Για τις συλλογές διηγημάτων «Αποδοχή κληρονομιάς» (εκδ. Ίκαρος) του Ανδρέα Νικολακόπουλου, και «Γυναίκες που επιστρέφουν» (εκδ. Αντίποδες) των Χρυσόστομου Τσαπραΐλη και Φώτη Βάρθη.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το τρίτο κύμα της ηθογραφίας, αυτό που ονομάστηκε «νεοηθογραφία», είναι εδώ, καθώς μετά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου παρατηρείται μια στροφή προς την περιφέρεια, τη ζωή στο χωριό, τη δύναμη της φύσης, το καλό και το κακό της ελληνικής επαρχίας. Νέοι συνήθως συγγραφείς (πέρα από τους μεγάλους) στρέφουν το βλέμμα τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και δέχονται την κληρονομιά της όχι μόνο στη γραφή, στη διάλεκτο και στους ανθρώπινους τύπους, αλλά και στον τρόπο ζωής, ο οποίος ξανακοιτά την προνεωτερική κοινότητα ως αντίβαρο στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.
Πολλά από τα διηγήματα του Ανδρέα Νικολακόπουλου επιστρέφουν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και στο χωριό, όχι κατ’ ανάγκην στη δική του ιδιαίτερη πατρίδα. Επιστρέφουν στην ελληνική επαρχία και ανασυστήνουν χαρακτήρες που πάλεψαν με την κοινωνία, τον εαυτό τους και το Κακό, χωρίς να βγαίνουν πάντα νικητές· μάλλον το αντίθετο, αφού βασικό μοτίβο της συλλογής είναι ο θάνατος.
Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Εργάζεται ως σεφ σε εστιατόρια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου. Έχει εκδώσει άλλη μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο Μάκινα (εκδ. Ηδύφωνο, 2019). Όποτε μπορεί, επιστρέφει στα βουνά. |
Ο στρατιώτης στη Μικρασιατική εκστρατεία μαγεύεται από τον χορό των δερβίσηδων κι αφήνεται στον θάνατο («Μαΐστρος», που θυμίζει το «Ποτάμι» του Αντώνη Σαμαράκη), η θάλασσα παίρνει συγγενείς και τρελαίνει κόσμο, αλλά και πνίγει όποιον αναζητεί μαγικά βοτάνια, ο μικρός βραδύνους Κλεομένης βρίσκεται νεκρός στη χαράδρα, ο ήρεμος θάνατος μετανάστη στην Αμερική, ο φονιάς δεν συγχωρείται αλλά πεθαίνει από δάγκωμα οχιάς, ο πανύψηλος Νικολής θυσιάζεται για το χωριό, που ποτέ δεν τον έστερξε… Οι θάνατοι έρχονται είτε σαν φυσικός νόμος, που τον επιβάλλει η φύση, όχι αναγκαστικά με την ανθρώπινη λογική και δικαιοσύνη, αλλά με τον δικό της ρυθμό, που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να θεωρήσει ότι είναι υπεράνω. Ή ως ανθρώπινη εκδίκηση, που κρατά μνησίκακα τις μνήμες της και κάποια στιγμή έρχεται μαγικά, δεισιδαίμονα, ύπουλα να επιτεθεί. Ο θάνατος ως νομοτέλεια δίνει βασανιστικά το «παρών» και δεν φαντάζει αφύσικος, όσο κι αν θλίβει, τρελαίνει, εξοργίζει…
Από την άλλη, η επιστροφή στο χωριό δεν γίνεται μόνο για να αναδειχθεί η φύση και τα δεινά της, αλλά και οι λαϊκές προλήψεις και θρύλοι. Η τοπική παράδοση, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, είναι ηθικά χριστιανική και τελετουργικά ορθόδοξη, αλλά μέσα της, έστω και αν αυτή το ξορκίζει, κρύβει παγανιστικές αντιλήψεις και αρχαία έθιμα. Η Παναγία συναντά την Άρτεμη και ο Χριστός τον αρχέγονο Εωσφόρο, ο ιερέας τη μαγεία και το χριστιανικό Καλό το διαβολικό Κακό. Η σύγχρονη ηθική διασταυρώνεται με τη σπαρτιατική αντίληψη του Καιάδα, οι κυνηγοί της Αρκαδίας συναντάνε τις θεότητες των δασών και τους λύκους των βουνών, μια σημερινή δολοφονία έρχεται να τύχει εκδίκησης από τη μυθολογική Έχιδνα, την κόρη της Στυγός κ.λπ.
Έτσι, όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς, κυρίως διηγηματογράφοι, μετατρέπει τον χώρο του χωριού σε ένα παλίμψηστο εποχών και θρύλων, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος συχνά νιώθει ανήμπορος.
