Για τη νουβέλα του Χρήστου Χαρτοματσίδη «Όσο κρατάει ένα φιλί» (εκδ. Μανδραγόρας).
Της Χλόης Κουτσουμπέλη
Όσο κρατάει ένα φιλί. Όσο κρατάει μια ζωή. Όσο κρατάει μια ολόκληρη εποχή αιματοχυσίας και άγριων συγκρούσεων, ένα αδελφοφάγωμα. Όλη η νουβέλα αποτελεί τον αριστουργηματικό μονόλογο μιας γριάς γυναίκας που διηγείται τη πολυτάραχη και ενδιαφέρουσα ζωή της.
Η Ελένη, μια αντάρτισσα, μέλος του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ), διηγείται την ιστορία της, που ξεκινάει στα βουνά της Θράκης, στα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας, μέσα στη σκοτεινή εποχή του Εμφυλίου. Ο πατέρας της ήταν καπετάνιος και οδήγησε την αφηγήτρια και την αδελφή της στο βουνό για να τις προστατέψει. Στη συνέχεια η Ελένη τραυματίζεται στη μάχη της Κομοτηνής και η λήξη του Εμφυλίου τη βρίσκει σε ένα στρατόπεδο αποκατάστασης ανταρτών στη Βουλγαρία. Κατόπιν θα μορφωθεί με έξοδα του κόμματος και θα γυρίσει ύστερα από τριάντα ένα χρόνια πίσω στην πατρίδα της.
«Από προσεκτική μελέτη των αρχείων του ΔΣΕ, αφηγήσεις των εν ζωή μαχητριών του ΔΣΕ αλλά και τη σύσταση των ίδιων των μονάδων του ΔΣΕ από τη διμοιρία μέχρι τα Γενικά Αρχηγεία, προκύπτει το συμπέρασμα ότι μέσα στο κλίμα του πουριτανισμού και της ανδροκρατίας της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, οι γυναίκες στον ΔΣΕ αποδείχτηκαν ισάξιες με τον άνδρα συναγωνιστή τους, ανέλαβαν ηγετικές θέσεις, στα πεδία της μάχης και στις επιμελητείες, προωθήθηκε σε όλες τις μονάδες του ΔΣΕ η ισοτιμία των δύο φύλων. Από τον ίδιο των απολογισμών των νεκρών μαχητών και μαχητριών προκύπτουν τα ίδια συμπεράσματα για τη συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις».
Από το βιβλίο Η συμμετοχή των γυναικών στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, 1946-1949, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
Ο Χαρτοματσίδης, έμπειρος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, με πολλά βιβλία στο ενεργητικό του, με γονείς που κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Βουλγαρία, ζωντανεύει την ιστορία εκείνων των χρόνων από την πλευρά των ανταρτών. Ωστόσο, καταφέρνει να μην υποπέσει σε καμία από τις παγίδες που κρύβει η αναμόχλευση εκείνης της σκοτεινής εποχής.
Ο Χαρτοματσίδης δεν διστάζει να θίξει τα κακώς κείμενα, τις προδοσίες και τις αδικίες, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τον καιροσκοπισμό κάποιων από τους συντρόφους και στη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά και μετά στην εποχή της Μεταπολίτευσης.
Πρώτα πρώτα οι σύντροφοι στο βουνό, οι αντάρτες, δεν ηρωοποιούνται. Είναι και αυτοί άνθρωποι με όλες τις βασικές τους αδυναμίες. Στη ροή του λόγου της, η αφηγήτρια συχνά εκφράζει και κάποιες «μη επαναστατικές» αλήθειες. Ο Χαρτοματσίδης δεν διστάζει να θίξει τα κακώς κείμενα, τις προδοσίες και τις αδικίες, τα πισώπλατα μαχαιρώματα και τον καιροσκοπισμό κάποιων από τους συντρόφους και στη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά και μετά στην εποχή της Μεταπολίτευσης. Κάποια στιγμή, για παράδειγμα, ο πατέρας της αφηγήτριας, ο οποίος έδωσε και τη ζωή του για τον αγώνα, πέφτει θύμα συκοφαντίας της άλλης του κόρης και του γαμπρού του και κατηγορείται ως αντικομματικό στοιχείο.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η αντιθετική σχέση των δύο αδελφών. Όσο αθώα είναι η αφηγήτρια, τόσο δολοπλόκα, ψυχρή και συμφεροντολόγα είναι η αδελφή της. Δύο πόλοι, η ιδεολογική αγνότητα και αυτοθυσία σε αντίθεση με την υπολογιστική ανάγκη για εξουσία και δύναμη αντιμάχονται σε ολόκληρο το βιβλίο για να τονίσουν τις δύο διαφορετικές εκφάνσεις που συνυπάρχουν σε κάθε κοινωνική ομάδα. H μία, η Ελένη, κινείται μέσα στις συμβάσεις της εποχής της και στα πρότυπα της πουριτανικής ανδροκρατούμενης κοινωνίας, η αδελφή της η Δώρα σπάει το κατεστημένο και τολμά να ζει έξω από τις νόρμες, αλλά και από κάθε έννοια ηθικής.
