Για το μυθιστόρημα του Μανόλη Πρατικάκη «Ο αρχέγονος φρουρός» (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Βέη
«Μυστήριο και φαινόμενα
Αναβλύζουν από την ίδια πηγή.
Η πηγή αυτή είναι το σκοτάδι».
Λάο Τσε, Τάο Τε Τσινγκ
Ο συγγραφέας, δόκιμος και δικαίως πολυβραβευμένος ποιητής της γενιάς του ’70, δεν διστάζει να υπερβεί τα διλήμματα του τύπου π.χ. αφήγηση αισθησιαρχικού εμπειρισμού ή τυποποιημένη τριτοπρόσωπη έκφανση; Διηγητική αποκρυστάλλωση βιωμάτων ή παράθεση επινοημένων μαρτυριών βίου; Με συνέπεια στις ατομικές αρχές της δημιουργικής υποκειμενικότητας, τις οποίες έχει θεσπίσει στη διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας, επιλέγει συνειδητά μιαν εξειδικευμένη, συγκεφαλαιωτική, υβριδική, εμφανώς πολυπρισματική, πολυεπίπεδη γραφή. Υπερβαίνοντας τα όποια όρια διαχωρίζουν τις ειδολογικές παραμέτρους, το προκείμενο μυθιστόρημα προοικονομεί εν ολίγοις την άμεση ικανοποίηση του αναγνωστικού αιτήματος, ήτοι την πολύτιμη δοκιμή της ηδονής.
Η ποιητική του καταγωγή δεν αποκρύπτεται. Άλλωστε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι πράγματι «μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό και τη σημερινή κουλτούρα, ο λόγος συνθλίβεται από την έτοιμη γλώσσα» και ότι «το πιο πολύτιμο είναι ο δημιουργικός λόγος όταν κατορθώνει να αναδυθεί», όπως κατέδειξε προ πολλού ο απρόβλεπτος αλλά εξ ίσου αποκαλυπτικός Ζακ Λακάν, ο Αρχέγονος φρουρός μαρτυρεί υποδειγματική διαχείριση του αρμόδιου ομιλήματος.
Ο κύριος διηγητικός φορέας, ο Στέφανος, συμπυκνώνει πολλών ανθρώπων εμμονές, φοβίες, ψευδαισθήσεις, πλάνες και καθαρά αυτιστικές εκτροπές. Και επειδή, ως γνωστόν «κάθε άνθρωπος φέρει την ακέραια μορφή της ανθρώπινης κατάστασης», όπως πρόλαβε να δείξει πριν από αιώνες στους ψυχαναλυτές του μέλλοντος ο Μονταίνιος, ο ήρωας του βιβλίου συνιστά ένα σύμπαν σημασιών. Ακριβώς αυτές τις σημασίες σπουδάζει με τη δέουσα νηφαλιότητα ο ευρηματικός, πολυμήχανος, πονηρός συγγραφικός νους.
Με συνέπεια στις ατομικές αρχές της δημιουργικής υποκειμενικότητας, τις οποίες έχει θεσπίσει στη διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας, επιλέγει συνειδητά μιαν εξειδικευμένη, συγκεφαλαιωτική, υβριδική, εμφανώς πολυπρισματική, πολυεπίπεδη γραφή.
Συγκρατώ ότι τα υπο-αφηγήματα του μυθιστορήματος εξακριβώνουν με τον δικό τους τρόπο τα αίτια και τα αιτιατά των προβληματικών, δυσμενών συνθηκών της ζωής. Η υποδειγματική χρήση των στοιχείων της μεταφοράς, της αλληγορίας και βεβαίως της μετωνυμίας συμβάλλουν αποφασιστικά στην παραγωγική απόδοση όλων των κειμενικών προθέσεων. Οι δε αλλεπάλληλες ανατροπές ανανεώνουν πολλαχώς στην πράξη το ενδιαφέρον των δεκτών του πολύτροπου, εμφανώς ρηξικέλευθου αυτού λόγου.
Στον αντίποδα της απόφανσης-κατάρας του Τόμας Χομπς, σύμφωνα με την οποία «ο άνθρωπος είναι από ένστικτο εγωιστής και αδίστακτος, επομένως κάθε προσπάθεια να γίνει ηθικό ον συνιστά χάσιμο χρόνου» κινείται, ναι, με έκδηλη αυτοπεποίθηση ένα άλλο ον. Εκείνο ακριβώς το οποίο οραματίζεται εδώ και τώρα μιαν απρόσκοπτη, μια ριζική αναβάθμιση του εγώ. Ό,τι εν ολίγοις συνιστά μιαν απροκάλυπτη έξοδο από τις φενάκες του δυναστικού, μιξοβάρβαρου εγώ. Επισημαίνω μάλιστα εδώ, ότι η διπλή αυταπάτη, εννοώ αυτήν της απόλυτης αλήθειας του επιστημονικού οράν και της άλλης, της παράπλευρης, της ανωτερότητας, της καθολικότητας του κοινού ανθρώπινου βλέμματος, για να θυμηθούμε τον Μπερτράν Οζιλβί, προβάλλει σταθερά στο βάθος της σκηνής των παθών.
