Για τη συλλογή αφηγηματικών κειμένων του Γιάννη Ευσταθιάδη «Ανοιχτό Μικρόφωνο – Μονόλογοι και ομολογίες» (εκδ. Μελάνι). Κεντρική εικόνα: Ο Γιάννης Ευσταθιάδης επί το έργον.
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Η ιδιαίτερης αισθητικής λογοτεχνική παραγωγή του Γιάννη Ευσταθιάδη αναπτύσσεται επί σειρά ετών στον χώρο της ποίησης και στον χώρο της πεζογραφίας ως δύο διακεκριμένα κατά την κοινή αντίληψη πεδία, με προσανατολισμό πάντως προς τη σύνθεση ενός ενιαίου δημιουργικού λόγου, πράγμα που έχουμε ήδη εντοπίσει στη συγχρονία της συγκεντρωτικής έκδοσης (2004) των ποιητικών συλλογών του υπό τον γενικό τίτλο Ποιήματα 1975-1998, αλλά και στη συλλογή υπό τον τίτλο Μάθημα ωδικής (2018), σε πρόσληψη παράλληλη ή συγκριτική με αφηγηματικά έργα του, όπως είναι αυτά υπό τους τίτλους Με γεμάτο στόμα (2002), Γραμμένα φιλιά (2006), Πορσελάνη (2008), Καθρέφτης (2010) ή Άνθρωποι από λέξεις (2011). Αυτή η λογοτεχνική παραγωγή συνεχίζει να προσφέρει ευκαιρίες για ποικίλες προσεγγίσεις τόσο στην επιφάνεια όσο και (κυρίως) στη βαθιά δομή των κειμένων, σύμφωνα με το γνωστικό και ιδιαιτέρως το βιωματικό απόθεμα καθενός αναγνώστη.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες στο ανά χείρας νέο βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη, ως σύνολο δεκαεννέα αφηγηματικών κειμένων υπό τον ευρηματικό τίτλο Ανοιχτό Μικρόφωνο (εκδ. Μελάνι), ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια διαδοχή πορτρέτων, όπου παρεμβαίνουν και εκδοχές αυτοπροσωπογραφίας, που συνθέτουν ένα εκτενές φάσμα παραλλαγών για ένα κειμενικό Εγώ ως δεσπόζουσα εστίαση της αφήγησης, σε φόντο από δεδομένα του προσωπικού/ατομικού, κοινωνικού, αστικού, πολιτισμικού, ιστορικού, φυσικού περιβάλλοντος. Αυτό το κειμενικό Εγώ, πίσω από ποικίλα προσωπεία, φαίνεται να απευθύνεται στον εξωτερικό κόσμο με τη διαδικασία μιας επικοινωνίας που δεν αναμένει ή και δεν χρειάζεται ανταπόκριση, πράγμα που αντιστοιχεί σε μια μονομερή αλλά επαρκή διεκπεραίωση πληροφοριών από την υποκειμενική πραγματικότητα μέσα από ανοιχτούς διαύλους, για τους οποίους παραστατική όσο και προληπτική συνδήλωση φαίνεται να αποτελεί ο τίτλος του βιβλίου ως θεματικού και υφολογικού συνόλου.
Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια διαδοχή πορτρέτων, όπου παρεμβαίνουν και εκδοχές αυτοπροσωπογραφίας, που συνθέτουν ένα εκτενές φάσμα παραλλαγών για ένα κειμενικό Εγώ ως δεσπόζουσα εστίαση της αφήγησης, σε φόντο από δεδομένα του προσωπικού/ατομικού, κοινωνικού, αστικού, πολιτισμικού, ιστορικού, φυσικού περιβάλλοντος.