Ο διηγηματογράφος, αξιοποιώντας τοπικές φήμες αλλά και συνδυάζοντας το χριστιανικό με το παγανιστικό, αναδεικνύει τους μύχιους φόβους των ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκουν εξήγηση στο μεταφυσικό της αρχαιοελληνικής μυσταγωγίας και θεραπεία στον θάνατο. Έτσι, όπως και πολλοί άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς, κυρίως διηγηματογράφοι, μετατρέπει τον χώρο του χωριού σε ένα παλίμψηστο εποχών και θρύλων, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος συχνά νιώθει ανήμπορος. Ο δραματικός χρόνος, ειδικά σε μια εποχή προεπιστημονική, όπως αυτή του 19ου αιώνα και του μεσοπολέμου, είναι συνυφασμένος με το παρελθόν, πρόσφατο και απώτατο, ενώ οι αντιλήψεις, οι οποίες δεν μπορούν να δέσουν με τη σύγχρονη εξέλιξη, ανάγονται σε μαγικές καταβολές, που εξηγούν το ανείπωτο. Γι’ αυτό κι ο διηγηματογράφος θεωρεί όλο αυτό το μερίδιο «κληρονομιά», που αξίζει να αποδεχτεί…
Παράδοση και δημοτικά τραγούδια
Ο Φώτης Βάρθης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη γραφιστική φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 2015 αποφοίτησε από το Α΄ εργαστήριο χαρακτικής. Έχει συμμετάσχει με έργα του σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. |
Από την άλλη, παράδοση είναι και τα δημοτικά τραγούδια που τίθενται ως υπόβαθρο της σύγχρονης διηγηματογραφίας. Πάνω στην αύρα τους και στις γυναίκες που βίωναν την πατριαρχική εξουσία, ο εικαστικός Φώτης Βάρθης φτιάχνει έντεκα χαρακτικά. Και πάνω σ’ αυτά ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γράφει ισάριθμα διηγήματα.
Η μεταφορά της ατμόσφαιρας των δημοτικών τραγουδιών, των προνεωτερικών δηλαδή κοινωνιών, στο σήμερα δεν είναι ευθύγραμμη. Πρώτα από όλα ο χρόνος στα διηγήματα είναι σύγχρονος και ταυτόχρονα άχρονος, αφού υπάρχει π.χ. το τηλέφωνο, αλλά συνάμα μια πλειάδα από λέξεις και φράσεις παραπέμπουν σε μια α-χρονική διάσταση. Έτσι το κλίμα των δημοτικών, που σχετίζονται και δεν σχετίζονται με το ιστορικό πλαίσιο, που ξεκινάνε συχνά από αυτό αλλά εξακτινώνονται σε μια ρευστή αχρονία, έρχεται και στα διηγήματα να χτίσει το αναγνωστικό σκηνικό, παγχρονικό, μαγικό, παραμυθιακό…
Μ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε ιστορία περνά από το ρεαλιστικό πλαίσιο της αφήγησης στο αόριστο του παραμυθιού, από το σταθερό έδαφος της ιστορίας στην κινούμενη άμμο της ποίησης, από τη στεριά της γυναίκας που υποφέρει στη θάλασσα των συναισθημάτων της. Η ίδια η ιστορία υποχωρεί κι αφήνει τα πρωτεία στη γλώσσα, στην ατμόσφαιρα, στο ποιητικό ραβδί της σαγήνης. Το τι γίνεται ενδίδει στο τι νιώθουμε, καθώς μπαίνουμε στο όνειρο, στον εφιάλτη, στο ασαφές περίγραμμα μιας πληγής.
Η ίδια η ιστορία υποχωρεί κι αφήνει τα πρωτεία στη γλώσσα, στην ατμόσφαιρα, στο ποιητικό ραβδί της σαγήνης. Το τι γίνεται ενδίδει στο τι νιώθουμε, καθώς μπαίνουμε στο όνειρο, στον εφιάλτη, στο ασαφές περίγραμμα μιας πληγής.
Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης γεννήθηκε στη Λάρισα το 1984 και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Οι Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας είναι το πρώτο του βιβλίο. |
Έτσι, μέσα από αυτό το κλίμα, η γυναίκα βγαίνει από το μαντρωμένο σπίτι, τον σατράπη άντρα, την οικιακή καταπίεση, και δείχνει τα τραύματά της. Οι σημερινοί άνθρωποι αναγνωρίζουν το διαχρονικό μέσα στο συγκεκριμένο, αφού οι εποχές αλλάζουν αλλά το «αδύναμο» φύλο βιώνει τα ίδια πάθη. Τα χαρακτικά κάνουν τις γυναίκες να μοιάζουν με Παναγίες, τα διηγήματα αναπλάθουν τη σκοτεινή πλευρά όχι αναγκαστικά στη ζωή τους αλλά στην ψυχή τους. Τα μοτίβα, όπως το γνωστό του νεκρού αδελφού, που ήρθε να εκπληρώσει την υπόσχεσή του στην αδελφή του, ή της γυναίκας που θάβεται στα θεμέλια για να στεριώσει το Γεφύρι της Άρτας, και η σύνδεση με την ομηρική Πηνελόπη, τρέφουν τη σκέψη του συγγραφέα και προσφέρουν μια διαχρονική βάση πάνω στην οποία η γυναίκα φαίνεται να είναι πάντα το αδύναμο σκέλος μιας κοινωνικής ανισότητας.
Τα κείμενα διαβάζονται σαν ξόρκια, σαν μαγικές επωδοί, σαν γλωσσικά υφαντά που τυλίγουν τον αναγνώστη· σαν πέπλα που απλώνονται στο δωμάτιο, λες και η δύναμη της μεταφοράς, της ποίησης και του παραμυθιού φέρνει όλη τη θυμοσοφία, τις δεισιδαιμονίες και τον παγανισμό του λαού στο προσκήνιο, για να δείξει ότι η λογική του σύγχρονου ανθρώπου δεν μπορεί να υποτάξει το άλογο που κυριαρχεί πίσω από τα φαινόμενα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία του © Τάκη Τλούπα. Αγιόκαμπος, 1950
Αποδοχή κληρονομιάς
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΙΚΑΡΟΣ 2020
Σελ. 208, τιμή εκδότη €12.50
Γυναίκες που επιστρέφουν
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΤΣΑΠΡΑΪΛΗΣ, ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΘΗΣ
ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ 2020
Σελ. 84, τιμή εκδότη €11.00