Η αδελφή του Στέφανου, η αρκετά φιλοσοφημένη Ευτέρπη, υποκαθιστά εμμέσως πλην σαφώς τον ρόλο της μητέρας. Η ανομολόγητη, πλην όμως εκ προοιμίου αποφασιστική βούληση της επιστροφής στη μήτρα, όπως κατέδειξε ο Ότο Ρόζενφελντ, γνωστότερος ως Ότο Ρανκ, ανιχνεύεται εύκολα εδώ, προεκτείνοντας έτσι τη διακειμενική στρατηγική. Ο Στέφανος συλλέγοντας μανιωδώς βαλίτσες, επιβεβαιώνει και μάλιστα κατά τον πλέον παραστατικό τρόπο, τον βεβαρημένο ψυχισμό του. Ταξιδεύοντας όμως στη Βομβάη, αναζητεί, εξ αντιδιαστολής, τις άλλες, τις ζείδωρες αξίες της ζωής, οι οποίες υπήρχαν ήδη εν υπνώσει εντός του. Διαπιστώνοντας από κοντά τα αδιέξοδα της διαβίωσης σήμερα στη χώρα του Βούδα, επαναπροσδιορίζει αλήθειες, τις οποίες αποδεδειγμένα αγνοούσε, ενώ τις κατείχε. Όντας κατασταλαγμένες σε ικανό βάθος του νου, τώρα επαναπροσδιορίζονται εκ του ασφαλούς. Και εφ΄ όσον «σε κάθε βήμα της «προόδου» του, το πνεύμα οφείλει να υπερβαίνει “τον εαυτό του” ως το αληθινά εχθρικό εμπόδιο του σκοπού του», όπως ευφυώς κατέδειξε ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Στέφανος τολμά την προσέγγιση δραστικών αντιδομών.
Η ατομική του οδύσσεια ολοκληρώνεται μέσα από την οριακή εμπειρία της ερωτικής διαύγασης. Την προσφέρει απλόχερα η Μαγδαληνή, την οποία είχε σπρώξει στην πορνεία φευ ο ίδιος ο πατέρας της. Η αλλαγή συμβαίνει στο πεδίο του συνειδέναι. Κοντολογίς, το τελικό αισθητικό προϊόν δικαιώνει την όλη συγγραφική ώθηση προς το καίριο Σημείο. Η λυσιτελής φώτιση είναι κατά συνέπεια αναμφισβήτητη. Άλλωστε «δεν είναι ασύνηθες, σε τελετές μετάβασης, όπου οι δομικές ιεραρχίες ισοπεδώνονται ή αντιστρέφονται, να βρει κανείς εστίες σχεδόν μυστικιστικής καινοτομίας να σιγοβράζουν υπόγεια, στο γόνιμο περιθώριο της κανονικότητας», όπως μας δίδαξε ο ανθρωπολόγος Βίκτωρ Τέρνερ (1920–1983).
Ο Αρχέγονος φρουρός κατάφερε να προστατέψει την ύπαρξη. Ήταν άλλωστε δίπλα της, σε κάθε βήμα της. Φρονώ ότι σπερματικά η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος απαντά στο κρυπτικό, εισαγωγικό εκείνο δίστιχο «Κι είσουν εδώ θύτης και θύμα στη σκιά της/κουρτίνας, στη σκιά της απουσίας σου». Αναφέρομαι στο ποίημα του Μανόλη Πρατικάκη με τίτλο «Με μια κίτρινη λέμβο» από τη συλλογή του «Οι παραχαράκτες» (Κέδρος, 1976), αφιερωμένη στο γιο του Αλέξη. Ως δε ευκρινέστερο από τους κειμενικούς προγόνους του εν λόγω έργου θεωρώ τον εμβληματικό Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή κειμένων «Για την ποιητική γραφή – Δοκιμίων Σύνοψις» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Η Μαγδαληνή αποσβολωμένη έρχεται από μια παράπλευρη έρημο μ΄ εκείνη του Στέφανου, αν και εντελώς διαφορετική. Θα συναντηθούν κάπου στο τίποτα γωνία με το πουθενά, κουβαλώντας καθένας τα δικά του φαντάσματα και τους δικούς του εφιάλτες. Είναι δύο μικρά πληγωμένα ζώα σε απανθρακωμένο δάσος που ζητούν απελπισμένα μια στάλα νερό και μια στάλα στοργής. Προσπαθούν να ξεφύγουν από τους ελαφοκυνηγούς που ακολουθούν τα ίχνη τους, με γυμνασμένα ντόπερμαν. Τυχαίοι πολλαπλοί αστερισμοί παραγόντων τους τραβούν με τα μαγνητικά τους πεδία σε μια παράδοξη συνάντηση. Από όπου αρχίζει να ξεφυτρώνει και να ξεπετά τις βραγιές της μια μικρή αναπάντεχη όαση. Κάτι ακατανόητο τους ενώνει, σχεδόν ανοίκειο και αταίριαστο και συνάμα τρομερό, που όμως θα δώσει τους σπινθήρες του˙ ξεκινώντας από τα σκοτεινά βάθη της Μαγδαληνής που θα αναγνωρίσουν το περιπλανώμενο πένθος του Στέφανου, σαν κάτι ιερό και ομοούσιο. Σαν κάτι δικό της που προετοιμαζόταν χρόνια μέσα στην αναμονή».