Η επίσκεψη στην επιφάνεια των κειμένων της έκδοσης εντοπίζει πρόσωπα απέναντι σε μηχανήματα που αποτυπώνουν την επικοινωνία υπ’ αυτούς τους όρους και απέναντι σε μηχανήματα που καταστρέφουν τεκμήρια του προσωπικού και του γενικού χρόνου, πρόσωπα σε νοσοκομεία με τον φόβο του θανάτου και με την αποτίμηση τραυματικών προσωπικών δεδομένων, πρόσωπα απέναντι σε καταστροφικές και σε παρανοϊκές καταστάσεις του εξωτερικού κόσμου, πρόσωπα απέναντι στους οργανωμένους ήχους της μουσικής και στους ελεύθερους ήχους του περιβάλλοντος, πρόσωπα απέναντι στα γεγονότα της Ιστορίας και στα όντα της φύσης, πρόσωπα απέναντι στην αυτοχειρία και στην υστεροφημία, κυρίως πρόσωπα απέναντι στη χρήση και στη λειτουργικότητα των λέξεων στη διάσταση του περιεχομένου, του βιωματικού φορτίου, του ιστορικού και του δημιουργικού ισοδύναμου αυτών.
Η κατάδυση όμως στη βαθιά σημασιολογική διαστρωμάτωση των κειμένων αποκαλύπτει μια σύνθεση στοιχείων που αφορούν την ανθρώπινη φωνή (όταν μάλιστα ακολουθεί και η συγγενής σιωπή). Εδώ, ο Γιάννης Ευσταθιάδης προβαίνει στην αξιοποίηση προϊόντων από διαχείριση ζητημάτων, όπως είναι η τεχνητή αποτύπωση της ανθρώπινης φωνής και όσα διαφεύγουν από αυτή τη διαδικασία, ο ήχος της ανθρώπινης φωνής σε αντιστικτική σχέση με τους ήχους του περιβάλλοντος, η ανθρώπινη φωνή και η εκφορά του λόγου για τη διεκπεραίωση σημασιών και συναισθημάτων, η ανθρώπινη φωνή και οι διαπροσωπικές σχέσεις ως επικοινωνία και ως σιωπή πλήρης σημασιών, η ανθρώπινη φωνή υπό το βάρος των συνθηκών της εξωτερικής πραγματικότητας.
H γλώσσα ως σημαίνον και ως σημαινόμενο
Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζουμε λεπτομέρειες που προστίθενται στο υλικό του ήδη οργανωμένου κειμενικού σύμπαντος του Γιάννη Ευσταθιάδη (το οποίο ως εκ τούτου συνεχίζει να διαστέλλεται), για την περαιτέρω παραστατική ανάπτυξη εννοιών, όπως είναι η αδιατάρακτη σχέση ζωής και θανάτου, το σώμα και η ψυχή, ο φόβος, η αμφιβολία, ο προσωπικός και ο γενικός χρόνος, η αιτιοκρατική σχέση της τέχνης με την Ιστορία, η επικοινωνία και η μοναξιά, η μνήμη και η λήθη, η αποδοχή και η απόρριψη, η πρόσληψη της ιστορικής και της πολιτισμικής πραγματικότητας, κυρίως η θέση του εσωτερικού ανθρώπου μέσα στο άμεσο και στο ευρύτερο κοινωνικό, αστικό, ιστορικο-πολιτικό, φυσικό περιβάλλον και όσα εξ αυτής αποθησαυρίζονται για την οργάνωση μιας εσωτερικής πραγματικότητας, όπου ιδιαίτερη θέση κατέχει η γλώσσα ως σημαίνον και ως σημαινόμενο.
Λόγος εξαιρετικά οικείος από τη μέχρι τώρα δημιουργική παραγωγή του Γιάννη Ευσταθιάδη, βιωματικός, πνευματώδης, στοχαστικός, παραστατικός, ρυθμικός με τη συνδρομή και των παρηχήσεων, ενδοσκοπικός, αφοριστικός, σαρκαστικός, απροσδόκητος ενίοτε στα όρια του παράδοξου, ενισχυμένος με την αμεσότητα της προφορικής εξωκειμενικής επικοινωνίας, διεκπεραιώνει δεδομένα από τον χώρο των ιδεών και των συν-/αισθημάτων. Με τον τρόπο αυτόν, στη διαδοχή των κειμένων της έκδοσης είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε την αισθητική και τη συναισθηματική φόρτιση που διαθέτει ένας εκτενής, πολυσήμαντος λόγος προς εαυτόν σε πλήρη ανάπτυξη.
