακαθίσει παντού, στο μυαλό μα και στην πυρωμένη σάρκα, σάρκα γυναίκας και άντρα μαζί με κομμάτια βυθισμένα στο σκοτάδι κι άλλα αστραφτερά, λουσμένα στο φως, όλα αξεδιάλυτα πλεγμένα με φόβο κι αγωνία και μια θλίψη να της ροκανίζει τη χαρά για έναν έρωτα παράφορο που ανάβλυζε ορμητικός». (σελ. 379)
Σημειώσαμε και πριν ότι, από αφηγηματικής άποψης, ο Μπόγος είναι ένα μυθιστόρημα πολυφωνικό, πολυμορφικό – αλλά και «ολιστικό», θα προσθέταμε. Καμιά πλευρά του αισθητού δεν αποκλείεται από τη σύνθεση, το συλλογικό ασυνείδητο και τα βάθη του φαντασιακού των ανθρώπων, μαζί με το σώμα και τις εκκρίσεις του, μετέχουν ισότιμα με τη συνείδησή τους και διαμορφώνουν τις αποφάσεις τους. Ο μπόγος του τίτλου παραπέμπει στη διαρκή ετοιμότητα για μετακίνηση, μετανάστευση, ρήξη. Υπογραμμίζει την μοναδική σταθερά στην ανθρώπινη ζωή, την αέναη αλλαγή, με ό,τι έχει έτοιμο ο καθένας για να πάρει μαζί του όταν έρθει η στιγμή – από υλικά αντικείμενα έως ψυχικά αποθέματα.
Επιστρέφοντας στον Μπένγιαμιν, ας στρέψουμε ξανά το βλέμμα μας στον άγγελό του, που ίσως είναι και δικός μας: «Όμως απ’ τη μεριά του παραδείσου πνέει μια θύελλα που παγιδεύεται στα φτερά του, μια θύελλα τόσο δυνατή που ο άγγελος δε μπορεί πια να τα ξανακλείσει. Αυτή τον σπρώχνει ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του φτάνει ως τον ουρανό. Αυτή η θύελλα είναι ό,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο».
Η Λίλα Κονομάρα επιχειρεί μια υψηλή λογοτεχνική πτήση, αναλαμβάνοντας συνειδητά τους κινδύνους που ενέχουν τα μεγάλα ύψη. Ο Μπόγος είναι το πληρέστερο και ωριμότερο έργο της, μια χειρονομία προς αναγνώστες απαιτητικούς, διαθέσιμους να ανταποκριθούν στο κάλεσμα του μυθιστορήματος.