Για το βιβλίο της Μαρίζας Ντεκάστρο «24 εικόνες για την Επανάσταση του 1821 – Μακρυγιάννης & Ζωγράφος: Ένας αγωνιστής και ένας καλλιτέχνης» (εκδ. Καπόν). Στην κεντρική εικόνα, πίνακας-εικονογραφία του Δημήτρη Ζωγράφου που απεικονίζει την πτώση της Κωνσταντινούπολης.
Του Γιάννη Σ. Παπαδάτου
Ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης ανάθεσε στον λαϊκό ζωγράφο και αγωνιστή Δημήτριο Ζωγράφο1 να αναπαραστήσει εικονογραφικά μάχες και άλλα γεγονότα των χρόνων της επανάστασης στα οποία πρωτοστάτησε. Τις συνολικά 25 αυτές εικόνες ο Μακρυγιάννης τις ονομάζει εικονογραφίες ή και κάδρα. Για τις «περιπέτειές» τους αναφέρεται διεξοδικά στα Απομνημονεύματά του: «Από τα 1836 και εις τα 1839 τις τελείωσα […] Θέλησα να δοθούν εις τον τύπον κι έγιναν πλήθος συνδρομηταί απόξω το Κράτος κι από μέσα κι από τα Εφτάνησα. Είχα δυο ζωγράφους οπού δούλευαν […] κι έφκιασαν 25 εικονογραφίες».
Πήγαιναν στα μέρη των μαχών και ο Μακρυγιάννης υπoδείκνυε τις θέσεις των εμπολέμων. Ακολούθως, ο Ζωγράφος αισθητοποιούσε με τον χρωστήρα του υποδειγματικά τον λόγο του Μακρυγιάννη. Δημιούργησε εντυπωσιακούς πολεμικούς χάρτες οι οποίοι αποτυπώνουν φιγούρες προσώπων και ιστορούν δράσεις τους. Ο Ν. Θεοτοκάς σημειώνει ότι οι εικόνες είναι φορτισμένες από τις κρίσεις αλλά και τις αξιολογήσεις του Μακρυγιάννη. Ο ίδιος ο Στρατηγός αναφέρει ότι σχεδιάσθηκαν και υπαγορεύθηκαν «… κατά στοχασμόν […] προς ευχαρίστησιν των Ελλήνων…». Άλλωστε συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «εζωγράφισα» θεωρώντας τον ζωγράφο των εικόνων απλό εκτελεστή του «στοχασμού» του. Στις εικόνες τέθηκαν τίτλοι και στην καθεμία ανάλογο υπόμνημα με επεξηγήσεις και κάποιους σχολιασμούς. Ο Άρης Μαραγκόπουλος γράφει ότι οι εικόνες είναι τολμηρές και πρωτότυπες. «Με μαγικό τρόπο δε, συνδυάζουν την υστεροβυζαντινή αποτύπωση του τοπίου όπως είναι στις αγιογραφίες, με μοτίβα από γκραβούρες της εποχής, αλλά και με τη δροσιά των παιδικών σχεδίων». «Αθώα και σοφή ζωγραφική» χαρακτηρίζει το έργο του Ζωγράφου ο Γιάννης Τσαρούχης, ενώ ο Μάνος Στεφανίδης σημειώνει ότι «είναι αντίλογος στην ακαδημαϊκή παράδοση της Σχολής του Μονάχου».2
Δημιούργησε εντυπωσιακούς πολεμικούς χάρτες οι οποίοι αποτυπώνουν φιγούρες προσώπων και ιστορούν δράσεις τους. Ο Ν. Θεοτοκάς σημειώνει ότι οι εικόνες είναι φορτισμένες από τις κρίσεις αλλά και τις αξιολογήσεις του Μακρυγιάννη.