«Ήμασταν τόσο διαφορετικές. Εγώ μεγαλύτερη και μυαλωμένη. Αυτή τρελή και καπετάν φασαρίας».
Σημαντική είναι η εξιστόρηση της καθημερινότητας, στο βουνό αρχικά αλλά και στο στρατόπεδο αποκατάστασης ανταρτών, με πάρα πολλές λεπτομέρειες που ενισχύουν τη ζωντάνια και την αληθοφάνεια της αφήγησης.
«Ήμασταν στο αρχηγείο της Μεραρχίας δίπλα στα Βουλγαρικά σύνορα για να μπορούμε, αν μας κυνηγήσουν, ανά πάσα στιγμή, να περάσουμε απέναντι. Θα κουβαλούσαμε βέβαια και όλα μας τα υπάρχοντα. Όχι μπαγκάζια και μπαούλα, μα το αρχείο του Δημοκρατικού Στρατού και της εφημερίδας “Λευτεριά”. Υπήρχε εγκριμένο σχέδιο υποχώρησης – να διασώσουμε σε περίπτωση ανάγκης τον πολύγραφο και τον ασύρματο. Να φυγαδέψουμε το νοσοκομείο με τους τραυματίες κι αν προλαβαίναμε και το μαγειρείο. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ένα βαρέλι από λαμαρίνα ήταν, στο οποίο βάζαμε ό,τι φαγώσιμο βρίσκαμε – πατάτες, ρύζι, μακαρονάκι κοφτό ή κανένα κόκαλο με χόνδρους και ξύγκι, που το έβλεπες και σου ερχότανε να κάνεις εμετό. Τα βράζαμε όλα μαζί, όσο να πάρει το βραστό κάτι από τη μυρωδιά του κρέατος και να ξεγελάσει ο μαχητής το πάντα άδειο στομάχι του».
Αλλού περιγράφεται ένας γάμος ανάμεσα σε αντάρτες στο βουνό:
«Ο σύντροφος Πρόδρομος μάζευε τους νεόνυμφους κι άρχιζε να τους εξηγεί πως η οικογένεια είναι το βασικό κύτταρο της κοινωνίας. Στο τέλος τους έδινε πιστοποιητικό από το Ανώτατο Επιτελείο του Δημοκρατικού Στρατού πως είχαν συνάψει πολιτικό γάμο. Τη βεβαίωση την έπαιρνε η νύφη, ως θεματοφύλακας των μελλοντικών οικογενειακών κειμηλίων. Μετά τους ευχόταν από κοινού πια να συνεχίσουν τον αγώνα, μέχρι την τελική νίκη και να εργαστούν μαζί στην ανοικοδόμηση της νέας ζωής! Αυτά! Το γλέντι ήταν το συνηθισμένο αντάρτικο γεύμα κι ύστερα ακολουθούσε χορός. Χορεύαμε πολύ.
Κάναμε εντατικά πολιτικά μαθήματα για τις θέσεις του Κόμματος, πολιτική οικονομία και ιστορικό υλισμό… Ευτυχώς ήμουν καλή στα ειδικά μαθήματα όπως και στις πρώτες βοήθειες και στη σκοποβολή.
