Προδημοσίευση από το χαμένο, μέχρι πρόσφατα, πρώτο βιβλίο του Τζακ Κέρουακ «Τhe sea is my brother», που θα εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Κεφάλαιο πρώτο: «Το σπασμένο μπουκάλι»
«Ένας νεαρός, με τσιγάρο στο στόμα και με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, κατέβηκε τα τούβλινα σκαλοπάτια ενός ξενοδοχείου στο βόρειο Μπρόντγουεϊ και έστριψε προς το Ριβερσάιντ Ντράιβ, βαδίζοντας νωχελικά μ’ ένα παράξενο, αργό σούρσιμο των ποδιών.
Ο νεαρός, ντυμένος απλά με λευκό πουκάμισο, χωρίς γραβάτα, μ’ ένα πολυφορεμένο πράσινο αδιάβροχο, μαύρο παντελόνι και μοκασίνια, στάθηκε μπροστά σ’ ένα υπαίθριο μανάβικο, κοιτώντας τα φρούτα και τα λαχανικά. Στο λεπτό του χέρι κρατούσε ό,τι είχε απομείνει από τα χρήματά του – δύο εικοσπενταράκια, μια δεκάρα και μια πεντάρα. Αγόρασε ένα μήλο και προχώρησε, μασουλώντας σκεφτικός. Τα είχε ξοδέψει όλα μέσα σε δύο βδομάδες μονάχα· πότε επιτέλους θα μάθαινε να είναι πιο συνετός... Οκτακόσια δολάρια σε δεκαπέντε μέρες; – πώς; πού; και γιατί;
Όταν πέταξε τα κουκούτσια του μήλου, ένιωθε ακόμη την ανάγκη να ικανοποιήσει τις αισθήσεις του με κάτι – με κάποιο χασομέρι, κάποια άσκοπη πράξη· έτσι, μπήκε σ’ ένα καπνοπωλείο και πρόσφερε στον εαυτό του ένα πούρο. Δεν το άναψε προτού καθίσει σε ένα παγκάκι με θέα το ποτάμι, τον Χάντσον.
Στην όχθη έκανε δροσιά. Πίσω του, η βοή και οι δονήσεις της Νέας Υόρκης: η πόλη αναστέναζε και παλλόταν λες και το ίδιο το νησί του Μανχάταν ήταν ένα κακόφωνο καλώδιο ξεριζωμένο απ’ το χέρι ενός θρασύτατου, πολυάσχολου δαίμονα. Ο νεαρός γύρισε και σάρωσε με τα σκούρα, περίεργα μάτια του τις ταράτσες των ψηλών κτιρίων, και κάτω προς το λιμάνι, εκεί όπου η αλυσίδα από τα φώτα του νησιού σχημάτιζε ένα γιγάντιο τόξο, καυτές χάντρες μες στην ομίχλη του μεσοκαλόκαιρου δεμένες σε μια συγκεχυμένη διαδοχή.
Το πούρο του είχε την πικρή γεύση που είχε τόσο επιθυμήσει· γεύση γεμάτη και γενναιόδωρη ανάμεσα στα δόντια του. Στο ποτάμι διέκρινε τα αχνά σκαριά των αγκυροβολημένων εμπορικών πλοίων. Ένα μικρό ρυμουλκό, αόρατο εκτός από τα φώτα του, γλιστρούσε και λικνιζόταν απαλά ανάμεσα στα φορτηγά και στα γκαζάδικα. Με ήρεμη έκπληξη έγειρε μπροστά, παρατηρώντας τα φωτεινά σημεία που επέπλεαν και κινούνταν σιγανά με το ρεύμα του νερού, με υγρή χάρη. Η σχεδόν νοσηρή περιέργεια του νεαρού είχε μια μια στιγμή εξαφθεί από κάτι που στα μάτια ενός άλλου θα φάνταζε συνηθισμένο.
Αυτός ο νεαρός, ωστόσο, δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος. Είχε μάλλον κανονικό παρουσιαστικό, ύψος λίγο πάνω από το μέσο, λεπτός, αλλά με ύφος μάλλον απατηλό, διφορούμενο, πράγμα που εντεινόταν από το προτεταμένο πιγούνι και τους μυς του πάνω χείλους, από το εκφραστικό, διακριτικά σχηματισμένο στόμα, το σαρκώδες από τις άκρες του έως τη λεπτή μύτη, καθώς κι από τα δύο συμμετρικά, συμπονετικά μάτια. Αλλά η συμπεριφορά του ήταν αλλόκοτη. Είχε το συνήθειο να κρατάει ψηλά το κεφάλι, με αποτέλεσμα ό,τι κι αν παρατηρούσε, να το παρατηρεί από ψηλά και στραβά: λες και η περιέργειά του είχε κάτι υπεροπτικό κι ανεξιχνίαστο.
Μ’ αυτό το ύφος κάπνιζε το πούρο του, χαζεύοντας τους περαστικούς που έκαναν τη βόλτα τους στο Ρίβερσαϊντ Ντράιβ: εξωτερικά, τουλάχιστον, έμοιαζε σε ειρήνη με τον κόσμο. Ήταν όμως πανί με πανί, και το ήξερε· μέχρι αύριο δεν θα του είχε μείνει σέντσι. Με μια υποψία χαμόγελου, που σχηματίστηκε όταν σήκωσε την άκρη των χειλιών του, προσπάθησε να θυμηθεί με ποιο τρόπο είχε ξοδέψει τα οκτακόσια δολάριά του.
Η προηγούμενη νύχτα, το ήξερε, του είχε κοστίσει τα τελευταία του εκατόν πενήντα. Μεθυσμένος επί δύο εβδομάδες, είχε επιτέλους βρει τη νηφαλιότητα σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο στο Χάρλεμ· από εκεί, θυμόταν, είχε πάρει ταξί μέχρι ένα μικρό εστιατόριο της λεωφόρου Λένοξ, όπου σέρβιραν μόνο χοιρινά παϊδάκια. Εκεί πέρα συνάντησε μια τρισχαριτωμένη μαυρούλα, μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Θυμόταν πως είχαν πάρει μαζί ταξί για το Γκρίνιτς Βίλατζ, όπου εκείνη ήθελε να δει κάποια ταινία... τον «Πολίτη Κέιν» ίσως; Στη συνέχεια, σ’ ένα μπαρ στην οδό ΜακΝτούγκαλ, την έχασε, όταν συναντήθηκε με έξι απένταρους ναύτες από ένα αντιτορπιλικό που βρισκόταν στο καρνάγιο. Από εκείνη τη στιγμή, θυμόταν τον εαυτό του σ’ ένα ταξί μαζί με δαύτους, να τραγουδάνε δυνατά ό,τι τραγούδι μπορεί να φανταστεί κανείς· το τσούρμο κατέληξε στο «Kelly’s Stables» στην 52η οδό, για να ακούσουν τον Ρόι Έλντριτζ και την Μπίλι Χολιντέι. […]»