Όπως σημειώνει ο Μακρυγιάννης, οι εικόνες παρουσιάστηκαν σε συμπόσιο 250 περίπου ατόμων που οργάνωσε στο σπίτι του, με καλεσμένους τους πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, το 1839, στους οποίους επιδόθηκαν αντίγραφα. Ο Χρ. Λούκος δίνει την πληροφορία ότι από τους πρέσβεις, οι πρώτοι τις χαρακτήρισαν απλοϊκές, οι δεύτεροι κάτι περισσότερο από κακές. Πού να φανταστούν βέβαια τότε εκείνοι, προερχόμενη από μιαν άλλη κουλτούρα και ρομαντική ζωγραφική παράδοση, ότι η μετέπειτα ιστορική και καλλιτεχνική αξία των έργων θα ήταν ανεκτίμητη. Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης, μάλλον από μετριοφροσύνη, σε γράμμα του προς τη βασίλισσα της Αγγλίας αναφέρει ότι οι «εικόνες... είναι ατελώς και αμαθώς εζωγραφισμέναι». Μάλιστα σε εκείνη τη συγκέντρωση θεώρησαν τις εικόνες για την εγκυρότητά τους και οι παρευρισκόμενοι φιλέλληνες, πολιτικοί και στρατιωτικοί. Ο Μακρυγιάννης έστειλε μια σειρά από αυτές στον Όθωνα, την οποία αργότερα ζήτησε να του επιστραφεί προκειμένου να τη στείλει «στα Παρίσια», όπως σημειώνει, για να τυπωθεί. Ο μεσολαβητής παρενέβη τις εντολές του Μακρυγιάννη και μετέφερε τις εικόνες στη Βενετία.Η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη διαθέτει μια σειρά από 24 υδατογραφίες του Δημητρίου Ζωγράφου. Είναι ταυτισμένες με τους αυθεντικούς πίνακες σε ξύλο με αυγοτέμπερα οι οποίοι ήταν στην κατοχή του Μακρυγιάννη κι από αυτούς σώζονται 8, οι οποίοι βρίσκονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πρόκειται, όπως σημειώνει η Μαρία Γεωργοπούλου, διευθύντρια της Βιβλιοθήκης, για εκείνη τη σειρά αντιγράφων που είχε δωρισθεί στον Όθωνα κι είχε χαθεί και την οποία αγόρασε ο Ιωάννης Γεννάδιος, στη Ρώμη, το 1909. Η 25η εικόνα που λείπει είχε καταστραφεί από τον ίδιο τον καλλιτέχνη3. Έχει δε διασωθεί άλλη μια σειρά που βρίσκεται στην Αγγλία, στον πύργο του Windsor.
Λέμε συνήθως πως μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις· στην περίπτωση του βιβλίου της Μαρίζας Ντεκάστρο αυτό αποδεικνύεται περίτρανα – και μάλιστα με έναν πολυσημικό τρόπο. Απομονώνονται τμήματα της κάθε εικόνας, τα οποία «διαβάζονται», επεξηγούνται και ερμηνεύονται σε πολλαπλά επίπεδα: ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και ευρύτερα πολιτισμικά. Ο εικονιστικός λόγος, δηλαδή, ανάγεται σε φορέα ενός κειμενικού λόγου με πολλά σημαινόμενα. Συγκεκριμένα, η Ντεκάστρο εστιάζει σε κάθε μία εικόνα του Ζωγράφου και σε χαρακτηριστικά τμήματά της, τα οποία συντίθενται από ένα κράμα αφηγηματικού και εικονιστικού λόγου (ο λόγος της εικόνας κι εκείνος του τίτλου και του σχολιασμού) και τα αναδεικνύει μέσω του ευρηματικού τρόπου της ερωταπόκρισης. Η ίδια, ως συγγραφέας, παίζει έναν τριπλό ρόλο: (α) αυτόν του παιδιού ή εφήβου αναγνώστη που εγείρει ερωτήσεις, (β) εκείνον της ενήλικου αναγνώστριας δημιουργού που παρουσιάζει αναλύοντας τις εικόνες, αφενός από την πλευρά του δημιουργού της εικόνας (Ζωγράφου) κι αφετέρου του καθοδηγητή του (Μακρυγιάννη), και (γ) εκείνον της σύγχρονης κριτικού-αναγνώστριας. Στην ουσία πρόκειται για μια ιδιότυπα πολύμορφη συνανάγνωση των εικόνων.
Θα έλεγα ότι πρόκειται για ερωτήσεις που στο σύνολό τους αποτελούν υπόδειγμα μαθησιακής διαδικασίας για τη γνωριμία θεμάτων σχετικών με την ιστορία αλλά και με άλλα αντικείμενα που διδάσκονται στο σχολείο.