»Στο ζευγάρι παραχωρούσαν για εκείνο μόνο το βράδυ μια παράγκα που είχαμε για τους ελαφρά τραυματίες. Όλοι τους ευχαρίστως δέχονταν να “ξεσπιτωθούν” προσωρινά και μάλιστα αστειεύονταν πως πρέπει να εγκαταλείψουν την πολυτέλειά τους. Την επομένη συνήθως “χώριζαν” το ζευγάρι. Στέλνανε τον γαμπρό σε κάποια άλλη μονάδα ή σε αποστολή. Οι κοπέλες αν μένανε έγκυες έφευγαν για τη Βουλγαρία ή κάποια άλλη Λαϊκή Δημοκρατία όπου θα μπορούσαν να γεννήσουν με την ησυχία τους».
Και αλλού ζωντανεύει η ζωή στο στρατόπεδο αποκατάστασης ανταρτών στη Βουλγαρία.
«Πιστεύαμε πως η εκεί διαμονή μας θα ήταν για λίγο και ανά πάσα στιγμή το Κόμμα θα μας καλούσε ξανά στον αγώνα. Αυτό εξηγούσε και το στρατιωτικό τρόπο οργάνωσης της κατασκήνωσής μας, τις αντάρτικες στολές, τα τραγούδια και βέβαια την εκπαίδευσή μας. Κάναμε εντατικά πολιτικά μαθήματα για τις θέσεις του Κόμματος, πολιτική οικονομία και ιστορικό υλισμό… Ευτυχώς ήμουν καλή στα ειδικά μαθήματα όπως και στις πρώτες βοήθειες και στη σκοποβολή. Υπήρχαν και οι αγγαρείες στην κουζίνα και στα πλυντήρια. Δεν μας έμενε χρόνος για τον εαυτό μας».
Η ειρωνεία και ο λεπτός σαρκασμός που υπάρχουν σε όλα τα βιβλία του Χαρτοματσίδη, χαρακτηρίζουν και αυτή του τη νουβέλα.
«Περιμέναμε οι αδελφές χώρες να μας παραχωρήσουν έστω και ένα αεροπλάνο και τότε σίγουρα θα νικούσαμε»3.
Και πιο κάτω:
«Στον τοίχο είχαμε μία μεγάλη Ελληνική σημαία με ένα κόκκινο “Δ” στη μέση. Όταν το πρωτοείδα, δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό το Δέλτα. “Δημοκρατία καλέ!” μου εξήγησε τότε η ομαδάρχισσά μας η Βούλα. “Δηλαδή ο σκοπός για τον οποίο αγωνιζόμαστε”. “Άαα!” μπόρεσα να απαντήσω. Πού να ήξερα τέτοια βαθυστόχαστα πράγματα και για να μη με πάρει ντιπ για χαζή της δήλωσα: “Εγώ αγωνιζόμουν για να έρθει ο Σοσιαλισμός στην Πατρίδα μας την Ελλάδα!” ακριβώς όπως μας διδάσκανε στα πολιτικά μαθήματα. Σε αυτό το σημείο η Βούλα προβληματίστηκε. Έσμιξε τα φρύδια. Μετά σαν να μου έκανε κάποιο χατήρι αποφάνθηκε: “Δεν βαριέσαι! Το ίδιο είναι!”».
Και στη σελίδα 64:
«Γιατί κι αυτά μας τα είχαν διδάξει εκεί, για το Μεγάλο Πανανθρώπινο δίκιο και το μικρό, προσωπικό μας δίκιο. “Κοίτα” μου λέει [η Βούλα] “αν εσένα δεν σου δώσουν το επιδόρπιο και που δικαιούσαι, αυτό είναι αδικία σύμφωνα με το μικρό σου ανθρώπινο δίκιο. Αν εσύ θυμώσεις απ’ αυτό κι αρνηθείς να πας στην πρώτη γραμμή όπου σε καλεί το Κόμμα, θα είναι σαν να έχεις προδώσει το Μεγάλο Πανανθρώπινο Δίκιο! Κατάλαβες;” Εγώ όμως δεν έπαιρνα στροφές κι αναρωτιόμουνα γιατί το Κόμμα να μην στείλει στην πρώτη γραμμή αυτούς στους οποίους είχε δώσει αδικαιολόγητα διπλό επιδόρπιο;»
Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης γεννήθηκε το 1954. Σπούδασε ιατρική και σήμερα εργάζεται ως διευθυντής Μικροβιολογίας στο Γενικό Νοσοκομείο Κομοτηνής. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία πεζογραφίας, από το 1991 μέχρι σήμερα. Το 2003, το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής παρουσίασε δύο μονόπρακτά του («Το ασανσέρ» και «Η έξοδος μετά τις 6 μ.μ. απαγορεύεται») με τον ενιαίο τίτλο Σκούρο μαύρο σχεδόν λευκό, σε σκηνοθεσία Ηλία Φραγκάκη. Γνωρίζει βουλγαρικά, ρωσικά και αγγλικά. Τα τελευταία χρόνια είναι μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού “Μανδραγόρας”, ενώ επίσης έχει δημοσιεύει διηγήματα και μεταφράσεις στα λογοτεχνικά περιοδικά “Το Δέντρο”, “Η Λέξη”, “Νέα Πορεία” και “Ιστός”.
