Για το μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη «Μισή καρδιά» (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Ο Δημήτρης Σωτάκης χρησιμοποίησε και πριν από τρία χρόνια το τέχνασμα του σωσία στο έργο του Ο μεγάλος υπηρέτης, όπου ο υπηρέτης παίρνει τη θέση του αφεντικού και τανάπαλιν. Τώρα, νιώθει έτοιμος να συνεχίσει την προσπάθειά του στην ίδια τεχνική, προσπάθεια που στέφεται με μεγαλύτερη επιτυχία, καθώς αξιοποιεί και τα διδάγματα της Εναλλακτικής ιστορίας.
Σ’ αυτήν, οι συγγραφείς που την υπηρετούν, εικάζουν πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα, αν σε ένα κομβικό σημείο δεν είχαμε την πορεία που τελικά ακολουθήθηκε, αλλά μια άλλη: τι θα γινόταν αν επικρατούσε λ.χ. ο Τρότσκι κι όχι ο Στάλιν, τι αν νικούσαν οι Κομμουνιστές στον Ελληνικό Εμφύλιο, τι αν δεν πέθαινε ο Χίτλερ; Σ’ αυτά τα σενάρια και σε άλλα παρόμοια μπορεί να διερευνήσει κανείς πιθανές εκδοχές του κόσμου, αυτά τα υποθετικά «αν» (“what if”), τις απραγματοποίητες εξελίξεις της ιστορίας. Τα παρεπόμενα τέτοιων δυνητικών αλλαγών θα έφερναν άλλες κοινωνικές πραγματώσεις και δη άλλες εποχές, άλλα αποτελέσματα, άλλες ανθρώπινες κατευθύνσεις.
Ο Δημήτρης Σωτάκης παίρνει το “what if” και το εφαρμόζει στη ζωή ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, του αφηγητή, που ανακαλύπτει ότι κάπου στην πόλη του υπάρχει ένας ολόιδιος άντρας.
Ο Δημήτρης Σωτάκης παίρνει το “what if” και το εφαρμόζει στη ζωή ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, του αφηγητή, που ανακαλύπτει ότι κάπου στην πόλη του υπάρχει ένας ολόιδιος άντρας. Κι ενώ ως τότε έχει αποκηρύξει τη ζωγραφική με την οποία ασχολούνταν, όταν ήταν νέος, κι έχει χωρίσει τη Μυρτώ, προχωρώντας σε γάμο με τη Μαρία, ο σωσίας του εμφανίζεται ως ο άλλος του εαυτός, αυτός που συνέχισε την τότε ζωή του ως ζωγράφος και σύζυγος της πρώτης του αγάπης. Όταν ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται, μέσα στο πλαίσιο του φανταστικού, πώς εξηγείται η ομοιότητα των δυο, βρίσκεται μπροστά στο -άκρως αποτελεσματικό λογοτεχνικά- σταυροδρόμι ανάμεσα στον βιωμένο εαυτό και σ’ αυτόν που θα μπορούσε να εξελιχθεί. Ο άνθρωπος είναι η πραγματωμένη εκδοχή των επιλογών του, ενώ πίσω του χάνονται χιλιάδες, εκατομμύρια ίσως, πιθανότητες που ποτέ δεν ευοδώθηκαν.
Η γραφή του συγγραφέα πάντα διακρινόταν από έναν καθαρόαιμο ρεαλισμό, έναν ρεαλισμό της λεπτομέρειας· πάντα, όμως, δόσεις του φανταστικού, είτε προς την καφκική εκδοχή, είτε προς την παρωδιακή συνθήκη, τον υπονόμευαν. Στα τελευταία του βιβλία αυτός ο ρεαλισμός, ο οποίος εξακολουθεί να υπάρχει, αποκτά όλο και πιο πολλά στοιχεία καθημερινότητας, με εκτενείς σκηνές και περιγραφές, που δυναμιτίζεται ωστόσο από μια παράδοξη συνθήκη. Απουσιάζει το ψυχολογικό βάθος, οι ήρωές του δεν αναδεικνύουν την αγωνία τους μέσω ψυχικών κραδασμών, αλλά όλα κινούνται σε μια εξωτερική επιφάνεια. Και σ’ αυτήν την επιφάνεια το απρόσμενο, σχετικά απίθανο, έρχεται να δημιουργήσει νέους κόσμους, παράλληλους με τον δικό μας.
Η γραφή του συγγραφέα πάντα διακρινόταν από έναν καθαρόαιμο ρεαλισμό, έναν ρεαλισμό της λεπτομέρειας· πάντα, όμως, δόσεις του φανταστικού, είτε προς την καφκική εκδοχή, είτε προς την παρωδιακή συνθήκη, τον υπονόμευαν.
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο αναγνώστης μπορεί να προβλέψει δύο ενδεχόμενες καταλήξεις του τραγικού σημείου στο οποίο βρίσκεται ο πρωταγωνιστής, στο σημείο δηλαδή να συναναστρέφεται τον εαυτό του. Ή να τρελαθεί μην μπορώντας να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας διττότητας, όπως φαίνεται σε πολλά σημεία, όπου παροδικά παραφρονεί και δεν μπορεί να ξεχωρίσει το αληθινό από το ψεύτικο. Ή να απαλλαγεί από τη δεύτερη ζωή του, με μια «ηρωική» πράξη δηλαδή να εξοντώσει το alter ego του, κι έτσι να πάψει να διχάζεται ανάμεσα στο βιωμένο και το πιθανό παρελθόν και παρόν του.
Τελικά, όσο κι αν οι πολλαπλές ταυτότητες και η πολυδιάστατη προσωπικότητα θεωρείται στις μέρες μας δεδομένη, αν αυτές οι υποστάσεις αυτονομηθούν και τραβήξει καθεμιά τη δική της πορεία, τότε το άτομο θα σχαστεί, θα διαλυθεί ανάμεσα στους διάφορους εαυτούς του και τελικά θα τρελαθεί, αν δεν κόψει τον Γόρδιο δεσμό.
Παρόλο που η γραφή του Δημήτρη Σωτάκη είναι μια επίπεδη πεδινότητα και σπάνια εμφανίζεται ένα ποιητικότερο λοφάκι, παρόλο που μένει σε μια άκρως καθημερινή πραγματικότητα (έστω και με τις βελονιές του φανταστικού να τη διαπερνούν), η ψυχαναλυτική διάσταση του εν λόγω βιβλίου ενδυναμώνει όλα τα υπόλοιπα. Ο άνθρωπος είναι ένα δυναμικό παρόν, που έχει πραγματώσει τη συγκεκριμένη πορεία του, αλλά συνάμα κουβαλά ανεκπλήρωτα όνειρα, εκκρεμείς ελπίδες, απραγματοποίητες αποφάσεις. Αν όλα αυτά εγκατοικούν μέσα του σαν επίμονα απωθημένα, τότε δεν θα μπορέσει ποτέ να συμβιβάσει τους δύο εαυτούς του και θα τρελαθεί. Αν όμως καταφέρει να «σκοτώσει» αυτά τα σαπρόφυτα ή να τα ξαναφέρει στην επιφάνεια με προοπτικές να τα δρομολογήσει, τότε θα είναι σε θέση να προχωρήσει σ’ αυτόν τον βίο που δεν είναι χειρότερος από τη δυνητική ζωή, αυτήν που ποτέ δεν ευοδώθηκε.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).