Πιο συγκεκριμένα, η Ντεκάστρο αντιμετώπισε τις εικόνες ως πηγή πληροφοριών όχι μόνο σχετικά με την παράθεση των γεγονότων, αλλά διείσδυσε στον εικονιστικό λόγο μέσα από το σκηνικό, τη θεματολογία και τους χαρακτήρες, συνθέτοντας μια ευφυώς «συνομιλούσα» ιδιότυπη πλοκή, στην ουσία δίνοντας μια εν δυνάμει αφήγηση κορυφαίων στιγμών της επανάστασης και ένα πανόραμα των χρόνων της, με όχημα την τεχνική των ερωτήσεων και των απαντήσεων. Οι ερωτήσεις έχουν γνωστικό, παιδαγωγικό, έμμεσα διδακτικό αλλά και κριτικό χαρακτήρα και μπορούν να ταξινομηθούν σε ερωτήσεις προϊδεαστικές, διευκρινιστικές, προσανατολιστικές, εμπειρικές, αξιολογικές, επιβεβαιωτικές, συγκλίνουσες αλλά και αποκλίνουσες. Θα έλεγα ότι πρόκειται για ερωτήσεις που στο σύνολό τους αποτελούν υπόδειγμα μαθησιακής διαδικασίας για τη γνωριμία θεμάτων σχετικών με την ιστορία αλλά και με άλλα αντικείμενα που διδάσκονται στο σχολείο.
Οι απαντήσεις της συγγραφέως είναι κατατοπιστικές και χαρακτηρίζονται από ευκρίνεια και σαφήνεια. Είναι ρεαλιστικές και εμπλουτίζουν τη γνώση των αναγνωστών και αναγνωστριών, ενώ παράλληλα ανοίγουν μονοπάτια σκέψης και περαιτέρω έρευνας. Ο διάλογος είναι ζωντανός και σε κάθε εικόνα εγείρεται η περιέργεια και το ενδιαφέρον, ώστε τα παιδιά και οι έφηβοι να διαβάσουν τις απαντήσεις και ταυτόχρονα να ερευνήσουν τις εικόνες για να ανακαλύψουν και να διαπιστώσουν τα αποτυπωθέντα, που καλύπτουν ένα διάστημα από την έναρξη του αγώνα έως το 1830, με τα αποτελέσματα του Πρωτόκολλου του Λονδίνου. Επιπλέον δε να πληροφορηθούν για στοιχεία της περιρρέουσας κοινωνικής, ιστορικής και πολιτικής ατμόσφαιρας της εποχής.
Από το κείμενο των ερωταποκρίσεων αναδύονται πληροφορίες και άλλα εξωεικονιστικά στοιχεία, όπως:
1. Δίνονται πληροφορίες για τους πρωταγωνιστές των έργων κι επίσης για τη σημασία των ιστορικών πηγών.
2. Περιγράφεται ο τρόπος δημιουργίας των εικόνων και η ιδιότυπη τεχνική που σχετίζεται με την προοπτική τους. Για παράδειγμα, ο καλλιτέχνης κάνει ζουμ σε θέματα που ο Μακρυγιάννης επιθυμούσε να αναδείξει (π.χ. πλοία, σκηνές) θέτοντας σε δεύτερο πλάνο άλλα, τα οποία στο φυσικό τους μέγεθος είναι ογκωδέστερα (π.χ. κάστρα). Επίσης, επισημαίνονται σε ορισμένες εικόνες και οι αλληγορικές τους αποτυπώσεις (π.χ. για την Ελλάδα).
3. Δίνονται στοιχεία για τις συνήθειες της καθημερινότητας, το σκηνικό των μαχών, το φιλελληνικό κίνημα, τις διάφορες τοποθεσίες και τις μετέπειτα αλλαγές τους (π.χ. για την ανάδειξη από την αρχαιολογική σκαπάνη του θεάτρου του Διονύσου στην Ακρόπολη), την οργάνωση του στρατού από την άτακτη στην τακτική μορφή, την τύχη των μαρμάρων του Παρθενώνα κ.ά.
4. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί για κάθε εικόνα έναν τίτλο, που έχει σχέση κυρίως με τις πρόσθετες πληροφορίες και τις εγκιβωτισμένες αφηγήσεις. Για παράδειγμα, η εικόνα του Ζωγράφου με τίτλο «Πολιορκία και μάχαι των Ναβαρίνων» στον ακολουθούμενο διάλογο φέρει τον τίτλο «Εμφύλιες διαμάχες» ή η εικόνα με τίτλο «Μάχη της Λαγκάδας και Κομπότι» στον διάλογο έχει τίτλο «Φουστανέλες και άλλα ρούχα». Με αφορμή τις συγκεκριμένες εικόνες, πέρα από τα ιστορούμενα γεγονότα, η συζήτηση στρέφεται και γύρω από την ενδυμασία της εποχής ή τις εμφύλιες διαμάχες.
5. Δεν αποκρύπτονται δύσκολες αφηγήσεις όπως οι αγριότητες του πολέμου. Σκιαγραφείται το κλίμα της εποχής αλλά και τα μηνύματά της. Τα γεγονότα περιγράφονται με ρεαλισμό, όταν η αναφορά γίνεται σε μάχες και με φράσεις που αντανακλούν την πραγματικότητα, χωρίς όμως κούφιες πατριωτικές εξάρσεις ή διδακτισμούς. Για παράδειγμα, ερμηνεύοντας την καθοδηγητική προτροπή του Μακρυγιάννη προς τον Ζωγράφο αλλά και με τη συμβολή των «ερωτηθέντων» παρατηρώντας τον χρωστήρα του δεύτερου, η συγγραφέας χρησιμοποιεί στις απαντήσεις της φράσεις όπως «Ο Καραϊσκάκης μαζί με τους Σουλιώτες και άλλους αρχηγούς της περιοχής κατέσφαξε το στράτευμα του Μουσταφάμπεη», «αντί για πέτρα και τούβλα χρησιμοποίησαν τριακόσια κεφάλια σκοτωμένων». Με αφορμή δε την εικόνα «Η Ελλάς ευγνωμονούσα…», στη συζήτηση αναδεικνύεται η αλληγορική αποτύπωση της Ελλάδας-γυναίκας με τη θεά Αθηνά, κάτω από τον τίτλο του κειμένου «Έτσι φτιάξαμε την Ελλάδα», φράση από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Η απάντηση της συγγραφέως, λαμβάνοντας υπόψη και την ερώτηση του παιδιού, είναι με συμπεριληπτικό τρόπο αντικειμενικά εύστοχη: «η Ελλάδα θριάμβευσε, η Επανάσταση πέτυχε και για αυτό, όπως λες, στέκεται επιβλητική και σίγουρη για τον εαυτό της».
6. Ενίοτε εκφράζονται και συμπεράσματα της συγγραφέως που προτρέπουν τον αναγνώστη και την αναγνώστρια σε περαιτέρω συζήτηση και έρευνα. Για παράδειγμα, στην ερώτηση αν συμμετείχαν στον αγώνα μόνο διακόσιοι είκοσι οχτώ Φιλέλληνες (όσοι, δηλαδή, αναγράφονται στην τελευταία εικόνα του Ζωγράφου), η συγγραφέας δίνει την εξής απάντηση: «Ήταν περισσότεροι, κοντά 1.000 άνθρωποι…» και καταλήγει: «Μήπως ο Μακρυγιάννης ξεχώρισε εκείνους που η συνεισφορά τους ήταν κατά τη γνώμη του ιδιαίτερα σημαντική ή τους είχε συναντήσει ή ήταν συμπολεμιστές του;».
7. Για την καλύτερη κατανόηση των γεγονότων ενίοτε χρησιμοποιούνται και χιουμοριστικές μεταφορικές έννοιες για να αναδυθούν και άλλα στοιχεία. Στην υποτιθέμενη ερώτηση του παιδιού, αν ο Μακρυγιάννης στη λέξη Αράχωβα «έφαγε» το «Α» και τη λέει Ράχωβα, η συγγραφέας αναφέρεται διεξοδικά στη γλώσσα της εποχής, πιθανολογώντας ότι το παιδί θα τα έβρισκε «πολύ σκούρα», αν ταξίδευε σε εκείνη την εποχή με μια μηχανή του χρόνου.
