
Για το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη «Ανοιχτό μικρόφωνο – Μονόλογοι και ομολογίες» (εκδ. Μελάνι).
Της Άννας Λυδάκη
«Έχεις δει ποτέ φωτογραφία με το πρόσωπο να κλαίει; Έχεις; Ενώ η φωνή είναι αλλιώς…» Όλοι έχουμε δει πρόσωπα να κλαίνε σε φωτογραφίες, όμως μόνο αν είναι ενσταντανέ, φωτογραφίες τραβηγμένες χωρίς στήσιμο. Αλλιώς, φροντίζουμε πριν από τη φωτογράφιση την εμφάνισή μας, το χαμόγελό μας, την πόζα μας. Συνήθως δεν θέλουμε να απαθανατιστεί η θλίψη.
Στο μικρόφωνο είναι πιο δύσκολα τα πράγματα γιατί η φωνή δεν φτιασιδώνεται εύκολα και ο λυγμός, όσο κι αν είναι κρυμμένος, τη χρωματίζει. Ο «καθρέφτης ήχων» διασώζει τη φωνή, όμως δεν μπορεί να διασώσει «τη βελούδινη φόδρα της τρυφερότητας… Ή τη σιωπή μου…» μονολογεί ο άνθρωπος μπροστά στο μικρόφωνο και καταγράφει ο Γιάννη Ευσταθιάδης στο βιβλίο του Ανοιχτό μικρόφωνο – Μονόλογοι και ομολογίες.
Είναι γεγονός ότι τόσο μπροστά στην κάμερα όσο και μπροστά στο μικρόφωνο κάποιες αλήθειες διακρίνονται, όμως τις περισσότερες φορές δεν αφήνουμε να φανεί η ψυχή μας, τα συναισθήματά μας. Οι μόνες στιγμές που εκφραζόμαστε με ειλικρίνεια είναι όταν μονολογούμε, συνειδητά ή ασυνείδητα. Τότε που, ενώ δεν μας ακούει κανείς, ο μονόλογός μας έχει αόρατους αποδέκτες· είναι μια «συνομιλία» με εκείνους που, εκόντες άκοντες, φέρουμε διά βίου εντός μας.
Τέτοιου είδους μονολόγους «κρυφακούει» ο Γιάννης Ευσταθιάδης. Όλα όσα θα θέλαμε να πούμε και δεν λέμε ποτέ. Άλλωστε δεν είναι εύκολο να βρεις ευήκοα ώτα. Καθένας έχει τον δικό του μονόλογο, τις δικές του σκέψεις και τα δικά του κρυμμένα όνειρα που χάνονται ή πραγματοποιούνται. Πού να βρει χρόνο να ακούσει τον άλλο…
Ο Ευσταθιάδης με μια σπάνια ικανότητα ενσυναίσθησης (empathy) σκύβει και «ακούει» εσωτερικούς μονολόγους, «μπαίνει» στο μυαλό ανθρώπων, βλέπει τον κόσμο με τα δικά τους μάτια και γράφει τις σκέψεις και τα ανείπωτα λόγια τους: «Η φοβισμένη γυναίκα στον Άγιο Σάββα έχει καλή φωνή, αλλά δεν μπορεί να τραγουδήσει· της λείπει η καρδιά πια».
Ερωτήσεις ασυνήθιστες προκαλούν απαντήσεις απροσδόκητα ειλικρινείς. «– Με πόσες λέξεις μπορεί να ζήσει κανείς; – Αν είσαι μόνος δεν χρειάζεσαι πολλές». Μια ζωή που συνοψίζεται στο «και ούτω καθεξής» μάλλον δεν χρειάζεται άλλες: «Αύριο ήταν μια μέρα παλιά». Αν και η απουσία χρώματος ποικίλλει· «κανένα μαύρο δεν είναι το ίδιο. Εξαρτάται με πόση απελπισία το κοιτάς».
Στον θάλαμο εντατικής ο γιος μιλάει στον ετοιμοθάνατο πατέρα, που τώρα –θέλοντας και μη– τον ακούει. Θυμάται: «την παγερή σιωπή που μέσα της πνίγηκαν τα καλύτερά μου χρόνια – αν είχα ποτέ καλά… Σαράντα πέντε χρόνια μού χρωστάς το χάδι… Δεν θέλω να με χαϊδέψεις τώρα. Θέλω να με χάιδευες τότε…»
Το μπαγιάτικο ψωμί καμιά φορά γίνεται γλυκό, πάντα όμως έχει την πικρή γεύση του χαμένου χρόνου.
Ο Πάουλ Βίτγκενσταϊν, ο πιανίστας που έχασε το ένα χέρι στον πόλεμο, συνθέτει ασκήσεις μοναξιάς στο πιάνο για το εναπομείναν χέρι. Όμως, με την πάροδο του χρόνου το χέρι αποθρασύνεται και βγάζει δίσκο· όχι δίσκο γραμμοφώνου, μα επαιτείας, ζητώντας από σπουδαίους μουσικούς «έναν οβολό ρε μείζονα ή μια βοήθεια ντο ελάσσονα…».
Πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που τον συνέλαβαν και έμεινε στη Μπουμπουλίνας δέκα μέρες τρώγοντας καθημερινά ξύλο. Τώρα καθισμένος σε αναπαυτική πολυθρόνα βλέπει όλη τη ζωή του να περνά σαν σκοτεινή ταινία. Οι τεχνικές απομνημόνευσης και ανάσυρσης αναμνήσεων, που του υπέδειξε το βασανιστής του, αποδεικνύονται αποτελεσματικές!