|
Αυτή η υπαινικτικά ειρωνική διάθεση που υφέρπει σε όλο το βιβλίο επιτυγχάνει διπλό στόχο. Πρώτον κάνει πιο συμπαθητική την ηρωίδα στον αναγνώστη που ελαφρομειδιά με την αθωότητα και την απλότητα της σκέψης της. Δεύτερον, όμως, καταδεικνύει την πολυπλοκότητα των εννοιών που προάσπιζαν οι αγωνιστές και πως για να μπορέσουν να τις καταλάβουν, τις προσάρμοζαν στη δική τους καθημερινότητα. Ο Χαρτοματσίδης εξάρει το θάρρος, την αυτοθυσία και το κουράγιο τους αλλά το οξυδερκές και παρατηρητικό του μάτι συλλαμβάνει ταυτόχρονα και όλες τις ανθρώπινες αντιφάσεις και αδυναμίες τους. Το έξυπνο εύρημά του είναι ότι ο αφηγητής δεν είναι ένας σκληροτράχηλος αντάρτης, αλλά μια αθώα κοπέλα, της οποίας την ψυχοσύνθεση κεντά με μεγάλη συνέπεια και εκπληκτική επιδεξιότητα. Η Ελένη προβάλλει ξεκάθαρα μπροστά μας, γίνεται οικεία, σχεδόν μπορεί ο αναγνώστης να την ακούσει να μιλά.
Ο Χαρτοματσίδης πετυχαίνει άριστα τη σκιαγράφηση όλων των χαρακτήρων της νουβέλας του. Προοδευτικά μάλιστα φαίνεται ότι η αφηγήτρια αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σοφία και ωριμότητα, όταν η μία μετά την άλλη, διαψεύδονται όλες οι αυταπάτες της για τον αληθινό χαρακτήρα της αδελφής της. Παρ’ όλα αυτά –και εδώ να επισημάνουμε τη μαεστρία του συγγραφέα– η Ελένη συνεχίζει να αγαπάει την αδελφή της, αφού τα ανθρώπινα συναισθήματα συχνά είναι πολυδιάστατα και πολύπλοκα. Και η αδελφή της όμως συχνά στηρίζει και βοηθά την αφηγήτρια. Ένα πολύ καλογραμμένο και συνεπές βιβλίο που μας προσφέρει μια «φέτα εποχής» και άγνωστες λεπτομέρειες από τη ζωή των ανταρτών στο βουνό και στα κέντρα υποδοχής τους στις ξένες χώρες αργότερα. Ένας μικρόκοσμος γεμάτος αντιθέσεις, ιδεολογικούς κανόνες, αυτοθυσία, θάρρος αλλά και μικρότητες, απογοητεύσεις και προδοσίες. Δίκαιος και αντικειμενικός ο συγγραφέας παρουσιάζει μια πραγματικότητα όχι όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά έτσι όπως διαμορφώνεται μέσα από την ατελή ανθρώπινη φύση. Ένα σημαντικό βιβλίο αληθινό κέντημα, προϊόν μιας άρτιας, εκπαιδευμένης και έμπειρης γραφής.
* Η ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ είναι πεζογράφος και ποιήτρια. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» (εκδ. Πόλις).
Όσο κρατάει ένα φιλί
Χρήστος Χαρτοματσίδης
Μανδραγόρας 2020
Σελ. 126, τιμή εκδότη €12,70