Λόγος εξαιρετικά οικείος από τη μέχρι τώρα δημιουργική παραγωγή του Γιάννη Ευσταθιάδη, βιωματικός, πνευματώδης, στοχαστικός, παραστατικός, ρυθμικός με τη συνδρομή και των παρηχήσεων, ενδοσκοπικός, αφοριστικός, σαρκαστικός, απροσδόκητος ενίοτε στα όρια του παράδοξου, ενισχυμένος με την αμεσότητα της προφορικής εξωκειμενικής επικοινωνίας.
Και εδώ εντοπίζουμε την πρόκληση που μας προσφέρει και πάλι ο Γιάννης Ευσταθιάδης σχετικά με την ανίχνευση τεκμηρίων για μια μορφή ενιαίας δημιουργικής γραφής, καθώς η ποιότητα των υφολογικών δεικτών που προσδιορίζει τη δομή των κειμένων στις ποιητικές συλλογές είναι σαφές ότι χαρακτηρίζει και τη σύνθεση του κειμενικού κόσμου στην προ οφθαλμών έκδοση. Συναντούμε π.χ. ενδιαφέρουσες εκδοχές για την αξιοποίηση του φαινομένου της μεταφοράς με τη συνακόλουθη σύνθεση γραμματικών εικόνων, όπου παρεμβαίνει και η σημειολογία των χρωμάτων, όπως: «Κάποτε ηχογράφησα τον ήχο της βροχής, τον πιο παρηγορητικό ήχο για μένα επί της Γης ή, μάλλον, επί υάλου – παράθυρο που έβλεπε στην άνοιξη ήταν. Σαν μακρινοί πυροβολισμοί ήταν», «Θέλω την ξεκάθαρη σημασία των βασικών χρωμάτων – του κόκκινου, του κίτρινου, του μπλε. […] Είπα πριν για χρώματα. Λησμόνησα το μαύρο. Για μένα, όμως, το μαύρο […] είναι ένας σκοτεινός καθρέφτης που αντικατοπτρίζει την απόγνωση. Κανένα μαύρο δεν είναι το ίδιο. Εξαρτάται με πόση απελπισία το κοιτάς», «Εδώ καταθέτω την όσφρηση παρελθόντων ετών, τα άνθη που φύονται σε ανεπίστρεπτα καλοκαίρια, την επικράτεια τετελεσμένων ερώτων», «Εκεί, παχουλές πάπιες, κρεμασμένες μπεκάτσες, λαγοί και κουνέλια, […], τεράστια ψάρια με μάτι αγλαό, με κοιτούν με έκφραση παγωμένης ειρωνείας, σαν να μου στέλνουν έναν τελευταίο χαιρετισμό, με όλη την επισημότητα που ταιριάζει όταν νεκρός χαιρετάει νεκρό».
Ενώ εντυπωσιακή δομή γραμματικής εικόνας αναγνωρίζουμε στο απόσπασμα: «Βλέπεις, φίλε, τίποτα πραγματικό δεν μπορεί το μαρκούτσι σου να διασώσει: ούτε φωνή, ούτε ήχους, ούτε συναισθήματα. […] Πώς θα κρατήσεις μ’ αυτό ακέραιη τη σιωπή. Το χιόνι που έπεφτε. […] Το ημίφως του δωματίου. […] Το ξέχειλο ποτήρι – τότε. Το χαμόγελο – όταν. Το δάκρυ να σωρεύεται σε γυαλιά μυωπίας. Το άηχο, σκοτεινό βλέμμα. Τη μαθηματική πράξη της ενηλικίωσης. […] Τις στοχαστικές προσαρμογές. Το φως το στοργικό της λάμπας. Την ευφρόσυνη θέρμη ενός χαδιού. Το αλκοολούχο κίτρινο της σελήνης. Το προ θανάτου γκρι. Το άλλο που ακολουθεί, μαύρο. Βλέπεις, φίλε, τίποτα δεν μπορείς μ’ ένα μηχάνημα να διασώσεις απ’ τη φωνή ή τη σιωπή μου».
