Για τη νουβέλα του Δημήτρη Φύσσα «Μουσείο Λαογραφίας» (εκδ. Εστία).
Του Δημήτρη Βαρβαρήγου
Τον Αύγουστο του 2015 ο τριανταπεντάχρονος (πρώην διάσημος) ζωγράφος Λέων, έχοντας στην τσέπη του μια γερή προκαταβολή για τον υπερμεγέθη πίνακα Ο μυστικός δείπνος του κοινοτισμού, εγκαταλείπει μια μεγάλη ελληνική πόλη και μια γυναίκα ονόματι Μάρθα, και αποσύρεται σ’ ένα άκρως πρωτόγονο χωριό της Πίνδου, όπου ετοιμάζει τις σπουδές για τα πρόσωπα του πίνακα της παραγγελίας: είκοσι τρεις ήρωες της διαχρονικής, παγκόσμιας Αριστεράς. Ο πίνακας, όταν ολοκληρωθεί, θα εκτεθεί για την επέτειο των 100 χρόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης. Από το χωριό αυτό στέλνει στη Μάρθα γράμματα που αναφέρονται στην κρίση της σχέσης τους, στις σπουδές που ζωγραφίζει, στο τζόκινγκ και στην ειδυλλιακή ζωή του βουνίσιου χώρου – μέχρι που, αργά αργά, συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά με τις γυναίκες στο χωριό.
Ο Φύσσας, μέσα από την κλειστή επαρχιακή κοινωνία ενός απόμακρου κι αποκομμένου χωριού, προβάλλει έντεχνα μέσω του ήρωά του τον κοινοτισμό, που εναντιώνεται στον αστικό τρόπο ζωής.
Αυτό είναι το περιληπτικό στόρι του βιβλίου από το οπισθόφυλλο. Διεγείρει την περιέργεια όσο κι αν πιθανόν να μοιάζει με μια απλή ιστορία. Αλλά πώς να είναι απλή μια ιστορία όταν ο συγγραφέας με υπαινικτικό ύφος εστιάζει τη σκέψη του και φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα διαχρονικά που από καταβολής κόσμου αφορούν τους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων ο φεμινισμός, η αριστερή ουτοπία, η αγνή ελληνική επαρχία, η θρησκευτική νεύρωση και η αντρική ψυχολογία. Ο Φύσσας, μέσα από την κλειστή επαρχιακή κοινωνία ενός απόμακρου κι αποκομμένου χωριού, προβάλλει έντεχνα μέσω του ήρωά του τον κοινοτισμό, που εναντιώνεται στον αστικό τρόπο ζωής. Μια κλειστή κοινωνία –χωρίς ρεύμα, νερό και τηλέφωνο– που φαινομενικά μοιάζει να λειτουργεί στο απολύτως φυσικό της περιβάλλον, με προτάγματα που προσφέρουν λύση σε ζωτικά ζητήματα ταυτότητας και ουσιαστική συμμετοχή των χωριανών στη λήψη των αποφάσεων, δίνουν τροφή στον Λέων να κοιτάξει πιο βαθιά την περιχαρακωμένη απομόνωση και τις φαινομενικά σωστές μα ωστόσο απρόσιτες συμπεριφορές τους. Εξιχνιάζοντας μέρα τη μέρα μέσα από την καθημερινότητα τον κοινωνικό περίγυρο του χωριού αντιλαμβάνεται πως ξετυλίγονται σοβαρά ζητήματα στις ανθρώπινες σχέσεις και πως καμία σταθερή αξία της σύγχρονης κοινωνικής δομής –ισότητας και ισονομίας– δεν υφίσταται, παρά μόνο η αντρική εξουσία.
Με κύριο χαρακτηριστικό το προσωπικό του συναίσθημα για τη σχέση του με τη Μάρθα, ο Λέων φέρνει σε δεύτερη μοίρα όλους αυτούς τους μεγάλους που άφησαν ιδέες ανεξίτηλες στον χρόνο. Τρόσκι, Λένιν, Μπακούνιν, Μαρξ, Χριστό, Στάλιν, Μαντέλα, Μάο κ.λπ, είκοσι τρεις συνολικά προσωπικότητες. Αυτό που κατατρώει την ψυχή του είναι η μοιραία γοητεία που ασκεί στη μνήμη του η Μάρθα. Με φορτισμένη μοναχικότητα της γράφει πως του λείπει και της εξηγεί πώς αισθάνεται μακριά της. Της απαριθμεί τα λάθη που έκανε, τη μεταμέλεια που νιώθει για την ανέμελη συμπεριφορά του, αλλά και την εμπειρία που απέκτησε μέσα από τη σχέση τους. Για το μειονέκτημά του να καταλάβει τον δικό της ψυχικό κόσμο. Για την ανάγκη του να την έχει κοντά του στην (παραδείσια) απομόνωση του. Της απαριθμεί κάθε του σκέψη με μια σχεδόν ικετευτική στάση που δείχνει πως θέλει να αφήσει πίσω του όλες τις συγκρουσιακές δοκιμασίες που είχε μαζί της.