Μια μύγα με το βουητό της είναι η συντροφιά του στο απόλυτο κενό της ζωής του· «μια αυτοσχέδια άρια του κάτι προς το τίποτα – ένα τρυφερό νανούρισμα πριν από την κατάκλιση. – Μη φύγεις, αύριο πάλι εδώ…»
Εκείνα που αξίζουν να θυμάται κανείς δεν χρειάζονται υπενθυμίσεις. Σαν αόρατες σκιές είναι πάντα δίπλα μας. Αντικείμενα, τεκμήρια και σουβενίρ μπορούν να πεταχτούν.
Ο συλλέκτης ήχων μαθαίνει να ξεχωρίζει τις ανεπαίσθητες αποχρώσεις: «μετά από χρόνια ακροάσεις, κατέληξα ότι το θρόισμα των πράσινων φύλλων διαφέρει από το θρόισμα των κίτρινων… Το αεράκι μιας συννεφιασμένης μέρας αλλιώς ακούγεται από εκείνο μιας ηλιόλουστης, ακόμα κι αν πρόκειται για την ίδια ένταση, τα ίδια μποφόρ».
Ο αρχισυντάκτης χρόνος ψαλιδίζει τις λέξεις. Το κείμενο μικραίνει αλλά το κενό μεγαλώνει. Δεν ξέρεις με πόσες λέξεις μπορείς να το γεμίσεις. Δεν ξέρεις με ποιες θα δείξεις την απουσία.
Ο μάγειρας αυτοκτονεί και νεκρός επιστρέφει στην κουζίνα του. Εκεί τα σφαγμένα ζώα τον κοιτούν με έκφραση παγωμένης ειρωνείας. Συνειδητοποίηση της κοινής μοίρας, της θνητότητας.
Μόνο στα βλέμματα εκείνων που τον είδαν να παίζει μπάλα και τον λάτρεψαν υπάρχει ο Άγγελος Μεσσάρης, ο «ξανθός άγγελος». Όλοι νεκροί πια –όπως και ο ίδιος. Δεν μπορεί να σκοράρει, αλλά μονολογεί καμιά φορά: «το «αεράκι φέρνει παράφωνα τα λόγια των αναμνήσεων, πιασμένα θαρρείς στα δίχτυα των γκολπόστ, και μια μελωδία που είναι η μόνη απόδειξη ότι υπήρξα».
Ο τηλεφωνητής εξηγεί: «Έχω επιλέξει την ενικότητα της σιωπής, τη μη αντήχηση των άδειων δωματίων, την έσχατη περισυλλογή της λήθης… Ας επικοινωνήσουμε με μια τρυφερή αγλωσσία…»
Σαν τον Νάρκισσο, ο συγγραφέας κοιτάζει το είδωλό του στο νερό. Η εικόνα είναι ρευστή και αλλάζει καθώς με την πάροδο του χρόνου το νερό πληθαίνει από τα δικά του δάκρυα… Ισόβια σκυμμένος στο λευκό χαρτί προσπαθεί να διακρίνει μέσα από τις λέξεις που πέφτουν στην επιφάνειά του, τη ζωή του.
Και αναρωτιέται: «Πώς να εκφράσεις τα συναισθήματα, τον ενικό της μοναξιάς, τον δυϊκό του έρωτα, τον πληθυντικό της θλίψης. Πώς γράφεται ένα φιλί; Ποτέ δεν φθάνει ο χρόνος. Ποτέ δεν φθάνουν τα 24 γράμματα. Χρειάζεται περισσότερα φωνήεντα. Μια χορωδία φωνηέντων καλύτερα, που με το τραγούδι της θα γράφει πριν από τον συγγραφέα».
Κάθε μονόλογος που καταγράφεται από τον Ευσταθιάδη είναι ο απόηχος από τα σπαράγματα μιας ζωής, συνήθως χαμένης. Και ο συγγραφέας μπαίνει στη θέση του σιωπηλού «ομιλητή», εκείνου που ομολογεί την ανομολόγητη θλίψη του. Ή μάλλον «γίνεται» ο άλλος.
Ίσως, όμως, και να μη χρειάζεται να «γίνει» ο άλλος. Παρόμοια πάθη και παθήματα ταλανίζουν τους ανθρώπους και ο Ευσταθιάδης έχει το θάρρος, την ευαισθησία και το χάρισμα να μπορεί να βλέπει, να ακούει και να καταγράφει με υπέροχο τρόπο την κοινή ανθρώπινη μοίρα, τη μοναξιά, τα γηρατειά και το αναπόφευκτο τέλος. Και τώρα, την εποχή του κορονοϊού, όλα τα παραμύθια πέθαναν και μαζί τους πέθαναν και οι ελπίδες, γράφει.
Έτσι είναι. Ζωή χωρίς παραμύθια είναι ζωή χωρίς παραμυθία… Και τελικά μαθαίνουμε να ζούμε ο καθένας με τον μονόλογό του, τον όμοιο και διαφορετικό με εκείνο των άλλων…
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελευταία βιβλία της, η μελέτη Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα: Επιτόπια έρευνα, κατανόηση, ερμηνεία (εκδ. Παπαζήση) και η επιμέλεια του τόμου Ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα (εκδ. Παπαζήση).