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Έχει εκδώσει δέκα συλλογές ποιημάτων και στιχουργημάτων, καθώς και ποιήματα για παιδιά. Επίσης, επτά βιβλία με μικρά πεζά και διηγήματα, και τέσσερα βιβλία με δοκίμια, ενώ με το ψευδώνυμο «Απίκιος» έγραψε συστηματικά για τη γαστρονομία, με τρία σχετικά βιβλία. Υπήρξε αρθρογράφος και columnist στον περιοδικό Τύπο, και έχει εκδώσει δύο τόμους με άρθρα και χρονογραφήματα. Για το βιβλίο του Άνθρωποι από λέξεις τιμήθηκε το 2012 με το Κρατικό Βραβείο διηγήματος. Επίσης, την ίδια χρονιά τιμήθηκε για τα μουσικά και λογοτεχνικά του δοκίμια με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα, είναι μουσικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. |
Σε ομόλογο υφολογικό κλίμα εντοπίζουμε και την αφοριστική διατύπωση, π.χ.: «Με ένα μηχάνημα του μέλλοντος καταργώ τα τεκμήρια του παρελθόντος, μ’ έναν ήχο του παρόντος αρνούμαι την ύπαρξη του συντελεσμένου. Χάρη σε μια διαβολική συσκευή, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της μνήμης μετατρέπονται σε κάτι που μοιάζει με υγρή άμμο ή λάσπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλω να θυμάμαι – κάθε άλλο. Όμως θέλω μια μνήμη χωρίς τεχνητά βοηθήματα, χωρίς εικονική υποστήριξη, χωρίς τεκμήρια. Θέλω μια μνήμη σαν δύσκολη άσκηση αναδρομής, με κλειστά μάτια. Αρνούμαι να γίνεται η μνήμη εύκολη υπόθεση», «Είμαι συλλέκτης ήχων. Έργο ζωής θα το ονόμαζα, αφού δεν έζησα. Μόνο άκουγα», «Αλλά έχω επιλέξει την ενικότητα της σιωπής, τη μη αντήχηση των άδειων δωματίων, την έσχατη περισυλλογή της λήθης».
Στη δομή των κειμένων αξιοποιούνται δεδομένα από την εξωτερική, αντικειμενική πραγματικότητα, όπως είναι ο πολιτικο-θρησκευτικός Τριακονταετής Πόλεμος στην Ευρώπη του 17ου αιώνα και η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, ελληνική και διεθνής συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα, αλλά και η αυτοκτονία Γάλλου σεφ, ενώ αυτονόητη ή και αναμενόμενη όταν πρόκειται για τον Γιάννη Ευσταθιάδη είναι η ιδιαίτερη παραπομπή στη μουσική δημιουργία.
Από τις αναφορές στον Μπαχ, στον Μπραμς, στον Μάλερ, στον Μουσόργκσκι, αλλά και στον Φραντς Σμιντ, όπως και στον Καρλχάιντς Στόκχαουζεν, και με τα κοντσέρτα για αριστερό χέρι που ο Ρίχαρντ Στράους, ο Πάουλ Χίντεμιτ, ο Σεργκέι Προκόφιεφ, ο Μορίς Ραβέλ (το γνωστότερο), ο Έριχ Κόρνγκολντ, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν πρόσφεραν σαν «έναν οβολό ρε μείζονα ή μια βοήθεια ντο ελάσσονα» στον πιανίστα Πάουλ Βίτγκενσταϊν (αδελφό του φιλοσόφου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν), όταν έχασε το δεξί του χέρι πολεμώντας στο Ανατολικό Μέτωπο κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγούμαστε συνειρμικά κατευθείαν στα τρία βιβλία των Αντιστίξεων (συγκεντρωτική έκδοση 2018), σημαντικό τεκμήριο της δοκιμιακής παραγωγής του Γιάννη Ευσταθιάδη.