Ο Δημήτρης Φύσσας |
Ο Φύσσας, εκτός από τα ουσιώδη κοινωνικά ζητήματα που εγείρονται στο σώμα ενός άρτια δεμένου σε απόδοση και ύφος κειμένου σε μόλις 100 σελίδες, προβάλλει έντονα τον αντρικό συναισθηματισμό ενός ερωτευμένου άντρα.
Ο Φύσσας, εκτός από τα ουσιώδη κοινωνικά ζητήματα που εγείρονται στο σώμα ενός άρτια δεμένου σε απόδοση και ύφος κειμένου σε μόλις 100 σελίδες, προβάλλει έντονα τον αντρικό συναισθηματισμό ενός ερωτευμένου άντρα. Σε κάθε επιστολή ο Λέων ξεκινάει με τη φράση: Καλή μου Μάρθα και της εξηγεί κάθε του βήμα, κάθε του σκέψη, κάθε του ελπίδα για να καταφέρει να της αποδείξει την πίστη του. Η σιωπή της του τρώει τα σωθικά, δουλεύει σχεδόν μηχανικά καθώς το μυαλό του είναι απόλυτα αφοσιωμένο σε εκείνη. Από τη σιωπή της αναγκάζεται να δίνει τις δικές του εξηγήσεις. Της γράφει στην τέταρτη –Όουεν– επιστολή του:
Καλή μου Μάρθα.
Λοιπόν, νομίζω ότι ο αληθινός λόγος που δεν πάμε καλά είναι όχι ότι δεν με αγαπάς, μα ότι δεν με θαυμάζεις σαν άντρα και σαν άνθρωπο και πιο πολύ σαν ζωγράφο.
Στο δέκατο κεφάλαιο –«Τρότσκι»– γράφει:
Καλή μου Μάρθα. Γράψε μου μια γραμμή, πες μου ότι με θαυμάζεις και –ίσως– με θες και με αγαπάς.
Είναι ο έρωτας που τον κάνει να ανατρέχει στο παρελθόν και μέσα από τα μάτια της Μάρθας να επιζητεί την ανταπόκρισή της.
Στο μέτρο του δυνατού, ποσώς τον ενδιαφέρουν οι είκοσι τρεις φυσιογνωμίες που έχει αναλάβει να εντάξει σε έναν «Μυστικό Δείπνο του Κοινοτισμού» σε αντιπαραβολή του Μυστικού Δείπνου του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Αυτό που τον καίει είναι η ανάγκη να τον αγαπήσει εκείνη. Είναι ο έρωτας που τον κάνει να ανατρέχει στο παρελθόν και μέσα από τα μάτια της Μάρθας να επιζητεί την ανταπόκρισή της.
Επιστολική αλληλογραφία που παραπέμπει στο κλασικό είδος του Laclos, του Montesquieu κλπ. Το Μουσείο Λαογραφίας περιέχει κάτι το ταυτόχρονα παραδοσιακό και μοντέρνο. Παραδοσιακό, στο μέτρο όπου παραπέμπει στο παρελθόν και εγγράφει την επιστολή-ντοκουμέντο σε μια παράδοση λίγο ή πολύ ρεαλιστική. Μοντέρνο, γιατί προσεγγίζει το προσωπικό ημερολόγιο ή ένα είδος εσωτερικού μονολόγου με τρόπο που συνδέει τη δράση με την αφήγηση. Το πλεονέκτημα του βιβλίου είναι φανερό: Ο Φύσσας, έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν ζωντανό χαρακτήρα –τον Λέων– που μιλάει για την παρούσα κατάστασή του περνώντας από την πράξη στον λόγο. Δράστης και μάρτυρας και συνάμα ήρωας που γίνεται αφηγητής, χωρίς τις παρεμβολές άλλων φωνών. Ο Λέων αφηγείται ό,τι προσλαμβάνει σταδιακά ως άμεση εμπειρία στο παρόν, παράλληλα με όσα πριμοδοτούν τη μνήμη του από το παρελθόν – φυσικά χωρίς να γνωρίζει το μέλλον. Το Μουσείο Λαογραφίας του συγγραφέα Δημήτρη Φύσσα είναι μια επιστολική νουβέλα που αξίζει να διαβαστεί απ’ όλους.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Anima mia» (εκδ. Εντύποις).