8. Αναγράφονται και σχετικές πληροφορίες, για παράδειγμα σχετικά με τη γλώσσα εμβληματικών αγωνιστών (π.χ. των Μπότσαρη, Μιαούλη κ.ά), τον εξελληνισμό ονομάτων (π.χ. Βάιρων, αντί Μπάυρον που έγινε Βύρων) και τις ντοπιολαλιές, καθώς και για τη χρησιμοποιούμενη γλώσσα των υπομνημάτων των 24 εικόνων.
Παρέθεσα ορισμένες από τις πολλές πληροφορίες που δίνονται στον φανταστικό διάλογο. Το εν λόγω βιβλίο και ο τρόπος παρουσίασης των στοιχείων αποτελεί έναν δημιουργικό παιδαγωγικό τρόπο ώστε να διεισδύσουν τα παιδιά σε κορυφαία γεγονότα της ελληνικής επανάστασης, εμπλέκοντάς τα παράλληλα δημιουργικά και λειτουργικά. Η Ντεκάστρο ανανεώνει κάθε φορά την κατηγορία των βιβλίων γνώσεων μέσα από διαφορετικές μορφές. Δεν εμμένει σε μια επιτυχημένη μανιέρα αλλά προχωρεί σε νέες αποτυπώσεις, αποδεικνύοντας ότι η γνώση στα βιβλία μπορεί να λάβει ποικίλες και πρωτότυπες μορφές. Αναδεικνύοντας δε την ανεξάντλητη δυναμική τους, δείχνει πώς είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν στην εκπαίδευση όχι μόνο για τον εμπλουτισμό της σχολικής γνώσης αλλά και ως δυναμικά στοιχεία για την προώθηση της φιλαναγνωσίας και της δημιουργικής γραφής.
Η Μαρίζα Ντεκάστρο γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σορβόννη Παιδαγωγικά και Λογοτεχνία για Παιδιά και Νέους. Δίδαξε στην ιδιωτική εκπαίδευση Ιστορία και Λογοτεχνία σε μαθητές του δημοτικού. Έχει γράψει βιβλία γνώσεων για παιδιά, σε θέματα ιστορίας και τέχνης, και μεταφράζει λογοτεχνία για νέους και ενηλίκους. Από το 1998 γράφει κριτική παιδικού και εφηβικού βιβλίου (TO BHMA, TA NEA κ.ά.). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της IBBY-Ελληνικό τμήμα και της Συντακτικής Επιτροπής του ηλεκτρονικού περιοδικού oanagnostis.gr. |
Το βιβλίο, πέρα από τις πληροφορίες που προσφέρει, ως αποτέλεσμα της αναγνωστικής περιήγησης στις εικόνες και της λεπτομερούς διείσδυσης των πληροφοριών σε αυτές, μπορεί, χρησιμοποιούμενο κατάλληλα, να αποτελέσει έναυσμα για ανίχνευση και άλλων ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών και γενικά πολιτισμικών στοιχείων στα χρόνια της επανάστασης. Στα χέρια των εκπαιδευτικών μπορεί να γίνει, για παράδειγμα, μια πρωτογενής πηγή για την ανεύρεση επιπλέον βιβλίων σχετικών με τη ζωή του Μακρυγιάννη που υπάρχουν στην ελληνική βιβλιογραφία, αλλά και πληροφοριών σχετικών με τα γεγονότα του Αγώνα. Η παράλληλη ανάγνωση των εικόνων, του διαλόγου και σελίδων των Απομνημονευμάτων είναι μια ιδανική φιλαναγνωστική δράση. Επίσης, το βιβλίο μπορεί να δώσει πολλαπλές αφορμές για την καλλιέργεια της δημιουργικής γραφής. Η κάθε εικόνα, που μάλιστα πλησιάζει σε μεγάλο βαθμό και το παιδικό σχέδιο, προσφέρει πολλές αφορμές, τόσο με το σκηνικό της όσο και με τα εικονιζόμενα πρόσωπα. Εξάλλου, το κείμενο με τις ερωταποκρίσεις αποτελεί πλούσια πηγή για παρόμοιες ερωτήσεις και απαντήσεις από τα παιδιά. Η τεχνική δε της φανταστικής συνέντευξης παιδιών από κύρια πρόσωπα του αγώνα μπορεί να είναι μια καλή άσκηση στο σχολείο για την παραγωγή γραπτού λόγου.