Κυρίως τη δομή των κειμένων στην ανά χείρας έκδοση προσδιορίζει έντονος μεταγλωσσικός χαρακτήρας. Γλωσσικά στοιχεία και φαινόμενα διατρέχουν τα κείμενα αυτά, με τη σταθερή υποστήριξη της μεταφοράς, ως κεντρικοί αρμοί για τη θεματική και τη συνακόλουθη υφολογική ανάπτυξη, ανεξάρτητα από την ευρηματική πάντως χρήση της γλώσσας (όπου και ορισμένοι «νεολογισμοί») για τη διεκπεραίωση πληροφοριών.
Εντοπίζουμε ενδιαφέρουσες συνθέσεις ως παραδειγματικές εφαρμογές, όπως: «Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι διφορούμενες λέξεις, οι αμφίσημες, οι ασαφείς», «μπορώ να διαγράψω τα καλολογικά στοιχεία, τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές, μπορώ ν’ αρνηθώ την πολυτέλεια των επιθέτων. Απεχθάνομαι τα επίθετα που υπερτονίζουν, που πλαστογραφούν τις μορφές και τις καταστάσεις, που εξιδανικεύουν το άγνωστο. Απορρίπτω τα σημεία στίξης – ο χρόνος που περνά είναι το καλύτερο σημείο στίξης», «Μου χρειάζονται κάποιες λέξεις για τους σωματικούς πόνους […]. Χρειάζομαι κάποια προσδιοριστικά του χρόνου […]. Δεν μ’ ενδιαφέρει το συντακτικό της γλώσσας, κι αδιαφορώ για τη λογική σειρά των λέξεων», «Δεν χρησιμοποιώ ποτέ άγνωστες λέξεις. Καμιά φορά, μόνο τη λέξη “ύπνος”, μα κι αυτή σπάνια, όταν οι λευκές νύχτες το επιτρέπουν. Απείρως προτιμώ τη συνώνυμη λέξη “θάνατος”. Τώρα που την είπα, σκέφτομαι πως και μόνο μ’ αυτήν τη λέξη θα μπορούσα να ζήσω», «Πήρα έτοιμες ωραίες εικόνες λέξεων, τις έδεσα μεταξύ τους ώστε να αποκτήσουν αλληλουχία […]. Ναι, είμαι συναρμοστής ξένων λέξεων και εννοιών, συρράπτης αλλότριων μουσικών, με τις οποίες εντούτοις αναζητώ τη συνολική αρμονία. Έγνοια μου, όλα αυτά να ισορροπούν όσο γίνεται καλύτερα, να έχουν νόημα, να μην απεμπολούν το συναίσθημα».
Στο πλαίσιο αυτό εμπλέκονται ποικίλα «εγκιβωτισμένα» διακείμενα (π.χ. Νίκος Καχτίτσης, Βασίλης Βασιλικός, Μένης Κουμανταρέας, Δημήτρης Νόλλας, Ζυράννα Ζατέλη, Μάριος Χάκκας, Ρέα Γαλανάκη, Γιώργος Ιωάννου, Μάρω Δούκα, Θανάσης Βαλτινός, επίσης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, καθώς και Γιάννης Βαρβέρης, αλλά και Έζρα Πάουντ), με επιλεκτική επισήμανση και συσχετισμό πληροφοριών, για την ενίσχυση του πρωτότυπου υλικού του βιβλίου.
Μέσα στο υφολογικό αυτό κλίμα, συναντούμε και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα για την αυτοαναφορικότητα της δημιουργικής γραφής, όπου ο Γιάννης Ευσταθιάδης προτείνει μια πρωτότυπη διαχείριση για τον μύθο της Ηχούς και του Νάρκισσου με τεκμήρια μεταγλωσσικής ποιότητας, όπως αναγνωρίζουμε π.χ. στα αποσπάσματα: «Κολακευμένος γιατί μια αόρατη φωνή με ήθελε να τραγουδάω και μάλιστα να άδω, αποφάσισα να γράψω ένα κείμενο με τίτλο “Νάρκισσος”. Δεν με ενδιέφερε ασφαλώς το πρόσωπο, αγνοώ άλλωστε τα συναφή συναισθήματα, αλλά βρήκα ερεθιστικό ένα παιχνίδι με τις αντηχήσεις, μία σπουδή στις λέξεις που με την επανάληψη κερματίζονται και αλλάζουν έννοια», «Ένιωσα ξαφνικά πως έχω τη μοίρα του Νάρκισσου, και πως σκύβοντας πριν χρόνια στο λευκό χαρτί έμεινα εκεί ισόβια, προσπαθώντας να διακρίνω μέσα από τις λέξεις που έπεφταν στην επιφάνειά του, τη ζωή μου», «Άλλωστε, σκέφτηκα, οι ήχοι, οι φωνές ορθογραφία δεν γνωρίζουν, και ίσως αυτό που άκουσα τότε, να είναι πια σήμερα. “Ευσταθιάδη… άδη… Άδη”», ενώ εντοπίζουμε περαιτέρω «αντηχήσεις» σύμφωνα με τη συνθετική αντίληψη του συγγραφέα, π.χ.: «Νάρκισσος… κισσος… ίσως…», «Αχέροντα… αχ, έρωτα… ρωτα», «Χελιδόνι… ηδονή… δονεί», «Φωνήεν… ήεν… ύαινα…», «Κάτοπτρον… τρων… ον…». Εδώ φαίνεται να πρόκειται για λογοπαίγνια που καλύπτουν συνδηλώσεις ανιχνεύσιμες κατά τον συσχετισμό των συμφραζομένων και εκφράζουν συμπυκνωμένη τροπικότητα σε ό,τι αφορά τη σημασιολογική οργάνωση της επιφάνειας και της βαθιάς δομής του κειμένου.
Με τον τρόπο αυτό, ο Γιάννης Ευσταθιάδης αναγνωρίζεται να προτείνει μια παραστατική αποτύπωση της δεσπόζουσας έμφασης που προσδίδει στην αντιστικτική σχέση ανάμεσα στο περιεχόμενο και στο ηχητικό ισοδύναμο των λέξεων κατά τη δημιουργική αξιοποίηση της γλώσσας, ενώ παράλληλα προσφέρει μια ωραία ευκαιρία να θυμηθούμε το θεατρικό έργο Ηχώ και Νάρκισσος του Νότη Περγιάλη και την εμβληματική ραδιοφωνική απόδοσή του (1952) από την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν που επαναλαμβάνεται έκτοτε μέχρι σήμερα με ποικίλες αφορμές.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά» (εκδ. Παρατηρητής).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Στις συλλογές μου, που τις διασώζω σε διαφανή δοχεία μνήμης, συντηρούνται το αυτονόητο και το εξαιρετικό, το κοινότοπο και το παρανοϊκό. […]:
ήχοι φύλλων
ήχοι φίλων
ήχοι φυλών
ήχοι ανέμων
ήχοι ανεμώνων
ήχοι α, ναι, μόνων
ήχοι ψιθύρων
ήχοι θυρών
[…]
ήχοι του πένθους
ήχοι του παφλασμού
ήχοι άγνωστου εσμού.
Όμως, δεν μ’ ενδιαφέρουν οι ήχοι στη γενικότητά τους. Μ’ ενδιαφέρουν οι μικρές διαφοροποιήσεις, οι αποχρώσεις, οι λεπτομέρειες.
Μετά από χρόνια ακροάσεις, κατέληξα ότι το θρόισμα των πράσινων φύλλων διαφέρει από το θρόισμα των κίτρινων.
[…]
Κατ’ αναλογίαν, το αεράκι μιας συννεφιασμένης μέρας αλλιώς ακούγεται από εκείνο μιας ηλιόλουστης, ακόμα κι αν πρόκειται για την ίδια ένταση, τα ίδια μποφόρ.
Αλλιώς ακούγεται ένας κεραυνός – βράδυ, μεσάνυχτα – για μια απελπισμένη κι αλλιώς για μια ωραία κοιμωμένη που ξυπνά.
[…]
Είμαι συλλέκτης ήχων.
Έργο ζωής θα το ονόμαζα, αφού δεν έζησα.
Μόνο άκουγα».
Από το αφηγηματικό κείμενο με τον τίτλο «Συλλέκτης».