Καταληκτικά: πρόκειται για ένα καλαίσθητο όσο και πρωτότυπο για το ύφος του βιβλίο, που μαγνητίζει τα παιδιά (και όχι μόνον) να το ξεφυλλίσουν και να εντρυφήσουν σε αυτό. Αναδύεται μια ουσιαστική συνομιλία εικόνας και κειμένου που είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για την κατηγορία των βιβλίων γνώσεων. Αλλά σηματοδοτεί και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό για αυτή την κατηγορία βιβλίων, που κλείνει το μάτι στο σύνολο της ελληνικής παραγωγής. Η Μαρίζα Ντεκάστρο παραθέτει πρόλογο για ευρεία πληροφόρηση, πραγματογνωστικές πληροφορίες, «αναθέτει» σε υπεύθυνη την επιστημονική επιμέλεια, στοιχεία που είναι απολύτως απαραίτητα για κάθε βιβλίο γνώσεων, και το κυριότερο: γνωστοποιεί κατάλληλη βιβλιογραφία. Όλα αυτά που, δυστυχώς, σε πολλά βιβλία γνώσεων και –μάλιστα ιστορικά– απουσιάζουν, καθιστούν το βιβλίο αφενός έγκυρο επιστημονικά και αφετέρου αξιόπιστο. Ιδίως η βιβλιογραφία, η οποία στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι πλούσια και μερικά μάλιστα από τα βιβλία είναι προσπελάσιμα και από τα παιδιά, αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για την περαιτέρω αναζήτηση της γνώσης. Γιατί, όπως συμφωνούν όλοι οι θεωρητικοί, ο κύριος σκοπός ενός βιβλίου γνώσεων είναι η ουσιαστική ενεργοποίηση του αναγνώστη. Και μια τέτοια ουσιαστική ενεργοποίηση προσφέρει και αυτό το βιβλίο γνώσεων της Μαρίζας Ντεκάστρο.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ είναι αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου, κριτικός παιδικού και εφηβικού βιβλίου.
1. Νεότερες έρευνες δείχνουν ως τον κύριο ζωγράφο των εικόνων τον Δημήτριο Ζωγράφο και όχι τον έναν από τους γιους του, τον Παναγιώτη (τον έως σήμερα γνωστό ως τον ζωγράφο των εικόνων), ο οποίος ήταν σπουδαστής της Σχολής Καλών Τεχνών. Στα Απομνημονεύματα (τα οποία ολοκλήρωσε το 1850), αναφέρει άλλοτε ότι είχε δύο ζωγράφους (τον πατέρα με τον ένα γιο, δηλαδή), άλλοτε τρεις (τον πατέρα με τους δύο γιους) και ότι ο ζωγράφος ήταν ο Παναγιώτης, ενώ άλλοτε αναφέρεται σε έναν. Είναι μάλλον βέβαιο ότι ο καλλιτέχνης επόπτευσε την αντιγραφή των τεσσάρων σειρών των εικόνων του και από τους δύο γιους του. Πάντως, φαίνεται ότι η έρευνα δεν έχει πει ακόμη τον τελευταίο λόγο.
2. Οι χαρακτηρισμοί των Μαραγκόπουλου, Τσαρούχη και Στεφανίδη προέρχονται από τη Βικιπαίδεια.
3. Αναφέρει σχετικά ο Μακρυγιάννης: (εικόνα με αριθ. εικοσιπέντε): «… η Ελλάς ξαπλωμένη και ξεπλέγει τα μαλλιά της κι' ο Αρμασπέρης της βγάνει με το χέρι του ματωμένο την καρδιά της. (Αυτό το κάδρο το 'μαθε αυτός και με κατάτρεχε· και δια-να μην ακολουθήσει τίποτας ήρθαν φίλοι εις το σπίτι μου -και σύμφωνος κι' ο Ζωγράφος, ότι θα τον παίδευαν και χωρίς-να ήμουν εκεί το 'καψαν να μην φανεί εις το φως· κ' υποσκέθη να μου το ματαφκιάσει και δεν το 'φκιασε…».
24 εικόνες για την Επανάσταση του 1821
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ & ΖΩΓΡΑΦΟΣ: ΈΝΑΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΈΝΑΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
ΜΑΡΙΖΑ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ
ΚΑΠΟΝ 2020
Σελ. 110, τιμή εκδότη €24,50